Σαν πας στην Καλαμάτα... ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΤΑΫΓΕΤΟΥ

Βασίλης Καπετανγιάννης 17 Φεβ 2022

Δεν ξέρει κανείς πώς να εκφράσει ή να ελέγξει τα αισθήματά του όταν έρχεται να διαβάσει βιβλία αγαπητών φίλων που έχουν ήδη αποδημήσει και το κυριότερο που δεν πρόλαβαν να δουν οι ίδιοι δημοσιευμένο το αποτέλεσμα των πνευματικών τους κόπων μιας ολόκληρης ζωής. Ο Τάκης Αναστόπουλος έφυγε πριν από δυόμιση περίπου χρόνια. Χάρις στην γυναίκα του Λουίζα και τους πολύτιμους φίλους του κυκλοφόρησε σε εξαιρετική έκδοση μετά θάνατον το βιβλίο του «Η καρδιά της Ευρώπης» από τις Εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ. Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει τους προβληματισμούς του. Είχα την τιμή να το παρουσιάσω από τις φιλόξενες στήλες της «Μεταρρύθμισης» σχετικά πρόσφατα (4/11/2021). Αφορούσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην οποία είχε ευδοκίμως υπηρετήσει. Την κατ’ εξοχήν πολιτική σημασία των κειμένων του Τάκη επισημαίνει στον Πρόλογό του ο Νικηφόρος Διαμαντούρος.

Το βιβλίο που έχω τώρα στα χέρια μου και φέρει τον τίτλο ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΤΑΫΓΕΤΟΥ είναι τελείως διαφορετικό και βρίσκει το φως της δημοσιότητας και πάλι από τις εξαιρετικές εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ με Πρόλογο του Πέτρου Θέμελη και επιμέλεια Πέπης Αλευρά περιέχει δε στο τέλος ένα λιτό ασπρόμαυρο φωτογραφικό ένθετο.

Το βιβλίο χαρακτηρίζεται ως Νουβέλα. Ο ίδιος ο Τάκης έτσι το αποκαλεί. Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει ως λογοτεχνικό είδος.  Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι με απορρόφησε πλήρως από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σελίδα. Αφορά στη γενέτειρα πόλη του, την Καλαμάτα, αλλά με ένα εντελώς ιδιόμορφο και συναρπαστικό τρόπο.

Μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας ο συγγραφέας παρακολουθεί το σύντομο πέρασμα από την πόλη του γνωστού και εμβληματικού Άγγλου συγγραφέα Λώρενς Ντάρελ (Lawrence Durrell, 1912-1990), της πρώτης συζύγου του Νάνσυ Μάγιερς και της νεογέννητης κόρης τους Πηνελόπης. Η παραμονή του Ντάρελ και της οικογένειάς του στην Καλαμάτα ήταν πολύ σύντομη, από τον Σεπτέμβριο του 1940 μέχρι τον Απρίλιο του 1941, ήτοι λίγο πριν την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος τον Οκτώβριο του 1940 και μέχρι την γερμανική εισβολή, οπότε και κατάφερε να διαφύγει κατ’ αρχάς στην Κρήτη και από εκεί στη Μέση Ανατολή, στο Κάιρο, μαζί με την οικογένειά του.  Σκοπός της παρουσίας του στην Καλαμάτα ήταν να διδάξει αγγλικά ως διευθυντής του Ινστιτούτου Αγγλικής Γλώσσας (του Βρετανικού Συμβουλίου) σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει, με κάποια σημαντική καθυστέρηση βέβαια, τη γερμανική επιρροή στην πόλη μέσω του γερμανικού Σχολείου (Λεκτοράτ) με 300 περίπου μαθητές. Συνάμα δε να πληροφορεί την αγγλική πρεσβεία στην Αθήνα για τις γερμανικές κινήσεις στην περιοχή.

Ο Τάκης σε δικό του σύντομα Σημείωμα αναφέρει ότι για την μεν παραμονή του Ντάρελ στην Καλαμάτα έμαθε από τον βιογράφο του Ντάρελ Μακ Νίβεν (Ian MacNiven, Lawrence Durrell, A bIography, Faber and Faber, 1998) αλλά η ιδέα να γράψει μια νουβέλα με ήρωα τον Ντάρελ του γεννήθηκε από το βιβλίο του συμπατριώτη του Νίκου Ζερβή «Ο Ντάρελ στην Καλαμάτα» (ιδιωτική έκδοση, 1999) τον οποίο ιδιαίτερα ευχαριστεί αλλά που κι αυτός απεβίωσε το 2019, λίγους μήνες πριν από τον Τάκη. «Τότε συνειδητοποίησα», γράφει ο Τάκης, «ότι οι γονείς μου και οι Ντάρελ είχαν φτάσει στην ίδια περίοδο στην ίδια πόλη». Ο Τάκης μας προειδοπεί επίσης ότι δεν υπάρχουν  «πλήρεις πραγματολογικές αντιστοιχίες» ούτε σε σχέση με πρόσωπα ούτε σε σχέση με χώρους και πράγμτα. Η «αναπαράσταση» είναι κατά προσέγγιση μολονότι με πολύ προσεκτικές υποσημειώσεις ο συγγραφέας αναφέρεται σε πραγματικά πρόσωπα και υπαρκτούς χώρους.

Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι η Πηνελόπη, η κόρη του Ντάρελ, (Penelope Durrell Hope) γράφει σε βιβλίο για τον πατέρα της ότι το 1995 επισκέφτηκε την Καλαμάτα μίλησε με πρόσωπα που γνώρισαν την οικογένειά της, φρεσκάρισε τις «αναμνήσεις» της (τα spectacular ηλιοβασιλέματα της Καλαμάτας όπως γράφει) και εντόπισε μάλιστα το σπίτι όπου έμειναν στην παραλία της πόλης και το οποίο απεικονίζεται σε μια από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο τέλος του βιβλίου.

Πρόκειται για ένα τρυφερό και ευαίσθητο βιβλίο. Αισθήματα που αναβλύζουν από κάθε σελίδα του και μεταφέρουν τον αναγνώστη σε πρόσωπα και τόπους σαν να είναι οικείοι. Και θα μπορούσαν να είναι μεταφορικά και αναλογικά τουλάχιστον για όσους και όσες γεννήθηκαν και μεγάλωσαν την ίδια εποχή σε μικρές επαρχιακές πόλεις της χώρας όπου η ζωή είχε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά για ορισμένα παιδιά ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων.

Δεν θα μπορούσα να εκφέρω άλλη γνώμη για το βιβλίο πέραν των συναισθημάτων που πιστεύω αβίαστα δημιουργούνται διατρέχοντας της σελίδες του σε μια απολαυστική ανάγνωση. Σα να γεννούν την επιθυμία μιας επίσκεψης στην πόλη που δεν υπάρχει πια, παρά μόνο από τα εμφανή χνάρια μιας άλλης εποχής που ο Τάκης σε κάνει να την αγαπήσεις και να την αισθανθείς δική σου, ιδιαίτερα, ας το επαναλάβω, εάν πρόκειται για άτομα που έζησαν την ίδια εποχή σε ανάλογους τόπους. Όπως γράφει και ο Πέτρος Θέμελης στον Πρόλογό του «Κοινές και οικείες εικόνες της καθημερινότητας μετουσιώνονται, καθώς περνούν μέσα απ’ το θυμικό του Τάκη Αναστόπουλου και καταγράφονται με τρόπο ζεστο, φιλικό και άμεσο».

Οι γειτονιές, οι πρόσφυγες, ο Καραγκιόζης, οι βιοπαλαιστές…..τα παιδιά. «Η πλατεία είχε χώμα και χορτάρι στη μια πλευρά, πλάκες στην άλλη, και στη μέση ένα συντριβάνι. Τριγύρω έπαιζαν παιδιά κάθε ηλικίας. Οι μανάδες τους φώναζαν να μαζευτούν, ήταν πια  9 η ώρα, αλλά ήταν φανερό ότι γι αυτά ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Και συνέχιζαν, το κυνηγητό τα αγόρια, το κουτσό και την πινακωτή τα κορίτσια»(σελ.38-39).Ένα απλό δείγμα μιας κοινής καθημερινότητας. Ένα οδοιπορικό στο παρελθόν με ευαίσθητες κεραίες.

Να πας στην Καλαμάτα…

«The modest stones of Greeks,
Who gravely interrupted death by pleasure.»

Από το ποίημα του Ντάρελ Delos (Collected Poetry, 1980).