Ευρωπαϊκή πυξίδα ή γεωπολιτικός ετεροκαθορισμός;

Κώστας Χλωμούδης 20 Νοε 2025

Η Ελλάδα σε σταυροδρόμι, μπροστά σε μια κρίσιμη στρατηγική καμπή.

Τις τελευταίες εβδομάδες η δημόσια συζήτηση γύρω από την ελληνική εξωτερική πολιτική έχει πυκνώσει, όχι χωρίς λόγο. Καταγράφεται σε σχόλια του διεθνούς και εθνικού τύπου, με σαφήνεια, μια ανησυχία που πλέον εκφράζεται ολοένα και πιο ανοιχτά: ότι η Ελλάδα δείχνει να απομακρύνεται σταδιακά από την πάγια στρατηγική της επιλογή υπέρ ενός «ευρωπαϊκού προσανατολισμού» και προσδένεται, με τρόπους ολοένα λιγότερο θεσμικά επεξεργασμένους, στις επιδιώξεις της Ουάσινγκτον.

Αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα προβληματικό εάν συνέβαινε στη βάση μιας συντεταγμένης, λεπτομερώς διαμορφωμένης στρατηγικής και προφανώς με την απαιτούμενη ευρωπαϊκή συνεννόηση. Αντιθέτως, όμως, φαίνεται να προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής λογικής που αντιμετωπίζει τη στενή σχέση με τις ΗΠΑ σχεδόν ως αυταξία – χωρίς συγκεκριμένα όρια, χωρίς ευρωπαϊκό συντονισμό και χωρίς αξιολόγηση των συνεπειών στο μακροπρόθεσμο στρατηγικό συμφέρον της χώρας.


1. Η διολίσθηση από το ευρωπαϊκό πλαίσιο: από επιλογή σε παραχώρηση

Η Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του 1980, είχε στον πυρήνα της εξωτερικής της πολιτικής την ευρωπαϊκή της αγκύρωση. Αυτό δεν ήταν μια απλή ρητορική επιλογή. Ήταν η συνειδητή αναγνώριση ότι η ευρωπαϊκή θεσμική δομή – με τον κανόνα δικαίου, τον μηχανισμό συνεννόησης, την αρχή της αμοιβαιότητας – παρείχε στη χώρα σταθερότητα και διαπραγματευτική δύναμη που δεν θα μπορούσε να αποκτήσει αλλιώς.

Στο υπόβαθρο της κριτικής μας, είναι η εκτίμησή μας ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική εμφανίζεται «όλο και λιγότερο ευρωπαϊκή», όχι επειδή διαφοροποιείται συνειδητά, αλλά επειδή εκχωρεί σταδιακά τον θεσμικό της ρόλο. Σε μια Ευρώπη όπου τα κράτη-μέλη προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις με θέσεις που προκύπτουν από διαβούλευση, τεκμηρίωση και εσωτερική νομιμοποίηση, η Ελλάδα θα έρχεται, σε θέματα ειδικού αλλά σημαντικού ενδιαφέροντος, με «Τετελεσμένα».

Αυτή η μετατόπιση δεν είναι θεωρητική· αποτυπώνεται σε κινήσεις, δημόσιες τοποθετήσεις και στη γενικότερη στάση της κυβέρνησης σε ζητήματα στρατηγικού ενδιαφέροντος — από την ενεργειακή πολιτική έως τις διπλωματικές επαφές στα Βαλκάνια, και από τη ναυτιλιακή ρύθμιση έως τις σχέσεις με την Τουρκία.


2. Η νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ και η ενίσχυση μιας ανισόρροπης σχέσης

Η συμπεριφορά και οι δημόσιες τοποθετήσεις της νέας πρέσβειρας των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα έχουν αναδείξει ακόμη περισσότερο αυτή τη μεταβαλλόμενη δυναμική. Σε σύντομο χρονικό διάστημα από την ανάληψη των καθηκόντων της, έχει προβεί σε μια σειρά από παρεμβάσεις που δεν θυμίζουν κλασική διπλωματική στάση «ουδέτερου εταίρου», αλλά περισσότερο λειτουργούν σαν διακηρύξεις πολιτικής γραμμής — ενίοτε μάλιστα με τόνο καθοδηγητικό.

Οι συνεχείς δημόσιες αναφορές της για την αναγκαιότητα «ευθυγράμμισης» της Ελλάδας με συγκεκριμένες αμερικανικές ενεργειακές και αμυντικές προτεραιότητες, η εμφανής της σπουδή να παρέμβει σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής και η προβολή των αμερικανικών επενδυτικών σχεδίων όχι απλώς ως οικονομικών ευκαιριών, αλλά σχεδόν ως επιβεβλημένης στρατηγικής επιλογής, δημιουργούν μια εικόνα ενισχυμένης αμερικανικής παρουσίας που υπερβαίνει τα συνήθη διπλωματικά όρια.

Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι η πρέσβειρα. Οι διπλωμάτες προωθούν το συμφέρον της χώρας τους — και αυτό ακριβώς κάνει. Το ζήτημα είναι η ελληνική πλευρά:
πώς ανταποκρίνεται; θέτει όρια; αξιοποιεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο ως φίλτρο και ως σταθεροποιητή;

Όλο και περισσότερο η απάντηση μοιάζει να είναι «όχι». Η κυβέρνηση φαίνεται να υιοθετεί τις αμερικανικές θέσεις ως δεδομένες, χωρίς συστηματική διαβούλευση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και χωρίς μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να λαμβάνει υπόψη τις μακροπρόθεσμες συνέπειες.

Και όσο η αμερικανική διπλωματία στη χώρα εμφανίζεται δυναμική, τόσο η ελληνική φαίνεται παθητική — σχεδόν πρόθυμη να επιβεβαιώσει τον ρόλο της Ελλάδας ως «προκεχωρημένου φυλακίου» των ΗΠΑ στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, χωρίς την παραμικρή στρατηγική ανάλυση για το τι σημαίνει αυτό για τις σχέσεις με την ΕΕ, για τη συνοχή της ευρωπαϊκής πολιτικής ή για τη μελλοντική διαπραγματευτική θέση της χώρας.


3. Οι μεσο-μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι: από την απώλεια αυτονομίας στη θεσμική περιθωριοποίηση

Η υπερβολική ευθυγράμμιση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ – ιδίως όταν δεν συνοδεύεται από διαβούλευση και συντονισμό με τους ευρωπαϊκούς εταίρους – δεν είναι απλώς επικοινωνιακό ή διπλωματικό θέμα. Είναι ζήτημα στρατηγικού προσανατολισμού με σαφείς μεσο-μακροπρόθεσμους κινδύνους:

1. Απώλεια θεσμικού βάρους εντός της ΕΕ
Μια χώρα που φαίνεται να δρα «εκτός ευρωπαϊκής κατεύθυνσης» χάνει βαθμηδόν την αξιοπιστία της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η ΕΕ λειτουργεί στη βάση της συνεννόησης, των συμβιβασμών και της συμμετοχής. Κράτη που εμφανίζονται να κινούνται με ετεροκαθορισμό, και μάλιστα από τρίτες δυνάμεις, σταδιακά περιθωριοποιούνται — όχι ως τιμωρία, αλλά ως φυσική εξέλιξη της πολιτικής λογικής. Οι εταίροι παύουν να την αντιμετωπίζουν ως ισότιμο συνομιλητή και μειώνεται η δυνατότητά της να επηρεάζει αποφάσεις σε κρίσιμους τομείς.

2. Μείωση στρατηγικής αυτονομίας
Η Ελλάδα είχε διαχρονικά τη δυνατότητα να αξιοποιεί την ευρωπαϊκή της ιδιότητα ως διαπραγματευτικό εργαλείο. Η υπερβολική πρόσδεση στην αμερικανική πολιτική, χωρίς αντίβαρο, την καθιστά πιο ευάλωτη και λιγότερο ικανή να ασκήσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Μειώνει τα περιθώρια στρατηγικών ελιγμών της χώρας. Δεν γίνεσαι ισχυρότερος όταν εξαρτάσαι από έναν μόνο πόλο ισχύος — γίνεσαι προβλέψιμος και τελικά παρακαμπτέος. Δεν ενισχύει το ελληνικό διαπραγματευτικό κεφάλαιο — το μικραίνει. Διότι σε αντίθεση με την ΕΕ, οι ΗΠΑ δεν προσφέρουν θεσμική συμμετοχή, δεν παρέχουν μηχανισμούς συνεκτίμησης μικρότερων κρατών και δεν λειτουργούν στη λογική του κοινού συμφέροντος. Η σχέση είναι εξ ορισμού ασύμμετρη.

3. Επικίνδυνη γεωπολιτική «στράτευση»
Με τις διεθνείς ισορροπίες να αλλάζουν, η Ελλάδα δεν έχει λόγο να αναπτύσει πολιτικές που δημιουργούν κίνδυνο στρατηγικής απομόνωσης σε κρίσιμες περιφερειακές εξελίξεις. Από την Ενεργειακή Μετάβαση έως τη ναυτιλιακή πολιτική και από τη Μεσόγειο έως τα Δυτικά Βαλκάνια, η Ελλάδα έχει ανάγκη τη συλλογική ευρωπαϊκή ισχύ για να διασφαλίσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Το κόστος μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης, προοπτικά, ευρωπαϊκών και αμερικανικών προτεραιοτήτων θα το επωμιστεί η Αθήνα. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα μιλάμε απλώς για πρόβλημα στρατηγικής.

4. Μακροπρόθεσμη θεσμική υποβάθμιση
Αν η Ελλάδα επενδύει σε μια σχέση που δεν προσφέρει θεσμικούς μηχανισμούς συμμετοχής και ελέγχου – όπως κάνουν οι ΗΠΑ – χάνει την ασφάλεια που παρέχει η συμμετοχή σε μια ένωση ισοτιμίας, όπως η ΕΕ. Η θεσμική ασφάλεια είναι η πραγματική εγγύηση σταθερότητας, όχι η κατά καιρούς εύνοια μιας υπερδύναμης. Γιατί τελικά αυτή η προοπτική αποδυναμώνει τον ίδιο τον χαρακτήρα της ελληνικής στρατηγικής. Μια εξωτερική πολιτική χωρίς ευρωπαϊκό πυρήνα χάνει τον θεσμικό της προσανατολισμό. Μια πολιτική που λειτουργεί με βάση τις ανάγκες τρίτων χάνει τον εθνικό της ορίζοντα. Και μια πολιτική που αναζητά ασφάλεια σε διμερείς σχέσεις, αντί σε θεσμούς, χάνει τη δυνατότητα μακρόπνοης προβλεψιμότητας

Η κριτική στην τρέχουσα κυβερνητική πολιτική δεν αφορά την επιθυμία συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κανείς δεν υποστηρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να απομακρυνθεί από μια ισχυρή και παραδοσιακή σχέση. Το πρόβλημα έγκειται στο πώς αντιλαμβάνεται σήμερα η κυβέρνηση αυτή τη συνεργασία: όχι ως ισότιμη σχέση στην οποία η χώρα αξιοποιεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο ως πολλαπλασιαστή ισχύος, αλλά ως σχεδόν άκριτη υιοθέτηση αμερικανικών προτεραιοτήτων, ακόμα κι όταν αυτές δεν διασταυρώνονται με τα ελληνικά συμφέροντα.

Η κυβέρνηση, στην πράξη, κινείται σε αυτή την κατεύθυνση χωρίς να παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη στρατηγική αποτίμηση των κινδύνων. Η δημόσια συζήτηση συχνά περιορίζεται σε επιφανειακές αναφορές περί «ενίσχυσης των στρατηγικών δεσμών» ή «αναβάθμισης της γεωπολιτικής θέσης», χωρίς να αξιολογεί ποιος θέτει την ατζέντα, ποιος ωφελείται και ποιος τελικά πληρώνει το στρατηγικό κόστος.

Σε αντίθεση με αυτή τη λογική, το ευρωπαϊκό πλαίσιο —παρά τις αντιφάσεις του— προσφέρει ακριβώς αυτό που η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ: σταθερότητα, θεσμικότητα, συλλογικότητα και ένα περιβάλλον όπου η φωνή ακόμη και μικρών κρατών έχει πραγματικό βάρος. Η απομάκρυνση από αυτό το πλαίσιο δεν είναι δείγμα στρατηγικής αυτονομίας· είναι δείγμα στρατηγικής αδυναμίας.


4. Η ανάγκη για στρατηγική επανατοποθέτηση: ούτε ρήξη ούτε υποταγή — ισορροπία

Η Ελλάδα δεν καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Καλείται όμως να ξεκαθαρίσει ότι η στρατηγική της πυξίδα είναι ευρωπαϊκή — και ότι η συνεργασία με τις ΗΠΑ πρέπει να αποτελεί προέκταση, όχι υποκατάστατο, του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου. Χρειάζεται να ξαναβρεί τη χαμένη ισορροπία:
✔ συνεργασία με τις ΗΠΑ,
✔ συμμετοχή στις ευρωατλαντικές δομές,
αλλά πάνω σε θεμέλιο την ευρωπαϊκή θεσμική αγκύρωση.

Η Ελλάδα είναι ισχυρή όταν είναι ευρωπαϊκή — και συνεργαζόμενη. Όχι όταν γίνεται προβλέψιμη, ούτε όταν λειτουργεί ως δορυφόρος. Η Ελλάδα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται μια εξωτερική πολιτική που να αντλεί δύναμη από την Ευρώπη — όχι να απομακρύνεται από αυτήν. Μόνο έτσι μπορεί να διασφαλίσει ότι οι επιλογές της θα υπηρετούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της και όχι τις ανάγκες άλλων.

Αν αυτή η αρχή υποβαθμιστεί, οι κίνδυνοι είναι σαφείς: απώλεια διεθνούς ρόλου, εξασθένηση θεσμικής ισχύος, μείωση διαπραγματευτικής ικανότητας και τελικά στρατηγική ετερονομία.

Το στοίχημα των επόμενων ετών είναι αν θα διατηρήσει αυτή τη στρατηγική ωριμότητα ή αν θα προσαρμοστεί στην εύκολη λύση μιας μονοδιάστατης εξάρτησης που προσφέρει επικοινωνιακά στη συγκυρία κάποιους πόντους αλλά μακροχρόνια υπονόμευση της χώρας.


Επίλογος

Η κυβέρνηση οφείλει να θυμηθεί ότι οι διεθνείς σχέσεις δεν είναι παιχνίδι εντυπώσεων.
Είναι παιχνίδι ισχύος — και η πραγματική ισχύς της Ελλάδας απορρέει από:

  • τη θεσμική της ένταξη,
  • τη συμμετοχή της στη λήψη αποφάσεων,
  • τον ρόλο της εντός της ΕΕ,
    όχι από την εύνοια μιας υπερδύναμης που αλλάζει προτεραιότητες ανά τετραετία.

Η Ελλάδα χρειάζεται εξωτερική πολιτική που να βλέπει πενταετίες και δεκαετίες μπροστά — όχι εβδομάδες.
Και αυτή η πολιτική δεν μπορεί παρά να έχει ως πυξίδα την Ευρώπη.