Το ελληνικό video game

Παύλος Τσίμας 25 Φεβ 2012

Αυτό που ζούμε δυο χρόνια τώρα, αν είχε κανείς την πολυτέλεια να το παρατηρεί από μακριά, ανέγγιχτος και ασυγκίνητος, θα έμοιαζε με ένα κλασικό video game. Από εκείνα όπου ο ήρωας, ο σούπερ Μάριο ας πούμε ή, στην περίπτωσή μας, ο σούπερ Μήτσος, περνά φοβερές δοκιμασίες, αντιμετωπίζει μεγάλους κινδύνους, και εκεί που πάει να χαθεί, να πέσει στον Καιάδα ή να τον καταπιούν φωτιές, το παιχνίδι τού δίνει ένα μαγικό μανιτάρι, κερδίζει ζωή, τερματίζει την πίστα και προχωρά στην επόμενη, ακόμη πιο δύσκολη και επικίνδυνη.

Αν μείνουμε στο σχήμα αυτό (και αν προς στιγμήν ξεχάσουμε ότι, στην περίπτωσή μας, οι κίνδυνοι αφορούν πραγματικές ζωές πραγματικών ανθρώπων), αυτό που συνέβη τα ξημερώματα της περασμένης Τρίτης, στο ξενυχτισμένο Eurogroup, δεν είναι ακόμη μια διάσωση – η πέμπτη στη σειρά, αν δεν έχω χάσει το μέτρημα. Δεν αλλάξαμε απλώς πίστα. Αλλάξαμε κόσμο. Αλλάξαμε παιχνίδι.

Τι ακριβώς αποφασίστηκε τα ξημερώματα της Τρίτης; Οτι το ελληνικό χρέος αλλάζει χαρακτήρα. Η Ελλάδα, όταν ολοκληρωθεί το PSI, δεν θα χρωστά πλέον σε ιδιωτικούς φορείς (τράπεζες, φαντς, ασφαλιστικούς οργανισμούς) αλλά σε θεσμικούς δανειστές (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις). Τα δάνεια των ιδιωτών που κουρεύονται, κατά περίπου 100 δισ., αντικαθίστανται από νέα δάνεια, θεσμικών φορέων, αυτή τη φορά.

Το 2010, πριν από το πρώτο Μνημόνιο, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού χρέους το διακρατούσαν ιδιωτικά χέρια. Στα χρόνια του Μνημονίου, το χρέος προς ιδιώτες άρχισε να ανταλλάσσεται, μέσω των δανείων της τρόικας, με χρέος προς δημόσιους φορείς (σήμερα υπολογίζεται ότι χρωστάμε 84% του ΑΕΠ σε θεσμικούς και 79% του ΑΕΠ σε ιδιωτικούς φορείς δανεισμού). Με το κούρεμα που αποφασίστηκε τώρα, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού δημοσίου χρέους περνά από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο. Οι ιδιώτες θα διακρατούν από εδώ και πέρα ένα μικρό, ασήμαντο μέρος του ελληνικού χρέους, το οποίο θα παραμείνει υψηλό και θα αρχίσει να μειώνεται σε βάθος χρόνου – το 2020.

Τι σημαίνει αυτή η αλλαγή; Εξαρτάται, από το αν θέλει να δει κανείς το μέλλον αισιόδοξα ή απαισιόδοξα.

Στο καλό σενάριο, σημαίνει ότι η Ελλάδα σταθεροποιείται, φεύγει από πάνω της η υποψία της χρεοκοπίας και ο φόβος της νομισματικής αναταραχής. Το ελληνικό χρέος δεν θα είναι πια εκτεθειμένο στους κινδύνους αναταραχών των αγορών ή κερδοσκοπικών επιθέσεων. Η διαχείριση του χρέους και η παραμονή στο ευρώ δεν θα είναι πια στα χέρια των ντίλερ των αγορών ομολόγων. Θα είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών.

Στο κακό σενάριο, σημαίνει ότι το ευρω-σύστημα θωρακίζεται έναντι του κινδύνου μιας ελληνικής χρεοκοπίας. Αν οι εταίροι αποφάσιζαν να μας αφήσουν να πέσουμε, μπορούν να ελπίζουν ότι η πτώση μας δεν θα προκαλέσει καταιγίδα στις τράπεζες, τις χρηματαγορές, τις άλλες αδύναμες χώρες, αφού το ελληνικό χρέος θα βρίσκεται πια εντελώς εκτός αγορών. Η Ελλάδα μπορεί να πάψει να αποτελεί συστημικό κίνδυνο. Και συνεπώς να αφεθεί ευκολότερα στη μοίρα της.

Ποιο από τα δύο σενάρια είναι πιθανότερο;

Η απάντηση εξαρτάται, εν μέρει, από τους ευρωπαίους εταίρους. Αν η απόφαση να αναλάβουν το ελληνικό χρέος οι ευρωπαϊκοί προϋπολογισμοί (απόφαση που όλοι τώρα συμφωνούν – στερνή μου γνώση… – ότι αν είχε ληφθεί από την αρχή, από την άνοιξη του 2010, το κόστος για την Ευρώπη και ο πόνος για την Ελλάδα θα ήταν απείρως μικρότερος) συνοδευτεί, αργά ή γρήγορα, από ακόμη δύο βήματα, την έκδοση κάποιας μορφής ευρωομολόγου και την εκπόνηση ενός σχεδίου Μάρσαλ (ή σχεδίου Μέρκελ, για να κολακεύσουμε την Καγκελάριο), για την ανάπτυξη της ευρωπεριφέρειας, τότε το καλό σενάριο διασφαλίζεται.

Τα υπόλοιπα, αφορούν εμάς τους ίδιους. Ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσουν – κατά σειρά προτεραιότητας – η ελληνική κοινωνία, οι πολιτικές ηγεσίες και η ίδια η οικονομία, μέσα στους επόμενους λίγους μήνες, είναι φανερό ότι θα είναι κρίσιμης σημασίας.