Καμία ανοχή στη βία

Βασιλική Γεωργιάδου 08 Νοε 2015

Αν εξαιρέσουμε την τρομοκρατική βία που ευθέως στοχοποίησε πολιτικούς, πράξεις βίας πολιτών –μεμονωμένων ή με κάποια κομματική ιδιότητα– εναντίον πολιτικών υπήρξαν περιθωριακές μετά το 1974. Παρότι στη Μεταπολίτευση ο κομματικός ανταγωνισμός ήταν πολωμένος, οι αντιπαραθέσεις εξαντλούνταν στις δυνατότητες που προσέφερε το μοντέλο διακυβέρνησης εντός και εκτός της Βουλής. Οργανώσεις νεολαίας ή επαγγελματικές/συνδικαλιστικές κ.ά. οργανώσεις-προθάλαμοι των κομμάτων, στις μεταξύ τους πολιτικές αντιπαραθέσεις και εν γένει στις κινητοποιήσεις τους, είχαν εμπλακεί σε μορφές έντονου ή και βίαιου ακτιβισμού, χωρίς μια τέτοια δράση να στοχοποιήσει άμεσα το πολιτικό προσωπικό, πολλώ μάλλον τους εκλεγμένους  εκπροσώπους της εθνικής αντιπροσωπείας.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά το 2009/2010. Η κρίση και τα μέτρα λιτότητας, η αποτυχία της πολιτικής και κομματικής ηγεσίας να τιθασεύσει την κρίση, σε συνδυασμό με την πτώση της πολιτικής εμπιστοσύνης και τη ισχυρή αποστασιοποίηση των πολιτών από τα κόμματα, ανέδειξαν τις τιμωρητικές διαθέσεις των πολιτών απέναντι στο πολιτικό προσωπικό. Υποθέσεις οικονομικής διαφθοράς και διαπλοκής, στις οποίες είχαν εμπλακεί ορισμένοι πολιτικοί, τα πολιτικά σκάνδαλα (υπόθεση Siemens, εξοπλιστικά, πολιτικό χρήμα) αλλά και η σκανδαλολογία, επιβάρυναν το όλο κλίμα καθιστώντας βουλευτές και πολιτευτές τα εύκολα θύματα των διαμαρτυρόμενων πολιτών, εκείνων που θεωρούσαν ότι για όλα «φταίνε οι πολιτικοί», οι οποίοι «νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους», αγνοώντας τα πραγματικά προβλήματα και τις ανάγκες των πολιτών. Συγκεντρώσεις έξω από σπίτια πολιτικών ή σε δημόσια μέρη που αυτοί παρευρίσκονταν, υπήρξαν ένα σχετικά συχνό φαινόμενο τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Παρότι οι δράσεις αυτές παρουσιάζονταν ως ένα «αυθόρμητο» φαινόμενο, συχνά είχε καταγγελθεί η κομματική ιδιότητα ή και η κομματική υποκίνηση των συγκεκριμένων ατόμων που πρωτοστατούσαν.

Αυτή η διάθεση πολιτικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας επιτάθηκε το καλοκαίρι του 2011 με τις κινητοποιήσεις των «Αγανακτισμένων» και το «κίνημα των πλατειών» στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Οι «Αγανακτισμένοι» της πλατείας Συντάγματος ήταν η μαζικότερη και εκείνη με τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια κινητοποίηση αυτού του τύπου. Αν κάτι χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη μορφή συλλογικής δράσης είναι η ιδιαίτερη εκφραστικότητα της όλης κινητοποίησης – τα συνθήματα κατά των πολιτικών, κάποια από τα οποία υπήρξαν πρωτόγνωρα στην ελληνική κινηματική σκηνή («Κλέφτες, κλέφτες» φώναζαν οι «Αγανακτισμένοι» για τους πολιτικούς), το ίδιο όπως και κάποια άλλα, που δεν διατυπώνονταν με λόγο αλλά με χειρονομίες (η γνωστή «μούτζα» κατά της Βουλής).

Στο «κίνημα των Αγανακτισμένων» συναντήθηκαν άνθρωποι με διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό και με διαφορετικά κίνητρα όσον αφορά την όλη δική τους συμμετοχή και δράση. Διαρκούσης της κινητοποίησης, ωστόσο, εμφανίστηκαν συγκλίσεις όσον αφορά τις πρακτικές και την εκφραστικότητα  των συμμετεχόντων. Αν οι «μούτζες» στη Βουλή και τα συνθήματα για τους «κλέφτες» πολιτικούς ξεκίνησαν από το πάνω μέρος της πλατείας, εκεί όπου μαζεύονταν τα ακροδεξιά και εθνικολαϊκιστικά στοιχεία, αυτά σιγά-σιγά άρχισαν να συμπαρασύρουν και άλλους. Στο τέλος, όλοι είχαν κάτι κοινό: την απέχθεια κατά των πολιτικών που μπορούσε να μετουσιωθεί αν όχι σε συμμετοχή ή αποδοχή, έστω σε ανοχή πράξεων βίας εναντίον τους.

Δεν επρόκειτο όμως για τα συναισθήματα και την εκφραστικότητα κατά των πολιτικών εκ μέρους μόνο των «Αγανακτισμένων» των πλατειών. Μια τέτοια διάθεση κυνικής ή/και επιθετικής εκφραστικότητας εναντίον των πολιτικών είχε εντοπιστεί στην ελληνική κοινωνία πριν καν ξεκινήσουν οι σχετικές συγκεντρώσεις στις πλατείες τον Μάιο του 2011. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι σε σχετική ψηφοφορία αναγνωστών δημοφιλούς ενημερωτικού πόρταλ (protagon), που είχε διεξαχθεί αρχές του 2011, το 65% εκείνων που απάντησαν εξέφρασε συμφωνία με τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πολιτών έξω από τα σπίτια των πολιτικών.

Από το 2010 και μετά, η εκφραστικότητα «αγανακτισμένων» κατοίκων, π.χ. του κέντρου της Αθήνας, παίρνει χαρακτηριστικά συντονισμένης δράσης, με άτομα από το περιβάλλον της Χρυσής Αυγής να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στους προπηλακισμούς πολιτικών (π.χ. πριν τις δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου 2010).  Στο χώρο της Χρυσής Αυγής η βία είναι ένα αποδεκτό μέσο πολιτικής δράσης και επιβολής. Τα τάγματα εφόδου χρησιμοποιούν συστηματικά βίαιες πρακτικές εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων. Η βία γίνεται ο κοινός παρονομαστής εκείνων που επικαλούνται τη φθορά του κοινοβουλευτισμού, όπως και των θιασωτών του αυταρχισμού. Η ανοιχτή επίκληση της βίας και η χρήση της προβάλλονται ως εργαλεία βιταλισμού και αποτελεσματικής πολιτικής δράσης που έρχονται να επιβληθούν άμεσα και αδιαμεσολάβητα παρακάμπτοντας το «διεφθαρμένο κράτος» και τους ελεγχόμενους από αυτό αντίστοιχης ποιότητας θεσμούς.

Ο βουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Κουμουτσάκος, που ξυλοκοπήθηκε άγρια από βίαια μέλη μιας αγέλης είναι ένα ακόμη θύμα (έχουν υπάρξει και αρκετά άλλα την τελευταία 5ετία) εξτρεμιστικών πρακτικών δραστών με προέλευση από τον νεοναζιστικό χώρο της Χρυσής Αυγής. Το γεγονός ότι το λιντσάρισμα εναντίον του έγινε μπροστά από τη Βουλή, με παρουσία πολλών διαδηλωτών, όπως και της αστυνομίας, λέει πολλά για τη διάχυση ή και την ανοχή των βίαιων πρακτικών στην κοινωνία, όπως και για την αδιαφορία ή ακόμη για τη διάβρωση των σωμάτων ασφαλείας. Οι πράξεις βίας είναι ένα πρόβλημα και ένα άλλο είναι το πώς αυτές οι πράξεις αντιμετωπίζονται. Η κοινωνία συχνά δείχνει αδιαφορία στα επαναλαμβανόμενα επεισόδια βίας, ενώ δεν λείπουν και οι εκφράσεις μνησίκακης ικανοποίησής της, ιδιαίτερα όταν θύματα της βίας είναι άτομα από την πολιτική ελίτ.

Πράξεις βίας δεν μπαίνουν σε καμία ζυγαριά. Δεν υπάρχει δικαιολογία για την τέλεσή τους ούτε έχει σημασία ο λόγος που θα επικαλεστούν οι δράστες, όταν και αν ποτέ συλληφθούν. Το γεγονός ότι μπορεί οι πράξεις βίας όχι μόνο εναντίον πολιτικών να μείνουν ατιμώρητες (υπόθεση Marfin) τροφοδοτεί έτι περαιτέρω τη διαθεσιμότητα για χρήση της. Δεν είναι όμως μόνο η ατιμωρησία των δραστών το πρόβλημα αλλά και ο τρόπος που η κοινωνία ταξινομεί και αξιολογεί τις πράξεις βίας. Η ριζοσπαστικοποίηση που επήλθε στα χρόνια της κρίσης άνοιξε (κι άλλο) το περιθώριο της κοινωνικής ανοχής απέναντι σε συγκεκριμένα ρεπερτόρια βίας. Το πρόβλημα δεν είναι λοιπόν μόνο η άσκηση βίας και οι δράστες, αλλά και η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα που κλείνει το μάτι στην πράξη βίας, ακόμη κι αν στιγματίσει το συγκεκριμένο δράστη που την ασκεί. Η ύπαρξή του είναι σοβαρό πρόβλημα σε μια δημοκρατία, που οφείλει να είναι άτεγκτη στην τήρηση των κανόνων δικαίων και αμείλικτη σε όσους τους παραβιάζουν. Όμως δεν είναι μόνο ο δράστης το πρόβλημα. Η όποια ανοχή απέναντι στο μέσον (βία) που αυτός χρησιμοποιεί, αλλά και η όλη διαθεσιμότητα απέναντι σε διάφορες εκδοχές («συμβολικές») ή χρήσεις («ιδεολογικές») αυτού του μέσου είναι εξίσου προβληματικές και κατακριτέες.  Ήρθε η ώρα να δούμε όλες τις πτυχές του προβλήματος που σχετίζεται με τη χρήση βίας χωρίς να διαλέγουμε οπτική θέασής του.