Eπιτροπή διαλόγου του Ποταμιού: «Για ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης» – οι ομιλίες

16 Σεπ 2015

Εκδήλωση με θέμα «Για ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης» πραγματοποίησε η επιτροπή διαλόγου του Ποταμιού στο Αμφιθέατρο του Αθήνα 9,84, στην Τεχνόπολη.

Ομιλητές ήταν οι Νίκος Αλιβιζάτος, καθηγητής Πανεπιστημιακού Δικαίου και υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας, Μάνος Ματσαγγάνης, αν. καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας, Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής Οικονομίας Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, και Αντώνης Τριφύλλης, π. διευθυντής Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εμπειρογνώμονας στον Τομέα Ευρωπαϊκής Πολιτικής. Το άνοιγμα της εκδήλωσης έγινε από τον συντονιστή της επιτροπής διαλόγου Γιάννη Μεϊμάρογλου ενώ τον συντονισμό έκανε ο ο Κώστας Μπιτζάνης, μέλος της Επιτροπής Διαλόγου.

Άνοιγμα εκδήλωσης (Γιάννης Μεϊμάρογλου)

Κυρίες και κύριοι
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί μας φίλοι,
Σας καλωσορίζω στη σημερινή εκδήλωση της επιτροπής διαλόγου του Ποταμιού.
Όπως βλέπετε, με μία μέρα διαφορά, διοργανώνουμε κι εμείς το δικό μας debate. Δεν πρόκειται βέβαια για ένα debate σαν το χθεσινοβραδινό που θα βγάλει τον πρωθυπουργό της χώρας. Ούτε για ένα debate όπου οι ομιλητές θα προσπαθήσουν να απαξιώσουν ο ένας τον άλλον, να διώξουν από πάνω τους τις ευθύνες του χθες, χωρίς να ψελλίσουν ούτε μια συγκεκριμένη πρόταση για το αύριο.

Οι εξαιρετικοί προσκεκλημένοι μας, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω για τη διαθεσιμότητά τους τις δύσκολες αυτές μέρες, θα μιλήσουν ακριβώς γι αυτό το αύριο, θα παρουσιάσουν τις απόψεις τους για ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης που μπορεί να οδηγήσει τη χώρα μας σε πολιτική σταθερότητα και αναπτυξιακή τροχιά.

Η επιτροπή διαλόγου του Ποταμιού εξελίχθηκε, στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα από την ίδρυση του Ποταμιού, σε μια ζωντανή ομάδα ανθρώπων που συζητούν για τα θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας αλλά και τα δομικά και θεσμικά ζητήματα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Όλοι εμείς που συμμετέχουμε, συμβάλλουμε ώστε η επιτροπή διαλόγου να αποτελεί για το Ποτάμι τη δεξαμενή ιδεών για τη διαμόρφωση των θέσεών του.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η σημερινή μας συζήτηση, όπως και η εκδήλωση που έγινε την περασμένη εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη με θέμα «τρεις προτάσεις για την ανάπτυξη της περιοχής – λιμάνι, παιδεία, τουρισμός» καθώς επίσης και η εκδήλωση που γίνεται σήμερα, αυτή τη στιγμή, στο Ηράκλειο της Κρήτης με θέμα «Έρευνα + καινοτομία: φτιάχνουμε δουλειές».

Το Ποτάμι, ακόμα κι αυτές τις κρίσιμες τελευταίες μέρες, δεν προσπαθεί να κερδίσει επικοινωνιακά το παιχνίδι των εντυπώσεων, αλλά καταθέτει τη δική του μεταρρυθμιστική ατζέντα. Τη δική του πολιτική πρόταση για την έξοδο από την κρίση.

Οι ομιλίες
Για μιαν «εντοπισμένη»
συνταγματική αναθεώρηση

Νίκος Κ. Αλιβιζάτος

Τα περισσότερα ζητήματα που έχουν τεθεί στη συνεχιζόμενη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση αποβλέπουν κυρίως στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στην εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και την έξοδο από την κρίση. Με εξαίρεση δυο θέματα που έχουν από μακρού ωριμάσει -την ποινική ευθύνη των υπουργών και την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας- οι σχετικές προτάσεις, όταν δεν εξυπηρετούν απλώς προσωπικές στρατηγικές, είναι ανεπαρκώς επεξεργασμένες και η πρόταξή τους δεν εντάσσεται στη τη λογική μιας θεματικά «εντοπισμένης» αναθεώρησης.

Γι’ αυτήν, νομίζω ότι ο καθένας μας θα πρέπει να ξεχάσει για λίγο τις προσωπικές του προτιμήσεις, ακόμη και σε ζητήματα που τον «καίνε», και να προσπαθήσει να ιεραρχήσει τα θέματα, παίρνοντας υπ’ όψη τις ανάγκες της χώρας.

Σε μια τέτοια λογική, θα ξεχώριζα ως ζητήματα άμεσης προτεραιότητας:

* Την ευθύνη των πολιτικών, υπουργών και βουλευτών, με ριζική αναθεώρηση των άρθρων 62 και 86, προς την κατεύθυνση που υποδείχθηκε ως άνω.

* Την ενίσχυση των πολιτικών ελέγχων, με αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής, αλλαγή του τρόπου επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών και εξορθολογισμό της λειτουργίας τους.

* Την ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του προέδρου της Δημοκρατίας, με ανάθεση σε αυτόν αρμοδιοτήτων όπως η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών.

*Την αλλαγή του τρόπου ανάδειξης του προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να μην διαλύεται η Βουλή λόγω μη εκλογής του.

* Το «άνοιγμα» του δημόσιου πανεπιστημίου, με σταδιακή άρση της απαγόρευσης των ιδιωτικών ΑΕΙ.

* Στην ίδια τέλος κατηγορία, θα περιλάμβανα και την κατάργηση της πενταετούς υποχρεωτικής αναθεωρητικής αδράνειας του άρθρου 110 του Συντάγματος, ώστε να απαλλαγεί η αναθεώρηση του Συντάγματος από ένα αναχρονιστικό περιορισμό, που σήμερα την εξαρτά από τυχαίους εν πολλοίς παράγοντες.

Τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινοβουλευτικής συζήτησης στην επόμενη Βουλή, ώστε να υποβληθεί σχετική πρόταση το ταχύτερο.

Αν η πρωτοβουλία αυτή συνδυαζόταν με την ψήφιση μερικών βασικών νόμων για ζητήματα που η λύση τους δεν χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση, όπως η κατάργηση του σταυρού προτίμησης, η διαφάνεια στη χρηματοδότηση της πολιτικής αν όχι και η μείωση του αριθμού των βουλευτών, θα είχε γίνει ένα σημαντικό βήμα για την αλλαγή του πολιτικού συστήματος προς την ορθή κατεύθυνση.

Ως ζητήματα απώτερου ενδιαφέροντος, που η μελέτη τους όμως θα μπορούσε να αρχίσει από σήμερα, ώστε να αντιμετωπισθούν υπεύθυνα σε εύθετο χρόνο, θα ανέφερα τα εξής:

* Την εξ υπαρχής ρύθμιση των νομοθετικών αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο στο πλαίσιο του δικαίου της ανάγκης όσο και υπό ομαλές περιστάσεις. Θετικά βήματα στην εποχή τους, είναι αμφίβολο αν τα άρθρα 44 και 43 του Συντάγματος, αντίστοιχα, μπορούν να εξασφαλίσουν σήμερα το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, σε συνθήκες κοινοβουλευτικής ευθύνης και διαφάνειας.

* Την πρόβλεψη, κατά το σουηδικό πρότυπο, ότι αν διαλυθεί πρόωρα η Βουλή, η νέα Βουλή εκλέγεται για το υπόλοιπο της θητείας της διαλυθείσης.

* Την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων με πρόβλεψη της δυνατότητας (αρχικά ίσως μόνον των ανώτατων) να θέτουν στο αρχείο ένδικα βοηθήματα και μέσα που κρίνουν προδήλως απαράδεκτα και αβάσιμα.

* Την επανεξέταση του ρόλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως δικαστηρίου, με ανάδειξή του σε διοικητικό φορέα υπεύθυνο για την εφαρμογή της λεγόμενης «νέας δημοσιονομικής διακυβέρνησης».

* Την «αποσυνταγματοποίηση» των σχέσεων Εκκλησίας και πολιτείας, με κατάργηση πιθανόν ολόκληρου του άρθρου 3 του Συντάγματος.

* Την «ελάφρυνση» του Συντάγματος, με την κατάργηση περιττών ή παρωχημένων διατάξεων, όπως οι περισσότερες παράγραφοι του άρθρου 14 για τον τύπο, η κατοχύρωση προνομίων για συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων, όπως οι καθηγητές πανεπιστημίου (άρθρο 56 παρ. 2), οι δικαστικοί υπάλληλοι, οι υποθηκοφύλακες και οι συμβολαιογράφοι (άρθρο 92) και πολλές από τις εξαιρετικά λεπτομερείς διατάξεις που το Σύνταγμα αφιερώνει χωρίς λόγο στους δικαστές, τα δικαστήρια, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ακόμη και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (άρθρα 87-100Α).

Ειδικά σε ό,τι αφορά την κατοχύρωση των συνταγματικών δικαιωμάτων, παρ’ ότι πολλοί αναχρονισμοί επιβιώνουν (όπως π.χ. η απαγόρευση του προσηλυτισμού στο άρθρο 13 παρ.2 του Συντάγματος) θα ήμουν εξαιρετικά φειδωλός σε νέες αλλαγές. Όπως αποδείχθηκε τα τελευταία χρόνια, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Στρασβούργου ασκεί θετική επιρροή στην ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, όχι μόνο από τη διοίκηση αλλά και από τα δικαστήρια. Η επιρροή αυτή, σε συνδυασμό με την διείσδυση του ενωσιακού δικαίου σε ένα πεδίο συναλλαγών που διαρκώς διευρύνεται, νομίζω ότι θέτει σε δεύτερη προτεραιότητα τις όποιες σχετικές αλλαγές.

Ματσαγγάνης

· Είμαι βέβαιος ότι μιλώ εκ μέρους όλων των συνυποψηφίων μου από τη δεύτερη έως την προτελευταία θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του «Ποταμιού» λέγοντας ότι είμαστε υπερήφανοι που τα ονόματά μας συγκαταλέγονται σε μια λίστα που αρχίζει με τον Νικηφόρο Διαμαντούρο και τελειώνει με τον Νίκο Αλιβιζάτο. Πιστεύω ότι οποιοσδήποτε θα ήταν.
· Το θέμα είναι τεράστιο. Θα επικεντρωθώ σε λίγα σημεία, που αφορούν την οικονομία.
· Η πολιτική αστάθεια των τελευταίων 16 μηνών (από τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014 έως τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015), με αποκορύφωμα τους κυβερνητικούς χειρισμούς που οδήγησαν στα capital controls τον περασμένο Ιούνιο, έχει εξουθενώσει την οικονομία. Συνεπώς, η απόλυτη προτεραιότητα για την οικονομία είναι η αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας. Αυτό σημαίνει ότι μετά τις εκλογές τα κόμματα θα πρέπει να δώσουν κυβερνητική λύση με ευρεία συναίνεση, ορίζοντα τετραετίας, και έντιμη συνεννόηση στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
· Η αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας και η προετοιμασία του αναπτυξιακού άλματος που είναι απαραίτητο ώστε να καλυφθεί η υποχώρηση της τελευταίας πενταετίας προϋποθέτουν ένα πιο φιλόδοξο πλαίσιο σταθερότητας. Ο νέος εθνικός στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία εκατό χιλιάδων θέσεων εργασίας, κάθε χρόνο, στα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια. Η ελάχιστη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η θεσμοθέτηση σταθερών κανόνων: στη φορολογία, στη ρύθμιση των αγορών, στην κοινωνική ασφάλιση, στο εργατικό δίκαιο κτλ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει χωρίς έναν ειλικρινή και αποτελεσματικό διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, και των εμπειρογνωμόνων που θα επιλέξουν, σε συνεννόηση και με διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ και το Διεθνές Γραφείο Εργασίας.
· Η σοβαρή υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στο πρόσφατο παρελθόν ήταν μια από τις δύο σημαντικότερες αιτίες της σημερινής κρίσης –η άλλη ήταν ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Η ανάκτηση της δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να βασιστεί στα χαμηλά μεροκάματα. Η ελληνική οικονομία πρέπει να στραφεί προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, δυναμικό και εξωστρεφές, βασισμένο στην ποιότητα. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει μια συστηματική βελτίωση των δεξιοτήτων εργαζομένων και επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, επένδυση στη γνώση, τεχνολογική ανανέωση, διαχειριστική αναβάθμιση και δικτύωση των επιχειρήσεων, εξαγωγικό προσανατολισμό.
· Τα παραπάνω, εάν η επόμενη κυβέρνηση τα πάρει στα σοβαρά, συνιστούν από μόνα τους κυβερνητικό πρόγραμμα. Το ίδιο και τα προαπαιτούμενά τους. Μια δημόσια διοίκηση πιο ευέλικτη και πιο αποτελεσματική. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να βοηθά τους νέους ανθρώπους να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και να αξιοποιούν ευκαιρίες, αντί να τους μοιράζει «χαρτιά». Ένα κοινωνικό κράτος που να στηρίζει τους νέους και τις οικογένειες, να βοηθά τους αδύναμους και τους ανέργους, και να παρέχει αξιοπρεπείς υπηρεσίες, αντί να σπαταλά χρήματα που δεν έχουμε σε συντάξεις 50ρηδων. Και πολλά άλλα ακόμη.
· Θα συμβούν όλα αυτά; Οπωσδήποτε όχι, εάν τα αφήσουμε στο χέρι του Αλέξη Τσίπρα, ή του κ. Μεΐμαράκη. Το Ποτάμι έχει ήδη φέρει στην πολιτική πολύτιμες δυνάμεις που διαφορετικά θα ιδιώτευαν, και μπορεί σήμερα να αλλάξει την ατζέντα: να μπολιάσει την επόμενη κυβέρνηση με μεταρρυθμιστικό δυναμισμό, να ακυρώσει τη διχαστική ρητορεία των ανεύθυνων δημαγωγών, να απομονώσει τους ακραίους όλων των παρατάξεων. Για αυτό αξίζει να υποστηριχτεί από κάθε Έλληνα που ονειρεύεται να ζει μια έντιμη και δημιουργική ζωή σε μια γαλήνια και αισιόδοξη χώρα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ

Που βρισκόμαστε
Ας αφήσουμε τους λαϊκισμούς. Και τα 3 Μνημόνια και ιδίως τα 2 τελευταία, εάν εξαιρέσει κανείς τα αμιγώς δημοσιονομικά μέτρα που είναι υφεσιακά και μια μειοψηφία περιττών ή δυσμενών μέτρων, στη μεγάλη τους πλειονότητα περιέχουν λεπτομερείς μεταρρυθμίσεις που η εφαρμογή τους θα συμβάλει στο να μετατραπεί η Ελλάδα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος:
Από το σύστημα εσόδων και τη φορολογική διοίκηση, μέχρι την υποχρέωση των νοσοκομείων να κρατούν βιβλία (analytical cost accounting), από την ηλεκτρονική δικαιοσύνη (e-justice) και τις συγχωνεύσεις των ασφαλιστικών ταμείων μέχρι την θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις προέκυψαν εξωγενώς και όχι από το ελληνικό κράτος και το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το πρόβλημα είναι ότι το ελληνικό κράτος και τα συναρτημένα πελατειακά συμφέροντα δυσκολεύεται να τις οικειοποιηθεί ή εμποδίζει την πλήρη εφαρμογή τους. Το πρόβλημα είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ελλιπείς και αποσπασματικές και από μόνες τους δεν φτάνουν.
Η δημιουργία θεσμών που θα υπηρετούν ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης για τη χώρα, και η διαμόρφωση αυτού του προτύπου ανάπτυξης και διακυβέρνησης, δεν είναι δουλειά των εταίρων και δανειστών. Είναι κυρίως δουλειά δική μας, των πολιτικών δυνάμεων, των κοινωνικών εταίρων, και της δημόσιας διοίκησης.

Οι πληγές του ελληνικού συστήματος διακυβέρνησης
· Ανυπαρξία στρατηγικού ορίζοντα, αδυναμία μεσο-μακροπρόθεσμου προγραμματισμού και προετοιμασίας
· Απουσία συνέχειας και θεσμικής μνήμης
· Αδυναμία follow up, πραγματικής παρακολούθησης μέχρι την τελική υλοποίηση και «πραγμάτωση» σε όλα τα επίπεδα της Διοίκησης
· Νομικός φορμαλισμός, έμφαση στη διαδικασία και τα τυπικά στάδιά της, αντί της ουσίας και των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων
· Αυτοαναφορικότητα. Αδυναμία σύνδεσης της κάθε υπηρεσίας ή υπουργείου με το σύνολο του κράτους και της πραγματικότητας, αδυναμία σύνδεσης και σύγκρισης με τη διεθνή εμπειρία
· Αδυναμία αξιοποίησης της ευρωπαϊκής και διεθνούς εμπειρίας και αντίστοιχων επιδόσεων για τη βελτίωση των ελληνικών επιδόσεων
· Αδυναμία πραγματικής υποκίνησης και αξιοποίησης των καλύτερων στελεχών της Διοίκησης
· Αδυναμία πραγματικού κυβερνητικού κέντρου συντονισμού, παρακολούθησης και εφαρμογής της πολιτικής, ιδίως στους τομείς όπου υπάρχει ασαφής αρμοδιότητα ή συναρμοδιότητες

Τι χρειάζεται
Μια νέα κουλτούρα διακυβέρνησης: μετρήσιμοι στόχοι αντί της στενής προσήλωσης στη διαδικασία, αποτελέσματα αντί του νομικού φορμαλισμού και της τυπολατρίας.
Στο νέο μοντέλο διακυβέρνησης το κράτος πρέπει να λειτουργεί με οπτική του συνολικού πεδίου. Να στοιχίζεται πίσω από συγκεκριμένες προτεραιότητες και μετρήσιμους στόχους, αναζητώντας οριζόντια σε όλο το εύρος της Διοίκησης τις δράσεις, και παρεμβάσεις (και συνήθως αποπαρεμβάσεις) που θα επιτρέψουν να υπηρετηθούν οι προτεραιότητες αυτές. Κεντρική ανάμεσά τους, η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, που θα επιτρέψει τη μετάβαση σε ένα νέο πρότυπο εξωστρεφούς ανάπτυξης.
Ορισμένα στοιχεία:
Στον συνολικό δείκτη ανταγωνιστικότητας (World Economic Forum Competitiveness Index, 2014-15) η Ελλάδα βρίσκεται στη θέση 81, κάτω από την Ουκρανία και ελάχιστα παραπάνω από τη Μολδαβία. Στον δείκτη καινοτομίας είμαστε στη θέση 74, κάτω από τη Σλοβακία. Στην ποιότητα των θεσμών στη θέση 85, ένα βαθμό παραπάνω από την Ακτή Ελεφαντοστού και τη Ρουμανία. Και ούτω καθεξής. Η ΕΕ, και στο πλαίσιο της Ατζέντας 2020, έχει πλήθος τέτοιων συγκριτικών μετρήσεων και δεικτών.
Σύμφωνα με τους δείκτες Doing Business της World Bank, χρειάζονται 1580 μέρες για να εφαρμοστεί μια σύμβαση (enforce a contract) στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου ΟΟΣΑ 539.
Στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών υπάρχουν 6500 υποθέσεις που εκκρεμούν από το 2009.
Κυκλοφόρησε σήμερα στο διαδίκτυο απόφαση αναβολής εκδίκασης μιας υπόθεσης για το 2031. Μάλιστα, επειδή το ελληνικό κράτος αγαπά την λεπτομέρεια, ορίζεται με εντυπωσιακή ακρίβεια η ημέρα και ώρα, 3 Μαρτίου 2031, 10πμ. Είμαι σίγουρος ότι οι διάδικοι θα σημείωσαν το ραντεβού στην ατζέντα τους.
Οποιοδήποτε σοβαρό ευρωπαϊκό κράτος παίρνει αυτούς τους δείκτες (και το πλήθος των επιμέρους δεικτών) και διαμορφώνει συνολική στρατηγική μεταρρυθμίσεων και ανταγωνιστικότητας, που εξακτινώνεται σε δεκάδες και εκατοντάδες επιμέρους στόχους, δράσεις και επιδόσεις.
Ανατροφοδοτείται από τις εισηγήσεις του συνόλου της διοίκησης και των περιφερειών, και εξειδικεύεται σε επιμέρους δράσεις και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες που όλες θα κατατείνουν στους τελικούς στόχους της βελτίωσης της λειτουργίας του κράτους και των θεσμών, και αύξησης της ανταγωνιστικότητας.
Από πλευράς Διοίκησης αυτό προϋποθέτει μια κουλτούρα επίλυσης προβλημάτων και όχι προσκόλλησης στην γραφειοκρατική διαδικασία.
Από πλευράς Κυβέρνησης προϋποθέτει μια αντίστοιχη κουλτούρα προγραμματισμού κυβερνητικού έργου, κι όχι επικοινωνιακών παρεμβάσεων στην πολιτική επικαιρότητα.
Προϋποθέτει επίσης μια πολιτική τεχνολογία μεταρρυθμίσεων.

Κεντρικός Συντονισμός – Ετήσιο Πρόγραμμα Κυβέρνησης – Ενδυνάμωση στελεχών της Διοίκησης
Όπως συμβαίνει στα προηγμένα δυτικά κράτη, η κυβέρνηση χρειάζεται ένα ετήσιο πρόγραμμα της κυβέρνησης, υπό την ευθύνη της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης, που να διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα υπουργεία και τα στελέχη τους.
Η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εγκέφαλος, ο συντονιστής, το κέντρο της θεσμικής μνήμης της κυβέρνησης σε κεντρικό επίπεδο.
Η ΓΓ της Κυβέρνησης συντάσσει και παρακολουθεί την εφαρμογή του ετήσιου προγράμματος της κυβέρνησης.
Η ΓΓ της Κυβέρνησης συνδέει τον Πρωθυπουργό και το Υπουργικό Συμβούλιο με τις ΓΓ όλων των υπουργείων.
Οι Γενικοί Γραμματείς των υπουργείων πρέπει κατά προτίμηση να προέρχονται από τα κορυφαία στελέχη μεταξύ των Γενικών Διευθυντών, αντί να είναι κομματικά στελέχη ή φίλοι των υπουργών.
Κάθε άνοιξη οι ΓΓ και Γενικοί Διευθυντές υπουργείων ζητούν προτάσεις από τους Διευθυντές των υπουργείων (και εκείνοι από τους τμηματάρχες τους) για τη διαμόρφωση του προγράμματος νομοθετικού έργου του επόμενου έτους. Έτσι εξασφαλίζεται η ανατροφοδότηση της κυβερνητικής ηγεσίας από τη Διοίκηση, η ενδυνάμωση και ανάληψη πρωτοβουλίας από τα στελέχη της Διοίκησης.
Αυτές οι προτάσεις καταλήγουν στη ΓΓ της Κυβέρνησης, και αφού συζητηθούν και εγκριθούν από το Υπουργικό Συμβούλιο αποτελούν το ετήσιο πρόγραμμα της κυβέρνησης.
Χρειάζεται ένα κυβερνητικό κέντρο παρακολούθησης, συντονισμού και επίσπευσης της εφαρμογής του κυβερνητικού έργου. Αυτό μπορεί να το κάνει η ΓΓ της Κυβέρνησης, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει και ΓΓ Συντονισμού. Αλλιώς το έργο αυτό να αναληφθεί πλήρως από τη ΓΓ Συντονισμού, η εμπειρία από τη λειτουργία της οποίας το προηγούμενο επτάμηνο υπήρξε επιεικώς απογοητευτική.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ Α.ΤΡΙΦΥΛΛΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

· Όλο και συχνότερα πολιτικοί και δημοσιογράφοι αναφέρονται στην δημόσια διοίκηση της Ελλάδας ως το σημαντικότερο πρόβλημά της. Αναρωτιούνται αν με τέτοια διοίκηση είναι σε θέση η χώρα να επανέλθει στην κανονικότητα, να φέρει επενδύσεις και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας.
· Η Ομάδα δράσης για την Ελλάδα, γνωστή και ως Task Force, συνέταξε με την συνδρομή Γάλλων ειδικών έναν οδικό χάρτη το 2013 με δράσεις για την επανεκκίνηση της Διοίκησης. Τα αποτελέσματα ήσαν πενιχρά και σχεδόν τίποτε δεν εφαρμόστηκε από τις διαδοχικές κυβερνήσεις. Και ο υπηρεσιακός υπουργός Α.Μανιτάκης σε συνέντευξή του το παραδέχτηκε.
· Την σημερινή μου παρουσίαση θα επικεντρώσω στο πιο βασικό στοιχείο της διακυβέρνησης μιας χώρας που είναι η λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου. Πιστεύω ότι είναι η πρώτη και σημαντικότερη δράση, που οφείλει να κάνει ένας Πρωθυπουργός. Και που θα ‘’παρασύρει’’ το σύνολο της διοίκησης σε αποτελεσματικότερο και διαφανέστερο τρόπο λειτουργίας.
· Κάθε κυβέρνηση χρησιμοποιεί διαφορετικό τρόπο διακυβέρνησης σε επίπεδο κορυφής. Θα παρουσιάσω τον τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει τα εξής χαρακτηριστικά.
· Εβδομαδιαία συνεδρίαση για λήψη αποφάσεων. Συνεπικουρείται από την Γενική Γραμματεία η οποία α) Καταρτίζει το ετήσιο πρόγραμμα νομοθετικού έργου της κυβέρνησης καθώς και τις επί μέρους δράσεις β) Υποβάλει το πρόγραμμα στην Βουλή (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) γ) Παρακολουθεί την τήρηση του προγράμματος από τα επί μέρους Υπουργεία δ) Σε επίπεδο υπουργικού συμβουλίου αφενός συνεδριάζει με τα συναρμόδια Υπουργεία για κάθε νομοθετική παρέμβαση και αφ ετέρου την προηγουμένη κάθε Υπουργικού Συμβουλίου, συνεδριάζει με το σύνολο των Διευθυντών των γραφείων. Τα νομοθετήματα στα οποία υπάρχει ομοφωνία, προωθούνται ως σημεία Α και δεν συζητούνται στο Υπ. Συμβούλιο. Τα σημεία Β συζητούνται και αποφασίζονται με πλειοψηφία.
Ένα τέτοιο σύστημα που μπορεί να συντονίσει το σύνολο του Κράτος και να επιταχύνει τις διαδικασίες λήψεων αποφάσεων, έχει ως συνέπεια εκτός των άλλων , την εξάλειψη αυτόνομων υπουργικών φέουδων και επιβάλει πειθαρχεία στην κυβερνητική ομάδα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν εφαρμόζεται, αν και υπάρχουν νομοθετικές πρόνοιες από την εποχή του Σημίτη.