P. D. James: Ο Φάρος

Αντώνης Γκόλτσος 20 Δεκ 2014

P. D. James (1920- ) “Ο Φάρος” – 2005 (ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ) (“The lighthouse”) Λίγο απότομο, ή και αιρετικό, για εισαγωγικό σχόλιο, αλλά να το τολμήσω: Γιατί ο “Φάρος” δίνει την εντύπωση του deja vu; Τουλάχιστον για κάποιον που έχει πρόσφατα διατρέξει, καταφέρει, μελετήσει -και πάντως όχι αναρρώσει από- τον “Θάνατο στην Ιερατική Σχολή”, πάλι της James (η επιλογή των ρημάτων έχει να κάνει με το ογκώδες των βιβλίων της James, όχι με το ειδικό τους “βάρος” στην Αστυνομική Λογοτεχνία, που είναι, ασφαλώς, εξαιρετικά σημαντικό). Το απόμακρο Σεντ Άνσελμς στις αφιλόξενες ακτές της Ανατολικής Αγγλίας, στην “Ιερατική Σχολή”, έχει υποκατασταθεί από το εξ ίσου εξοστρα-κισμένο νησί Κομπ, κοντά στις εξ ίσου αφιλόξενες ακτές της Κορνουάλης, στον “Φάρο”. Όπως και εκεί, έτσι και στον “Φάρο”, το έγκλημα περιγράφεται δεν διαπράττεται και ο περίγυρος των υπόπτων, είναι ασφυκτικά κλειστός, αφού το περιορισμένο -έως κλειστόφοβο- περιβάλλον, στο οποίο κινούνται και οι δύο ιστορίες, αποκλείει τον τρίτο ή τον εξωτικό. Κι έπειτα είναι η κατα-πληκτική ομοιότητα με τους ήρωες της Rendell, της άλλης σύγχρονης ιέρειας της Αγγλικής Αστυνομικής Λογοτεχνίας και στενής φίλης της James. Επιχειρησιακά, ο Διοικητής Νταλγκλίς της James είναι ο αντικατοπτρισμός του Επιθεωρητή Γουέξφορντ της Rendell. H επιθεωρητής Μίσκιν, πρώτη βοηθός του Νταλγκλίς είναι περίπου ομοιότυπη της αστυνόμου Γκόλτσμιθ, πρώτης βοηθού του Γουέξφορντ, και ο “δεύτερος”, o υπαστυνόμος Μπέντον της James μοιράζεται πολλά με τον υπαστυνόμο Μπατατσάρια της Rendell (μεταξύ άλλων, και την κοινή ινδική καταγωγή τους!). Κι’ έπειτα η James διαθέτει την αίσθηση της τάξης ενός εντομολόγου. Στο πρώτο πέμπτο του βιβλίου, τίποτε δεν συμβαίνει. Είναι οι σελίδες των συστάσεων. Η James γνωρίζει στον αναγνώστη τους βασικούς της ήρωες. Η κίνησή τους είναι παράλληλη, σε κανένα σημείο δεν τέμνονται. Μαθαίνουμε γι’ αυτούς, σαν σε έντιμη εξομολόγηση που τα θέλει όλα στο φως, χτίζοντας χαρακτήρες, φράση με τη φράση, σαν για να αποκλειστεί η έκπληξη. Ξεκινώντας το δεύτερο πέμπτο, τα πιόνια είναι στη σκακιέρα. Και σε άψογη στοίχιση. Μια στοίχιση που θα διαταραχτεί επικίνδυνα, ιδιαίτερα στο τελευταίο τρίτο του βιβλίου, όπου ο αναγνώστης, όχι σπάνια ασθμαίνων, θα κληθεί να μετα-κινείται μέσα στο παζλ των οικίσκων του Κομπ και της όχι ιδιαίτερα ολιγομελούς ομάδας των υπόπτων. Ο γενναίος αναγνώστης που θα αποφασίσει να ακολουθήσει την James στον αδιάκοπο στροβιλισμό της, θα αισθανθεί τη μεγάλη Αγγλίδα να επικαλείται κάποιο χέρι βοήθειας, όταν καλείται να αποκαλύψει τον δράστη. Που, τελικά, θα της προσφέρει, μάλλον γενναιόδωρα, η έμπνευση του σε πυρετικό παραλήρημα διατελούντος Νταλγκλίς. Δεδομένων των μέχρι εκείνη τη στιγμή ενδείξεων, η ταυτοποίηση του ενόχου ριμάρει με το αυθαίρετο, και το συμπέρασμα που θα επιτρέψει τον εντοπισμό του κλείνει ελαφρά το μάτι στην κατανόηση του αναγνώστη. Κι’ όμως, θα ήταν πολύ εύκολο να δοθούν περισσότερες ενδείξεις για την ταυτότητα του δράστη, στις κάποιες τριακόσιες σελίδες που προηγούνται της αποκάλυψης. Αλλά ηJames το αποφεύγει. Γιατί είναι έξω από τη λογική της μεγάλης Αγγλίδας; Ή γιατί, ακριβώς, θα ήταν πολύ εύκολο; Αναπότρεπτα, σκέπτεται κανείς ένα συγγενές στοιχείο, στον “Θάνατο στην Ιερατική Σχολή”. Περίπου το ίδιο ανεξήγητα, προς το τέλος του βιβλίου, η ιστορία “εμπλουτίζεται” με κάποιες σελίδες εξεζητημένα έντονης δράσης. Και στα δύο βιβλία μοιάζει να επιχειρείται η διαφυγή από το αδιέξοδο και η απόπειρα δημιουργίας του αναγκαίου κρεσέντο πριν από το τέλος. Οι ήρωες της James χαρακτηρίζονται από μία “προτεσταντική” αίσθηση του καθήκοντος, της εργασιομανίας και της επιμέλειας. Και του λίγου, του περιορισμένου. Ο πλούτος, και ακόμα λιγότερο η επίδειξή του, δεν έχουν θέση στη James. Οι χαρακτήρες, οι κινήσεις, η γλώσσα, το τοπίο, αποπνέουν το ασκητικό. Μία αυστηρότητα που επιτρέπει συλλογισμούς του τύπου “Οι περισσότεροι επιτυχημένοι γάμοι είναι εκείνοι που βασίζονταν στην αίσθηση και των δύο εταίρων πως έχουν πετύχει ό,τι το καλύτερο για τους εαυτούς τους” (Σελ. 55), ή, “Η λύπη, κι η αληθινή ακόμα μπορούσε να αποδειχτεί ως το πιο υποκριτικό συναίσθημα και σπανίως δεν παρουσίαζε επιπλοκές. Ήταν πιθανό να πενθείς για το θάνατο του ταλέντου ενός ανθρώπου και την ίδια στιγμή να χαίρεσαι για το θάνατο του ίδιου του ανθρώπου” (Σελ. 214), ή “Δεν ήταν άνθρωπος που θα μπορούσε να ανεχτεί να τον συμπαθούν. Ποτέ δεν πίστεψα ότι η μεγαλοφυϊα έχει δικαίωμα να συμπεριφέρεται άσχημα” (Σελ. 337). Η ιδιωτική ζωή, και οι όποιες ηδονές την περιβάλλουν, έρχονται σε έκτη προτεραιότητα, απουσία έβδομης. Όσο για τις ερωτικές αναφορές, το βέβαιο είναι ότι ηJames δεν διεκδικεί δάφνες. Έχει γραφεί “δεν νομίζω ότι η James αισθάνεται τρομακτικά άνετα όταν γράφει για το σεξ”. Προεξοφλεί κανείς, έως στοιχηματίζει, ότι η μεγάλη Αγγλίδα κυρία θα έρεπε προς στην εξαφάνιση, και μόνο στη θέα του Izzo… Βέβαια, η γοητεία, η γοητεία του γκρι, η γοητεία της “φωτογραφικής” James είναι εκεί: ”Όταν όμως έπεφτε η νύχτα, η θέα μεταμορφωνόταν και τα φώτα τής έδιναν μια όψη άυλη και μυστηριακή. Οι φωτεινοί σηματοδότες που άλλαζαν, τα αυτοκίνητα που γλιστρούσαν σαν αυτοματοποιημένα πάνω σε υγρούς δρόμους και οι ψηλοί γερανοί με το μοναδικό τους φως στην κορυφή που μεταμορφώνονταν σε αλογάκια της Παναγίας, σε Κύκλωπες γκροτέσκους, νυκτερινούς. Αεροπλάνα κατέ-βαιναν αθόρυβα στο Χίθροου από έναν κυανόμαυρο ουρανό, μωλωπισμένο από άσχημα σύννεφα και, καθώς πύκνωνε το σούρουπο, πάτωμα πάτωμα, σαν ύστερα από κάποιο σινιάλο, τα φώτα άναβαν στα διαμερίσματα των πύργων” (Σελ. 38), ή “Τώρα καθόταν μόνος, κοιτάζοντας τη ραγάδα με το φως, παίρνοντας τις αποστάσεις του από τον τρόμο, και σιγά σιγά πλησίασε την άκρη του κρεβατιού και, σέρνοντας τα βήματά του ως το παράθυρο, άνοιξε τα παραθυρόφυλλα στην τεράστια πανοπλία των άστρων και της απαστράπτουσας θάλασσας” (Σελ. 108), ή “Ήταν ένα εκκεντρικό λιθόκτιστο οικοδόμημα με δύο πτέρυγες κι ένα βαρύγδουπο κεντρικό πύργο που έμοιαζε με κάστρο σε τέτοιο σημείο, ώστε η έλλειψη των επάλξεων να μοιάζει με αρχιτεκτονικό σφάλμα” (Σελ. 139), ή “Το πάνω μέρος του ενός παραθύρου ήταν ανοιχτό και οι λεπτές κρεμ κουρτίνες, κλειστές, φούσκωναν παράξενα σαν μια αναπνοή δύσκολη” (Σελ. 147), ή της James “τοπιογράφου”: “Πέρα από τα ήρεμα νερά του λιμανιού η θάλασσα ήταν ρυτιδωμένη. Σηκωνόταν άνεμος κι έφερνε μαζί του μυρωδιές νησιώτικες. Μυρωδιές της θάλασσας, του χώματος, τα πρώτα ελαφρά ίχνη του φθινοπώρου. Εύθραυστα νέφη, σαν τσαλακωμένα χαρτιά, έτρεχαν στον ουρανό του πρωινού” (Σελ. 357), ή της “μεταφυσικής” James, που στα 85 της, γράφει: “…ήταν σχεδόν αδύνατο να πιστέψει ότι αυτή η ξυλιασμένη μάζα από σάρκα, οστά και μυς, υπήρξε κάποτε ζωντανή. Κανένα ζώο δεν είναι ποτέ τόσο νεκρό όσο ένας άνθρωπος. Μήπως επειδή μ’ αυτό το τελειωτικό πάγωμα επέρχεται πέρα από το τέλος στα ζωώδη πάθη και στις ορέξεις της σάρκας, η ολοκληρωτική αναίρεση του ανθρώπινου μυαλού; ” (Σελ 151). Ο λυρισμός της James περίπου εξαντλείται στο τοπίο, όπου ο αναγνώστης θα αναζητήσει λίγο οξυγόνο, αφού οι χαρακτήρες της είναι κατά κανόνα σύννοες, βαρείς, σοβαροί, υπαινικτικοί όταν σε δημόσια έκθεση, συγκρατημένοι έως αυτολογοκρινόμενοι στις ιδιωτικές τους σχέσεις. Κάποια παραχώρηση στα σπάνια, αλλά εξαίρετης ποιότητας, ψήγματα χιούμορ. Μιλάει η μις Χόλκομπ: “Συνήθως, μετά την παρτίδα του σκραμπλ, πίνουμε ένα ποτήρι κρασί. Υποθέτω πως δεν χρειάζεται καν να σας το προτείνω. Δεν υπάρχει κάποιος κανονισμός νομίζω που λέει να μην εκτίθεσθε πίνοντας με τους υπόπτους;” (Σελ. 251), ή, μιλάει η μαγείρισσα κα Πλάνκετ, αναφερόμενη σε έναν πρωθυπουργό, παλαιό επισκέπτη στο νησί: “Πέρασε ώρες ολόκληρες καθισμένος σε τούτο το τραπέζι να με κοιτάει να δουλεύω. Δεν μίλαγε πολύ. Φαντάζομαι πως τον ξεκούραζε. Κάποτε του είπα: «Αν δεν έχετε, κύριε, τίποτε καλύτερο να κάνετε, θα μπορούσατε ίσως να χτυπήσετε τα αυγά». Το έκανε” (Σελ. 296). Περισσότερο βρετανικό από αυτό… Ο Διοικητής Νταλγκλίς της Νιου Σκότλαντ Γιαρντ, το αστυνομικό και ποιητικό alter ego της James, αναλαμβάνει την εξιχνίαση μιας δολοφονίας που παρου-σιάζεται σαν αυτοκτονία, η, στην επιεικέστερη εκδοχή της, ενός απαγχονισμού που δεν παρουσιάζει τα κλασικότερα χαρακτηριστικά μιας αυτοκτονίας. Μαζί του η επιθεωρητής Μίσκιν και ο υπαστυνόμος Μπέντον Σμιθ που, ακαριαία, θα απαντήσουν στο προσκλητήριό του, εγκαταλείποντας πάραυτα, μεταξύ άλλων, και αγαπημένους συντρόφους (οι σκηνές έρωτα στην ασηπτικότατη, κατά James, εκδοχή τους). Στο άξενο νησί Κομπ, στα ανοιχτά της Κορνουάλης -μην το αναζητήσετε στο χάρτη- ο Νταλγκλίς και η ομάδα του θα βρεθούν ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας εκκεντρικών, παρακμασμένων, και -μόνο κατ’ εξαίρεση- συνεννοήσιμων αυτοεξόριστων, οι περισσότεροι από τους οποίους διεκδικούν, λόγω πρότερης πολιτείας, την ιδιότητα του πιθανού δολοφόνου. Πιο συγκεκριμένα, έχουν, ο κάθε ένας από αυτούς, κάποιες φορές και σε συνδυασμό περισσότερων του ενός, βάσιμους λόγους να θέλουν την εξόντωση του Νέιθαν Όλιβερ, από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους της γενιάς του, το σώμα του οποίου αναδύεται μέσα από πέπλα ομίχλης καταγράφοντας παλινδρομήσεις εκκρεμούς, κρεμασμένο από μια εξοχή του φάρου, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τους οικίσκους της κοινότητας. Όλοι έχουν κάτι να ξεχάσουν, να κρύψουν, ή να καταδώσουν στην ομάδα των παρείσακτων αστυνομικών, που θα κάνει, από ενωρίς, σαφείς τις προθέσεις της (εδώ, ο “αυστηρός” λόγος της James, ήδη προφανής): Μιλάει ο Νταλγκλίς “Αυτό που θέλω να μάθω είναι πώς ενσωματώθηκε ο Όλιβερ και ποιες ήταν οι σχέσεις του με το προσωπικό και τους επισκέπτες. Δεν συνηθίζω να δίνω μεγάλο βάρος στα προσωπικά συναισθήματα ούτε να βρίσκω κίνητρα εκεί που δεν υπάρχουν, εκείνο όμως που θέλω είναι ειλικρίνεια” (Σελ. 159). Η έρευνα θα αποκαλύψει το συχνά αβυσσαλέο προς το θύμα μίσος των παροικούντων το νησί, αλλά δεν θα αποτρέψει έναν δεύτερο φόνο. Και ο Νταλγκλίς, το ένα πόδι στον ντετέκτιβ, το άλλο στον ποιητή και στην καρδιά της αγαπημένης του, όσο και απόμακρης Έμμα (όμορο με τη σάγκα του σταυροφόρου που προσβλέπει στα σαξονικά λιβάδια της μακρινής πατρίδας) θα προχωρήσει στην έρευνα, μαζί με τα δύο πολύ αποτελεσματικά δεξιά του χέρια. H James οδηγεί την ομάδα της Σκότλαντ Γιαρντ με εξαίρετη μαεστρία, σεβόμενη τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων που ή ίδια χτίζει το ίδιο χαρισματικά. Ένα όχι “εύκολο” βιβλίο. Και, πάντως, όχι ένα βιβλίο για τον αναγνώστη της παραλίας. Ή, έστω, της οποιασδήποτε παραλίας. Εξαιρούμενων εκείνων με τις επικίνδυνες παλίρροιες…