Τo μεταναστευτικό μας πρόβλημα

Χρίστος Αλεξόπουλος 27 Οκτ 2013

Η τραγωδία της Lampedusa με τις εκατοντάδες πνιγμένων ανθρώπων, οι οποίοι αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στην Ευρώπη, δρομολόγησε ένα νέο δημόσιο διάλογο σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το μεταναστευτικό πρόβλημα. Οι απόψεις ποικίλουν. Άλλοι θυμούνται τον ευρωπαϊκό πολιτισμό των ανθρωπιστικών αξιών και τις επικαλούνται για την αντιμετώπιση του προβλήματος της μετακίνησης πληθυσμών από τον φτωχό Νότο στον ανεπτυγμένο Βορρά. Άλλοι διαπιστώνουν την αδυναμία της ευρωπαϊκής οικονομίας να απορροφήσει τα πλήθη των μεταναστών και προτείνουν την αποτελεσματική αστυνόμευση των συνόρων. Άλλοι επικαλούνται το γεγονός, ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι γηράσκουσες και προτείνουν την επιλεκτική απορρόφηση ενός αριθμού μεταναστών κάτω από την προϋπόθεση βεβαίως, ότι εξυπηρετούνται οι ανάγκες της οικονομίας και διασφαλίζεται η αναγκαία λειτουργική ισορροπία εργαζομένων και συνταξιούχων, ώστε να μην καταρρεύσει το ασφαλιστικό σύστημα. Άλλοι βεβαίως βρίσκουν την ευκαιρία να εκφράσουν την ρατσιστική τους λογική και την ξενοφοβία.

Δεδομένο είναι, ότι η Ευρώπη δεν έχει ενιαία πολιτική αντιμετώπισης του φαινομένου της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών και των επιπτώσεων του στις τοπικές κοινωνίες. Παρά την επισήμανση, ότι το μεταναστευτικό χρήζει κοινής αντιμετώπισης στη συμφωνία του Maastricht, η κάθε χώρα μέλος της Ε.Ε. πορεύεται με βάση τις εθνικές προτεραιότητες. Ο ευρωπαϊκός νότος δέχεται την μεγαλύτερη πίεση και αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα, ενώ ο ευρωπαϊκός βορράς παρατηρεί και αρκείται την «συμμετοχή στη φύλαξη των συνόρων», στο πλαίσιο της FRONTEX. Πραγματικά είναι να απορεί κανείς με την αδιέξοδη και εντελώς βραχυπρόθεσμη λογική, που χαρακτηρίζει τόσο τις εθνικές κυβερνήσεις όσο και την ευρωπαϊκή πολιτική.

Η απορία δε γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, εάν προσεγγίσει κάποιος το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών με συστηματικό τρόπο και λάβει υπόψη του τα ποιοτικά και ποσοστικά χαρακτηριτικά της δυναμικής, η οποία αναπτύσσεται στην προβολή της στο μέλλον.

Το μεταναστευτικό ρεύμα δεν προκειται να ανακοπεί και θα ταλαιπωρεί τόσο τις χώρες υποδοχής όσο και τις χώρες αποστολής ή καλύτερα προέλευσης των μεταναστών. Τα αίτια υπερβαίνουν τα εθνικά και ευρωπαϊκά όρια και έχουν πλανητικές διαστάσεις. Γι’αυτό η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί παγκόσμιας εμβέλειας πολιτικές.

Αρκεί να λάβουμε υπόψη μερικά δεδομένα στην εξελικτική τους πορεία.

Το 1913 η Αφρική είχε 120 εκατομμύρια κατοίκους. Το 2013 ζούν στην αφρικανική ήπειρο 1.072 εκατομμύρια. Μέχρι το 2050 ο πληθυσμός της γης θα φτάσει τα 9,1 δισεκατομύρια κατοίκους. Από αυτούς τα 2,1 δισεκατομύρια θα ζουν στην Αφρική. Διαπιστώνουμε μια αυξητική τάση, ενώ οι κοινωνίες σε αυτή την ήπειρο είναι νεανικές. Στον αντίποδα είναι η Ευρώπη, στην οποία οι κοινωνίες είναι γηράσκουσες.

Σε αυτά τα πληθυσμιακά δεδομένα πρέπει να προσθέσουμε και ορισμένες καθοριστικές παραμέτρους της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και περιβαλλοντικής κατάστασης. Κατ’αρχήν η πληθυσμιακή έκρηξη συνοδεύεται και από αντιθέσεις και συρράξεις μεταξύ των διαφόρων φυλών, οι οποίες παίρνουν διαστάσεις γενοκτονίας. Μέχρι τώρα έχασαν τη ζωή τους 18 εκατομμύρια Αφρικανοί, οπότε γίνεται εύκολα κατανοητό το κύμα μαζικής φυγής από ορισμένες αφρικανικές χώρες. Αρχικά σε γειτονικές και από ένα σημείο και μετά σε πιο μακρυνές, αρκεί να φαντάζουν ως Γη της Επαγγελίας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και οι ευρωπαϊκές.

Παράλληλα μέσα σε δύο χρόνια, από το 2010 έως το 2012, αυξήθηκαν οι υποσιτιζόμενοι στην Αφρική από 175 εκατομύρια σε 240 εκατομύρια άτομα. Και ενώ συμβαίνουν αυτά στην Αφρική, σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και συγκεκριμένα τον Οργανισμό για τον επισιτισμό και τη γεωργία (FAO) το 28 % της καλλιεργήσιμης γης σε παγκόσμιο επίπεδο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ειδών διατροφής, τα οποία δεν πρόκειται να φαγωθούν, αλλά καταλήγουν στα σκουπίδια. Ταυτοχρόνως δε για αυτά τα τρόφιμα καταναλώνονται για την άρδευση 250 κυβικά χιλιόμετρα νερού χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, ενώ επιδεινώνεται η κατάσταση σε σχέση με τα αποθέματα πόσιμου νερού. Αυτό τον παραλογισμό αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο ο Γενικός Διευθυντής του FAO Jose Graziano de Silva, όταν επισημαίνει, ότι «δεν επιτρέπεται το 1/3 των παραγόμενων σε πλανητικό επίπεδο τροφίμων να καταλήγουν στα σκουπίδια, όταν 870 εκατομμύρια άνθρωποι πεινάνε». Συνολικά πετιούνται 1,5 δισεκ. τόνοι τροφίμων ετησίως προς δόξαν των κοινωνιών της αφθονίας των χωρών του ανεπτυγμένου Βορρά, οι οποίες εκμεταλεύτηκαν και συνεχίζουν να το κάνουν, με τον καλύτερο τρόπο τις χώρες του αναπτυσσόμενου Νότου. Για πολλά χρόνια οι χώρες του Τρίτου Κόσμου έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης τόσο σε σχέση με τους φυσικούς τους πόρους όσο και σε σχέση με το άφθονο και σχεδόν χωρίς κόστος εργατικό δυναμικό.

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα έχει μπει σε αυτή τη λογική και η Κίνα. Χρησιμοποιεί μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις στην Αφρική για την παραγωγή τροφίμων, τα οποία χρειάζεται για τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού της. Έχει φτάσει δε στο σημείο να χρησιμοποιεί για την καλλιέργεια κινέζους εργάτες, τους οποίους μεταφέρει σε αυτές τις περιοχές.

Οι ανεπτυγμένες κοινωνίες του Βορρά στο πλαίσιο «των ανθρωπιστικών αξιών», και «της αγωνίας», για το μέλλον των πεινασμένων του Νότου βρήκαν το εργαλείο για να βοηθήσουν και να στηρίζουν τις προβληματικές χώρες, το οποίο είναι γνωστό ως αναπτυξιακή βοήθεια. Μόνο που τόσα χρόνια η πολιτική της αναπτυξιακής βοήθειας δεν έλυσε το πρόβλημα της πείνας και της φτώχιας στους πληθυσμούς της Αφρικής, από την Κένυα και το Μαλί μέχρι την Τανζανία. Δυστυχώς η διαχείριση της αναπτυξιακής βοήθειας δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη. Το μεγαλύτερο ποσοστό της παρεχόμενης οικονομικής βοήθειας χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση της κατασκευής έργων από μεγάλες εταιρίες του ανεπτυγμένου Βορρά, οι οποίες δεν επενδύουν την εισπραχθείσα αμοιβή τους στη χώρα κατασκευής του έργου. Από το άλλο μέρος οι χώρες, οι οποίες λαμβάνουν την αναπτυξιακή βοήθεια, δεν διαθέτουν την τεχνογνωσία για την αξιοποίηση των έργων, που κατασκευάζονται.

Με βάση αυτά τα δεδομένα γίνεται εμφανές, ότι η ροή μεταναστών προς τις ανεπτυγμένες χώρες γενικά και ειδικότερα προς την Ευρώπη και την Ελλάδα δεν θα ανακοπεί, ακόμη και όταν υπάρχουν εκατόμβες θυμάτων στα νερά της Μεσογείου. Αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και η ζωή τους κινείται μεταξύ πείνας και φτώχιας δεν θα σταματήσουν να παίρνουν το ρίσκο της «παράνομης μετανάστευσης». Οι πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη αντί να αναζητούν την λύση στην πιό μαζική και συστηματική αστυνόμευση των συνόρων, καλύτερα θα ήταν να γίνουν καταλύτες για την προώθηση σε πλανητικό επίπεδο πολιτικών, οι οποίες διασφαλίζουν την ισόρροπη ανάπτυξη. Αυτό δεν μπορεί να γίνει όμως, όταν η κάθε χώρα μέλος ακολουθεί τη δική της με εθνικές προτεραιότητες μεταναστευτική πολιτική, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, ότι τα κράτη-μέλη επιβαρύνονται δυσανάλογα σε σχέση με τις δυνατότητες απορρόφησης μεταναστών λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Είναι το λιγότερο άδικο ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, να κάνουν επιλεκτική πολιτική σε σχέση με την υποδοχή μεταναστών ανάλογα με το επίπεδο ειδίκευσης και τις ανάγκες της εθνικής τους οικονομίας από το ένα μέρος και από το άλλο να αφήνουν τις επιπτώσεις της παράνομης μετανάστευσης ή καλύτερα μαζικής μετακίνησης πληθυσμών να τις υφίστανται οι περιφερειακές γωγραφικά χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Πρέπει να υπάρξει κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος. Παράλληλα σε επίπεδο πλανητικής διακυβέρνησης στο πλαίσιο για παράδειγμα των G 20 να κατανοήσουν οι πολιτικές ηγεσίες, ότι πρέπει να αναλάβουν στην πράξη τις ευθύνες τους απέναντι στην παγκόσμια κοινότητα. Δεν αρκεί να τις επικαλούνται μόνο, όταν θέλουν να προωθήσουν τους γεωστρατηγικούς τους σχεδιασμούς και οικονομικά συμφέροντα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους κραδασμούς και την προοπτική αποσταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής σε πλανητικό επίπεδο.

Εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη την ταχύτητα με την οποία κινείται ο χρόνος σε σχέση με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της (άνοδος στάθμης θαλασσών λόγω υπερθέρμανσης και τήξης των παγετώνων, αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων με ζηρασίες και πλημμυρικά φαινόμενα και τις επιπτώσεις τους στην αγροτική παραγωγή, κ.λ.π.) στον πλανήτη και ιδιαιτέρως στις κοινωνίες των χωρών με γεωστρατηγικό ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε οι πολιτικές τους ηγεσίες και όχι μόνο, πρέπει να προωθήσουν μια πιο δίκαιη πολιτική σε ό,τι αφροά την παγκόσμια ανάπτυξη. Για να έχει δε προοπτική η όποια αναπτυξιακή πολιτική, είναι βασική προϋπόθεση να συνδυάζεται και με αειφορική λογική σε σχέση με το περιβάλλον. Ειδάλλως οι μελλοντικές γενιές θα αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα στο πολλαπλάσιο.Και σε αυτές θα περιλαμβάνονται και οι μελλοντικές γενιές των ανεπτυγμένων χωρών.