Αρχίζοντας από τον Κόσμο

Γιάννης Βούλγαρης 14 Σεπ 2019

Ιμμάνουελ Βάλερσταϊν (1930-2019)

Έχουμε καταλάβει πια ότι ο Αύγουστος έχει ειδήσεις, μερικές μάλιστα φορές στενάχωρες. Στο έβγα λοιπόν του μήνα, στις 31 Αυγούστου, «έφυγε» ένας σημαντικός διανοούμενος ο Ιμμάνουελ Βάλερσταϊν (1930-2019). Πλήρης ημερών, άφησε πίσω του ένα πλούσιο έργο, προκλητικό, επίμαχο, αμφισβητούμενο, γόνιμο. Έργο που θέτει επίκαιρα ερωτήματα για τη σημερινή ιστορική περίοδο των ραγδαίων παγκόσμιων γεωπολιτικών και οικονομικών μεταβολών. Αμερικανός πολωνοεβραϊκής καταγωγής, ιστορικός κοινωνιολόγος μαρξιστικής κατεύθυνσης, ταύτισε το όνομά του με την λεγόμενη Θεωρία των Κοσμοσυστημάτων (World-System Theory). Η πλούσια ακαδημαϊκή του παρουσία μοιράστηκε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και πολλών άλλων χωρών, ενώ συνδυάστηκε αξεδιάλυτα με την πολιτική στράτευση στη (μη ορθόδοξη) Αριστερά και αργότερα στα κοινωνικά κινήματα για μια «άλλη παγκοσμιοποίηση».

Ως νέος επιστήμονας στη δεκαετία του 1950, ξεκίνησε να μελετά την Αφρική στη φάση της αποαποικιοποίησης. Η επιστημονική του όμως εξέλιξη καθορίστηκε από την επιρροή που τού άσκησε το έργο του μεγάλου γάλλου ιστορικού Φερνάν Μπρωντέλ. Ο ίδιος ο Βάλερσταϊν έχει εξηγήσει ότι από αυτόν έμαθε να θεωρεί αφετηριακό πλαίσιο της ιστορικοκοινωνικής ανάλυσης όχι τα μεμονωμένα έθνη-κράτη αλλά τον «Κόσμο». Αυτή η μεθοδολογική και θεωρητική επιλογή έκανε το έργο του Βάλερσταϊν υποχρεωτικό σημείο αναφοράς για την ανάλυση και την ιστορία της παγκοσμιοποίησης, ένα ζήτημα που από τη δεκαετία του 1990 έγινε κεντρικό στις κοινωνικές επιστήμες. Ο αιρετικός μαρξισμός του Βάλερστάϊν, όσο και αν στάθηκε κριτικά προς τη μαρξιστική ορθοδοξία, δεν ξεπέρασε τα επιστημολογικά ελαττώματα της μαρξικής θεωρίας, με πρώτο τον «οικονομισμό». Όμως η υπέρβαση του «εθνικοκρατικού αναγωγισμού», δηλαδή η επιλογή να θεωρήσει ως αφετηριακή μονάδα ανάλυσης το παγκόσμιο σύστημα, τον καθιέρωσε όχι μόνο στον χώρο της αριστεράς, αλλά στον ευρύτερο ακαδημαϊκό κόσμο, και μάλιστα σε μια περίοδο υποχώρησης του μαρξισμού.

Πράγματι, ο Βάλερσταϊν μάς πρότεινε να δούμε διαφορετικά τον Καπιταλισμό και την Παγκοσμιοποίηση. Καταρχάς ως προς την ιστορική αφετηρία και διάρκειά τους. Ο Καπιταλισμός δεν ταυτίζεται με τη σχετικά πρόσφατη βιομηχανική μορφή που έλαβε τον 19ου αιώνα, ούτε μπορεί να μελετηθεί ξεχωριστά στο πλαίσιο του κάθε έθνους-κράτους. Γεννήθηκε τον 16ο αιώνα ως «Κοσμοσύστημα» όταν η Ευρώπη «ανακάλυψε» και άρχισε να ενσωματώνει στην οικονομική και πολιτική της εξουσία την Αμερική. Το καπιταλιστικό «κοσμοσύστημα» δεν σημαίνει με άλλα λόγια, ότι κάλυπτε όλον τον πλανήτη, αλλά ότι αυτή η γεωγραφική περιοχή άρχισε να ενοποιείται χάρη στον κοινό καταμερισμό εργασίας που βαθμιαία καθιερώθηκε. Γεννήθηκε έτσι ένα πρωτότυπο ιστορικό φαινόμενο. Γιατί προηγουμένως τα «κοσμοσυστήματα» είχαν πολιτικό χαρακτήρα (π.χ. η κινεζική αυτοκρατορία) καθώς η εξουσία συγκεντρωνόταν σε μία πολιτική Αρχή η οποία είχε και τη δυνατότητα επιβολής στην οικονομία. Αντιθέτως, ο καπιταλισμός συγκροτήθηκε ως «κοσμο-οικονομία» εντός της οποίας υπήρχαν ανταγωνιστικά κέντρα πολιτικής εξουσίας που βαθμιαία διαμορφώθηκαν σε νεωτερικά κράτη. Ήταν ένα σύστημα ιεραρχικό στο οποίο η διαδικασία συσσώρευσης αφενός ενοποιούσε τον χώρο αφετέρου καθιέρωνε δομικές ανισότητες μεταξύ του πλούσιου «κέντρου» και της φτωχής «περιφέρειας» με μια σειρά από κράτη να κινούνται μεταξύ των δύο πόλων ως «ημιπεριφέρεια». Ο δυναμισμός του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος εκδηλώθηκε στους επόμενους 4-5 αιώνες καθώς ενσωμάτωνε τη μία μετά την άλλη τις υπόλοιπες περιοχές του Κόσμου, ώσπου στις μέρες μας ο όρος «κοσμοσύστημα» να γίνει κυριολεκτικός αφού έχει αγκαλιάσει όλον τον πλανήτη. Η εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος σήμανε ταυτόχρονα την επικράτηση της Ευρώπης, και αργότερα της Δύσης στον Κόσμο. Η κινητήρια δύναμη και το ειδοποιό χαρακτηριστικό του Καπιταλισμού κατά τον Βάλερσταϊν στην μακρά αυτή διάρκεια, δεν ήταν η σχέση κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας, αλλά η προτεραιότητα που αποκτούσε η διαδικασία αέναης συσσώρευσης κεφαλαίου. Προτεραιότητα σήμαινε ότι οι συμπεριφορές και οι πολιτικές που απέβλεπαν στην αέναη συσσώρευση αποδεικνύονταν πιο αποτελεσματικές και ως εκ τούτου περιθωριοποιούσαν βαθμηδόν άλλες συμπεριφορές που βασίζονταν σε άλλα κίνητρα. Έτσι γενικεύτηκαν βαθμιαία οι καπιταλιστικές σχέσεις. Στο βασικό έργο του ο Βάλερσταϊν (The Modern World-system, τέσσερις τόμοι που εκδόθηκαν τα έτη 1974, 1980, 1989, 2011) επιχείρησε τη μελέτη αυτής της εξάπλωσης χωρίς να ξεκινήσει από μια αφηρημένη θεωρία του καπιταλισμού, καλώντας μας αντιθέτως να μελετήσουμε τον ιστορικό καπιταλισμό, δηλαδή τους ιστορικά συγκεκριμένους χρόνους και χώρους αυτής της εξάπλωσης.

 

Στην ιστορική εξέλιξη του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος ο Βάλερσταϊν στάθηκε ιδιαίτερα στις μεταβολές που σημειώνονταν στο διακρατικό σύστημα στη διάρκεια των πέντε αυτών αιώνων. Είναι ίσως η πιο επίκαιρη όψη του έργου του. Από κοινού με τον στενό του συνεργάτη Τζιοβάνι Αρίγκι, ο Βάλερσταϊν υιοθετεί και αναπτύσσει την άποψη ότι το διεθνές σύστημα διευθύνεται κατά καιρούς από κάποια ηγεμονική δύναμη που επιβάλλει τους κανόνες και τις προτιμήσεις της στην οικονομία, την πολιτική, την κουλτούρα, τη διπλωματία και τον πόλεμο, προσφέροντας ταυτόχρονα σταθερότητα και κυβερνησιμότητα στο όλο σύστημα. Η αντίληψη δεν ήταν καινούργια, δεν υποστηρίζεται μόνο από μαρξιστές ούτε εκφράζει όλους τους μαρξιστές. Ξεκινώντας πάντως από αυτή, ο Βάλερσταϊν και ο Αρίγκι αναλύουν την εξέλιξη του διακρατικού συστήματος ως μια κυκλική διαδικασία ανόδου και πτώσης ηγεμονικών κρατών, διαδικασία κατά την οποία μετατοπιζόταν γεωγραφικά το «κέντρο» εντός του Κοσμοσυστήματος. Από τη Μεσόγειο του 16ου αιώνα την οποία είχε ήδη αναλύσει με μοναδικό τρόπο ο δάσκαλος Μπρωντέλ, το κέντρο θα μετατοπιστεί τον 17ο αιώνα στην Ολλανδία (Ηνωμένες Επαρχίες), στη συνέχεια τον 18ο-19ο αιώνα στη Βρετανία, για να βρεθεί τον 20ο αιώνα στις ΗΠΑ. Τα ηγεμονικά κράτη ήταν όλα ναυτικές δυνάμεις, η ηγεμονία τους ήταν αποτέλεσμα της επικράτησής τους στον διεθνή παραγωγικό, εμπορικό και χρηματιστικό ανταγωνισμό. Κάθε όμως μετατόπιση του «κέντρου» και κάθε νέα συγκέντρωση της εξουσίας στο νέο ηγεμονικό κράτος επικυρωνόταν και ολοκληρωνόταν μετά από «παγκόσμιους» πολέμους – τριακονταετούς περίπου διάρκειας διαπιστώνει εμπειρικά ο Βάλερσταϊν. Ο τριακονταετής πόλεμος 1618-1648 καθιέρωσε την ολλανδική ηγεμονία, οι ναπολεόντειοι πόλεμοι 1792-1815 τη βρετανική, και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι 1914-1945 την αμερικανική.

Η επικαιρότητα αυτής της ανάλυσης συνίσταται στη δραματικότητα των φαινομένων που εκδηλώνονται στις περιόδους κρίσης ηγεμονίας. Πράγματι, ο Βάλερσταϊν υποστηρίζει, και μαζί με αυτόν πολλοί άλλοι, ότι το σημερινό διεθνές σύστημα έχει εισέλθει σε μια φάση γενικής αστάθειας. Στο επίκεντρο βρίσκεται το τέλος της αμερικανικής ηγεμονίας, ενώ κατά την εκτίμησή του η ανερχόμενη Κίνα δεν έχει τις προϋποθέσεις να αναδειχτεί σε νέο ηγεμονικό κέντρο. Θεωρεί έτσι βέβαιη την κατάρρευση του καπιταλιστικού «κοσμοσυστήματος» αλλά ανοιχτό το στοίχημα,  με ίσες μάλιστα πιθανότητες, η σημερινή κρίση να καταλήξει είτε σε ένα άλλο δικαιότερο κοσμοσύστημα είτε σε μια μετακαπιταλιστική δυστοπία.

Ξέρουμε ότι ο Καπιταλισμός έχει επιζήσει έναντι πολλών προφητών τού τέλους του. Η ανάλυση όμως του Βάλερσταϊν είναι μια χρήσιμη προειδοποίηση για τον κίνδυνο η σημερινή διεθνής αστάθεια θα καταλήξει σε αυξανόμενη σύγκρουση και ακυβερνησία. Γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία του αγώνα για τη συλλογική και συναινετική διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης.