Ευρωσκεπτικισμός

Χρίστος Αλεξόπουλος 22 Ιουν 2014

Η προεκλογική περίοδος για τις Ευρωεκλογές τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν αποκαλυπτική όχι μόνο για το μέλλον της γηραιάς ηπείρου αλλά και για τα αίτια του ευρωσκεπτικισμού, ο οποίος ακολουθεί ανοδική πορεία.

Αρκεί να λάβουμε υπόψη τις τηλεμαχίες των διεκδικητών της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και το περιεχόμενο της πολιτικής αντιπαράθεσης σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική σε εθνικό επίπεδο. Και στις δυο περιπτώσεις βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα πολιτικής παρακμής.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η τοποθέτηση του Έλληνα διεκδικητή της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με τα αίτια της ανόδου του ευρωσκεπτικισμού. «Η άνοδος του Ευρωσκεπτικισμού έχει αιτίες και υπαίτιους. Εμείς λέμε, ότι την Ευρώπη πρέπει να την σώσουμε αλλάζοντας πολιτική, όχι εμμένοντας στις καταστροφικές πολιτικές λιτότητες». Είναι εμφανές, ότι το πρόβλημα της Ευρώπης, σύμφωνα με αυτή την τοποθέτηση, επικεντρώνεται στον χώρο της οικονομίας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι υπόλοιποι διεκδικητές, διαφοροποιούμενοι μόνο ως προς την ποσόστωση μεταξύ λιτότητας ή καλύτερα δημοσιονομικής πειθαρχίας και ανάπτυξης. Βεβαίως τέθηκε και το θέμα του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ανάγκης ελέγχου του.

Πέρα από την οικονομική διάσταση της τηλεμαχίας έγιναν αντικείμενο συζήτησης και άλλα θέματα, όπως είναι το μεταναστευτικό, η ουκρανική κρίση, κινήσεις ανεξαρτητοποίησης σε Καταλονία και Σκωτία, οι θρησκευτικές ελευθερίες, ενώ τέθηκε και το πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος κοινοποίησαν οι υποψήφιοι πρόεδροι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πως οραματίζονται την Ευρώπη. Αυτό τους έδωσε την ευκαιρία για γενικόλογες ονειροφαντασιές χωρίς συγκεκριμενοποίηση του τρόπου πραγμάτωσης τους. Βεβαίως δύο φράσεις του υποψήφιου των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών έθεσαν δύο σημαντικές πλευρές του ευρωπαϊκού προβλήματος. . Ο Μάρτιν Σούλτς είπε «Οι πολίτες περιμένουν μια διαφορετική Ευρώπη. Αυτό που χάσαμε ήταν το μεγαλύτερο κεφάλαιο της Ε.Ε.: Η εμπιστοσύνη» και με αφορμή τις κινήσεις ανεξαρτητοποίησης σε Καταλονία και Σκωτία: «Δεν είμαστε ομοσπονδιακό κράτος, αλλά ένωση κυρίαρχων κρατών. Άρα η Ε.Ε. δεν είναι σε θέση να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό».

Πράγματι οι πολίτες της «ένωσης των κυρίαρχων κρατών» έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε αυτό το υπερεθνικό μόρφωμα, το οποίο βλέπουν με μεγάλη καχυποψία το λιγότερο. Ο ευρωσκεπτικισμός όμως δεν εκδηλώνεται μόνο με την έλλειψη εμπιστοσύνης γενικά και αόριστα σε σχέση με την δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κατοχυρώσει και να εγγυηθεί την ευημερία σε όλους. Ακόμη δεν είναι ορατή αυτή η προοπτική. Πολύ περισσότερο διαφαίνεται η ύπαρξη ανισομερούς ανάπτυξης μεταξύ Βορρά και Νότου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής των πολιτών του Ευρωπαϊκού Νότου, ο οποίος πλήττεται με βίαιο τρόπο από την οικονομική κρίση. Διαμορφώνονται μάλιστα συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, διότι η φτωχοποίηση κινείται στα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης. Καταρρέει το κοινωνικό κράτος και τίθεται σε κίνδυνο το πιο σημαντικό αγαθό, το οποίο είναι η υγεία, ενώ ταυτοχρόνως η νέα γενιά του Ευρωπαϊκού Νότου νιώθει, ότι δεν έχει μέλλον στην κοινωνία αναφοράς της. Ακόμα και νέοι, πτυχιούχοι πανεπιστημιακών σχολών, παίρνουν το δρόμο της μετανάστευσης και μάλιστα με κατεύθυνση τον Ευρωπαϊκό Βορρά. Πώς να μην χάνει την εμπιστοσύνη του στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο απλός πολίτης;

Ταυτοχρόνως ο ευρωσκεπτικισμός μεγαλώνει, διότι οι πολίτες βλέπουν ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο πελαγοδρομεί και οχυρώνεται πίσω από μία λογική εθνικής αντιμετώπισης των προβλημάτων, ακόμη και αν είναι οφθαλμοφανές, ότι έχουν συστημικό χαρακτήρα και αφορούν σε μεγάλο βαθμό λάθη και ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος στην μέχρι τώρα διαχείριση της ευρωπαϊκής πορείας. Οι πολίτες αρχίζουν να μην εμπιστεύονται και το πολιτικό σύστημα, ως προς την ικανότητα του να διαχειρισθεί την οικοδόμηση της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αδυναμία προώθησης της πολιτικής ενοποίησης και της διαμόρφωσης ενιαίας οικονομικής πολιτικής, η οποία θα εκτείνεται στο σύνολο της Ευρώπης ή τουλάχιστον της Ευρωζώνης. Αρκετοί πολιτικοί επισημαίνουν αυτή την ανάγκη, αλλά τοποθετούν την αντιμετώπιση της στην προοπτική του χρόνου.

Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι ο προσανατολισμός στην εσωστρέφεια και η ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ελλάδας. Σε συνδυασμό βεβαίως με τις οδυνηρές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και το κλίμα που δημιουργείται μεταξύ της κοινωνίας και της κυβέρνησης, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την αδυναμία συμπόρευσης της χώρας με τη δυναμική της εξέλιξης στον ανεπτυγμένο Βορρά σε λειτουργικό χρόνο και ταυτοχρόνως αδυναμία πραγματοποίησης μεταρρυθμίσεων. Η κατάσταση μάλιστα γίνεται άκρως επικίνδυνη, όταν αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες για τη χώρα, ώστε να γίνει παραγωγική στο πλαίσιο μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Η πραγματικότητα μετασχηματίζεται συνεχώς. Όσο δε προχωρούμε προς το μέλλον η ταχύτητα αυτής της διαδικασίας αυξάνεται και όσες κοινωνίες παραμένουν στατικές ή κινούνται με αργούς ρυθμούς, αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα, τα οποία άπτονται της βιωσιμότητας τους.

Μια άλλη μορφή έκφρασης του ευρωσκεπτικισμού είναι η αναβίωση αρνητικών στερεότυπων του παρελθόντος. Αρνητικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής των ευρωπαϊκών κοινωνιών υποστασιοποιούνται σε τέτοιο βαθμό, ως εάν αφορούν στο παρόν. Αρκεί να λάβουμε υπόψη τις παρομοιώσεις της καγκελαρίου της Γερμανίας με το Χίτλερ με αφορμή την πολιτική, την οποία προωθεί η γερμανική κυβέρνηση σε συνεργασία με τον σκληρό πυρήνα του Βορρά για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Αυτά τα φαινόμενα όμως είναι επικίνδυνα και οδηγούν στην διαμόρφωση πολύ αρνητικού κλίματος μεταξύ των λαών της γηραιάς ηπείρου. Και δεν είναι μόνο αυτό. Δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την κυριαρχία της λογικής της συλλογικής ευθύνης, ενώ ταυτοχρόνως διαμορφώνεται μια πλασματική εικόνα της πραγματικότητας. Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στα υψηλά ποσοστά της Χρυσής Αυγής στις αυτοδιοικητικές εκλογές του πρώτου γύρου στις 18 Μαΐου 2014. Το κακό είναι, ότι αυτή την παραμορφωτική οπτική προσέγγισης της πολιτικής πραγματικότητας χρησιμοποιούν πολιτικά κόμματα για την διαμόρφωση κλίματος. Το εφήμερο πολιτικό όφελος αποτελεί το βασικό κριτήριο και όχι οι επιπτώσεις στις σχέσεις των ευρωπαϊκών λαών και στην οικοδόμηση της Ευρώπης. Οπότε είναι αυτονόητη η μη ανάπτυξη ευρωπαϊκών δομών στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών. Οι λίγες που υπάρχουν, δεν παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην προσέγγιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Βεβαίως ο ευρωσκεπτικισμός δεν γεννήθηκε ξαφνικά με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ή την ύπαρξη καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος με την πολιτική ενοποίηση και την κοινή οικονομική πολιτική. Σίγουρα έχουν συμβάλλει και αυτές οι παράμετροι. Όμως το πρόβλημα έχει την αφετηρία του στην αρχή του εγχειρήματος και κλιμακώθηκε στη διαδρομή. Το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης δεν υπερέβη τα όρια οικονομικών και πολιτικών ελίτ, των οποίων υπήρξε κατασκεύασμα, χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών. Ακόμη και το Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών κοινωνιών, έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα και νομιμοποιητικό ρόλο αποφάσεων, οι οποίες λαμβάνονται από τις ηγεσίες των κυβερνήσεων των κρατών-μελών. Γι’αυτό ο Μάρτιν Σούλτς επεσήμανε, ότι «δεν είμαστε ομοσπονδιακό κράτος, αλλά ένωση κυρίαρχων κρατών». Βεβαίως αυτή η εθνική κυριαρχία ισχύει κάτω από προϋποθέσεις. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, οι πολίτες της Ευρώπης μένουν αμέτοχοι, ενώ τους χαρακτηρίζει η άγνοια σε σχέση με ευρωπαϊκά θέματα. Η δημοκρατία σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ζητούμενο. Γι’αυτό και τα κόμματα στις ευρωεκλογές επωφελούνται για να κάνουν εθνική πολιτική. Η ευθύνη τους για αυτή τη στρέβλωση είναι τεράστια και πρέπει να αλλάξουν πορεία, πριν είναι αργά για την ευρωπαϊκή προοπτική. Ειδάλλως η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης θα θέσει στο περιθώριο τις αδύναμες ευρωπαϊκές χώρες, όταν λειτουργούν ως ξεχωριστές οντότητες. Ακόμα και ως υπερεθνικό μόρφωμα η Ευρώπη προς το παρόν είναι αδύναμη, διότι δεν έχει συνοχή και επικρατούν λογικές, οι οποίες υπηρετούν βραχυπρόθεσμες εθνικές σκοπιμότητες.

Παράλληλα τόσο το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα όσο και η γραφειοκρατία των Βρυξελών αδυνατούν να κατανοήσουν, ότι για να υπάρχει ευρωπαϊκή συνοχή είναι απαραίτητη η ουσιαστική διαπολιτισμική προσέγγιση και όσμωση στο πλαίσιο ευρωπαϊκών δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες πρέπει να αναπτύσσουν δράση για τα σύγχρονα προβλήματα της ευρωπαϊκής και πλανητικής πραγματικότητας. Δεν αρκεί η αναφορά στην Ελληνική αρχαιότητα και στην Αναγέννηση. Η παγκοσμιοποίηση και η κυριαρχία της κοινωνίας του θεάματος έχουν περιθωριοποιήσει τις πολιτισμικές αξίες της ευρωπαϊκής παράδοσης. Δυστυχώς μέχρι τώρα η όποια δραστηριοποίηση παρατηρείται σε αυτόν τον τομέα, στοχεύει στην εγκυκλοπαιδική προσέγγιση του παρελθόντος και προσπαθεί να αναδείξει μέσα από αυτή την κοινή ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα. Και ενώ αυτό προωθείται από τη γραφειοκρατία των Βρυξελών, όταν υπάρχει κατάσταση κρίσης έστω και σε ένα τμήμα της Ευρώπης, αρχίζει άμεσα η αποστασιοποίηση των κοινωνιών μεταξύ τους. Η έννοια της αλληλεγγύης των λαών της Ευρώπης ταξιδεύει μόνο στα όνειρα αυτών, που την επικαλούνται.

Η κοινή ευρωπαϊκή πορεία έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο και τα χρονικά περιθώρια για τη λήψη αποφάσεων στενεύουν απελπιστικά. Εάν το πολιτικό σύστημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν κινηθεί αποφασιστικά, θα αρχίσει η διαδικασία της ευρωπαϊκής αποσύνθεσης. Ήδη ο ευρωσκεπτικισμός αρχίζει να αποκτά διαστάσεις πλειοψηφικού ρεύματος. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ιδιαιτέρως αυτές των ισχυρών (πληθυσμιακά, πολιτικά, οικονομικά) χωρών πρέπει να σκεφθούν και να αποφασίσουν με ευρωπαϊκά κριτήρια και όχι με την παρεμβολή εθνικών παρωπίδων. Πάνω από όλα όμως επιβάλλεται και η ενεργοποίηση των δομών της κοινωνίας πολιτών και μάλιστα με σκληρή κριτική στο πολιτικό σύστημα. Πρέπει και οι κοινωνίες να πάρουν τις ευθύνες τους και να συμμετάσχουν στο σχεδιασμό του μέλλοντος. Η ευρωπαϊκή διανόηση πρέπει να συμβάλλει με την δραστηριοποίηση της στο πλαίσιο της κοινωνίας πολιτών. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Η δυναμική της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο δεν θα περιμένει τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας στην Ευρώπη, η οποία προς το παρόν δεν δείχνει να συνυπολογίζει την παράμετρο του χρόνου στη λήψη αποφάσεων.