Τo πολιτικό σύστημα νοσεί

Χρίστος Αλεξόπουλος 29 Ιουν 2014

Το πολιτικό σύστημα νοσεί και μάλιστα βαρύτατα. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, αλλά είναι ευρύτερης εμβέλειας φαινόμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ευρώπη και όχι μόνο. Σε διεθνές επίπεδο αδυνατεί να σχεδιάσει και να πραγματώσει μια βιώσιμη και ειρηνική πορεία προς το μέλλον. Η μοναδική διαφοροποίηση, η οποία καταγράφεται εμφανώς, είναι ο βαθμός ανάπτυξης της νόσου.

Στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι απλά μεγαλύτερο. Οι επιπτώσεις της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος είναι επικίνδυνες, διότι δεν συνειδητοποιεί το μέγεθος του προβλήματος και την αδυναμία αντιμετώπισης του χωρίς ριζικές αλλαγές και τομές, οι οποίες άπτονται τόσο των κομμάτων, όπως είναι σήμερα, όσο και του πολιτικού προσωπικού με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία έχει και το νομιμοποιούν στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος να ασκεί νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Οι ευρωεκλογές τον Μάϊο του 2014 πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο του λόγου το αληθές. Όλα τα κόμματα, ανεξαρτήτως της θετικής ή αρνητικής ποσοστιαίας καταγραφής σε σχέση με το παρελθόν, εφευρίσκουν επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Έχει ενδιαφέρον η ενδεικτική αποτύπωση ορισμένων από αυτά, όπως «το μήνυμα που εξέπεμψε το κόμμα ήταν θολό και γι΄αυτό πήρε μόνο 1,2 %» ή «διαψεύσθηκε η αξιωματική αντιπολίτευση, διότι η ίδια, αν και πρώτο κόμμα στα ποσοστά, κατέγραψε ελαφρά πτώση», ή «η κυβερνητική πλειοψηφία δεν διαθέτει την πλειοψηφία στο λαό, οπότε πρέπει να γίνουν εκλογές, ακόμη και αν η κυβέρνηση δεν έχει ολοκληρώσει την θητεία της» ή «πήραμε ικανοποιητικό ποσοστό αν και ήταν η πρώτη κάθοδος στις εκλογές και μάλιστα χωρίς δυνατότητα χρηματοδότησης του προεκλογικού αγώνα» ή «είμαστε το τρίτο κόμμα σε δύναμη, αν και είναι στη φυλακή η ηγεσία μας». Η εφευρετικότητα των πολιτικών σχηματισμών σε επιχειρήματα δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά. Υπάρχει και η περίπτωση κόμματος, το οποίο μέσα από τη δημιουργία ευρύτερης παράταξης και συμμετοχή σε αυτήν κατέγραψε μια ικανοποιητική παρουσία σύμφωνα με την δική του εκτίμηση, ώστε μετά τις εκλογές να ισχυρίζεται, ότι διέψευσε, όσους προέβλεπαν ή αποσκοπούσαν στην εξαφάνιση του.

Ουδείς ασχολείται και πολύ περισσότερο δεν αναρωτιέται για την απουσία δυναμικής στο εσωτερικό των πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι τόσο ως τρόπος σκέψης όσο και ως μοντέλο οργάνωσης δεν ακολουθούν την δυναμική της εξέλιξης. Παραμένουν ακόμη σύνολα προσώπων και όχι δομές με δυνατότητες ανάλυσης και σχεδίασης της πραγματικότητας στην προβολή της στο μέλλον. Τα δε πρόσωπα στοχεύουν στην ανάληψη της διαχείρισης εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας βασιζόμενα κυρίως σε ιδεοληψίες ή τις λεγόμενες ιδέες, τις οποίες καταθέτουν, όταν τα κόμματα τους διαμορφώνουν τις προγραμματικές τους θέσεις. Γι΄αυτό και δεν μπορεί να αναπτυχθεί σοβαρός και συστηματικός διάλογος μεταξύ των κομμάτων, ο οποίος θα βασίζεται σε τεκμηριωμένα και μετρήσιμα μεγέθη και δεν θα αιωρείται σε έπεα πτερόεντα ιδεοληπτικού τύπου, με τα οποία είναι εύκολο να οικοδομηθεί ο λαϊκισμός και η χειραγώγηση. Η διαμόρφωση όμως συνθηκών φαντασίωσης δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη δυναμικής στην κοινωνία. Ιδιαιτέρως μάλιστα στην εποχή της γνώσης και της μεγάλης πολυπλοκότητας, η οποία χαρακτηρίζει την πραγματικότητα.

Η πολύπλοκη πραγματικότητα έχει γίνει τόσο πλούσια σε προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά την κατανόηση της και τον σχεδιασμό της σε βάθος χρόνου, που τα προγράμματα των πολιτικών σχηματισμών και των κυβερνήσεων ή δυσκολεύονται να ανταποκριθούν ή δεν ανταποκρίνονται πλέον στις ανάγκες του μέλλοντος. Η διαχείριση και η επίλυση των προβλημάτων, τα οποία συνεχώς αναφύονται, δεν είναι εφικτοί στόχοι στο πλαίσιο εθνικών πολιτικών. Αρκεί να λάβουμε υπόψη τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από τις χώρες του Νότου προς τον πλούσιο Βορρά, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον τριτογενή τομέα της οικονομικής δραστηριότητας και κατ΄απέκταση στον παγκόσμιο επισιτισμό και πολλά άλλα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα. Δεν είναι όμως μόνο το εύρος των προβλημάτων δύσκολα διαχειρίσιμο. Ταυτοχρόνως ο πολιτικός σχεδιασμός τόσο σε κομματικό όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο πρέπει να είναι μακροπρόθεσμος και να καλύπτει τουλάχιστον μια 20ετία. Σε χώρες όπως η Ελλάδα για το πολιτικό σύστημα και κατ΄επέκταση τις κυβερνήσεις αυτά είναι ανέφικτα, διότι ούτε μακροπρόθεσμος σχεδιασμός γίνεται, ούτε και διάλογος μεταξύ των κομμάτων πραγματοποιείται, ώστε να είναι εφικτές συναινέσεις και να διασφαλίζεται η συνέχεια στην ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική. Στις δημοκρατίες τα κόμματα εναλλάσονται στην διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας. Για να υπάρχει συνέχεια, ο ουσιαστικός και συστηματικός διάλογος πάνω σε τεκμηριωμένες και μακροπρόσθεσμης εμβέλειας προτάσεις είναι απαραίτητος. Στην Ελλάδα έχουμε παράλληλους μονόλογους, οι οποίοι είτε έχουν ιδεοληπτικές αφετηρίες είτε στοχεύουν στην απόδειξη της ανεπάρκειας του άλλου, πολιτικού σχηματισμού ή πολιτικού προσώπου.

Η κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο προβληματική, εάν λάβουμε υπόψη, ότι η λήψη πολιτικών αποφάσεων ιδιαιτέρως σε κυβερνητικό επίπεδο, οι οποίες δεσμεύουν το μέλλον της κοινωνίας, δεν συμπορεύονται με την ταχύτατη ροή του χρόνου. Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι, ότι οι επιπτώσεις των πολιτικών αποφάσεων είναι τις περισσότερες φορές εκπρόθεσμες, διότι η πραγματικότητα έχει αλλάξει. Αυτό σημαίνει, ότι τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται, ενώ παράλληλα υπάρχει οικονομικό κόστος για τους φορολογούμενους πολίτες χωρίς ανταπόδοση. Στην Ελλάδα το πρόβλημα της διαχείρισης του πολιτικού χρόνου παίρνει τεράστιες διαστάσεις, εάν συνυπολογισθεί και η λογική του πολιτικού κόστους, η οποία μεταθέτει πάντα τη λήψη αποφάσεων στο μέλλον, όταν πλέον τα δεδομένα της πραγματικότητας έχουν διαφοροποιηθεί. Πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει αυτός ο τόπος θα είχαν αποφευχθεί, εάν οι κυβερνήσεις του δεν είχαν αυτή τη λαϊκιστική και πελατειακή λογική. Αρκεί να αναφερθούν μερικά από αυτά τα προβλήματα, όπως η φοροδιαφυγή, η αναξιοκρατία σε όλους τους τομείς του δημόσιου τομέα, το πελατειακό σύστημα, η συντεχνιακή λογική, η διαφθορά και πολλά άλλα. Η αναντιστοιχία λήψης πολιτικών αποφάσεων και διαχείρισης χρόνου είναι βεβαίως ένα φαινόμενο, το οποίο δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα. Και σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρείται το ίδιο. Τα προβλήματα, τα οποία παρουσιάζονται στην πορεία οικοδόμησης αυτού του υπερεθνικού μορφώματος, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας να κινηθεί ταυτόχρονα με τη ροή του χρόνου σε σχέση με τις ανάγκες της συνεχώς μετασχηματιζόμενης πραγματικότητας.

Τέλος οι πολιτικοί σχηματισμοί και οι κυβερνήσεις στην γηραιά ήπειρο, στο μέτρο που σχεδιάζουν την πορεία προς το μέλλον, αδυνατούν να ισορροπήσουν την ευρωπαϊκή πολιτισμική παράδοση και τον ανθρωπισμό με την οικονομική δυναμική, η οποία κινείται σε παγκόσμιο επίπεδο και δεν ελέγχεται στο αντίστοιχο εθνικό ή ευρωπαϊκό. Το αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου είναι η συνεχής απομάκρυνση από τις πολιτισμικές αξίες της ευρωπαϊκής παράδοσης, χωρίς αυτή η πορεία να αποτελεί μετεξέλιξη του πολιτισμικού παρελθόντος. Οι ανάγκες της λειτουργίας και αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος μόνο οριοθετούν πλέον το σύστημα αξιών, το οποίο ισχύει στη διαδρομή του χρόνου. Γι΄αυτό και απέκτησε γενικευμένη ισχύ η κοινωνία του θεάματος. Προωθεί με τον καλύτερο τρόπο την κατανάλωση. Άλλωστε βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση και ο τρόπος χρήσης και αξιοποίησης της τεχνολογίας, η οποία συνεχώς χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στην καθημερινότητα του ανθρώπου, από το χώρο εργασίας μέχρι τον ελεύθερο χρόνο και οριοθετεί όλο και περισσότερο τη ζωή μας. Αρκεί να λάβουμε υπόψη την τηλεόραση, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, τις επικοινωνίες, την σύγχρονη μουσική. Όλες αυτές οι μορφές επικοινωνίας με την αξιοποίηση του θεάματος γεμίζουν την καθημερινότητα και της προσδίδουν περιεχόμενο και νόημα για τον άνθρωπο. Η ουσία πίσω από αυτά είναι η κάλυψη οικονομικών αναγκών. Το νόημα της ζωής του ανθρώπου εξαντλείται στο θέαμα και την εντύπωση που προκαλεί. Αυτά αποτελούν αξίες.

Με βάση αυτά τα δεδομένα οι προσδοκίες από ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο νοσεί και δεν έχει την αναγκαία δυναμική και γνώση για να διαχειρισθεί και να σχεδιάσει την πραγματικότητα, δεν μπορούν παρά να είναι μηδαμινές. Τι να περιμένει ο πολίτης από ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν συνειδητοποιεί, ότι ασθενεί βαρύτατα. Σίγουρα όχι πολλά, εκτός και αν ενεργοποιηθούν κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες μπορούν να συγκροτήσουν εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις, που έχουν σύγχρονη αναφορά και πολιτικό λόγο, ο οποίος μπορεί να πείσει μια κοινωνία σε παρακμή και αποσύνθεση όπως η ελληνική. Και αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει με την αναπαραγωγή της λογικής της κοινωνίας του θεάματος. Μπορεί με το θέαμα η κοινωνία να χειραγωγείται εύκολα, όμως η επιβίωση της στο μέλλον θα ακουμπήσει αναγκαστικά στον ορθολογισμό, εάν θέλει να ελπίζει στην αντιμετώπιση των πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων. Η κλιματική αλλαγή και η μαζική μετακίνηση πληθυσμών δεν αντιμετωπίζονται ούτε με το θέαμα και την στυλιζαρισμένη παρουσία στο πλαίσιο της αυτοπαρουσίασης ούτε με την χειραγώγηση. Αυτά μπορούν να έχουν ισχύ μέχρι ένα σημείο. Από τη στιγμή που απειλείται η κοινωνική συνοχή και η ανθρώπινη ύπαρξη, ο ορθολογισμός και η γνώση θα έχουν τον κυρίαρχο ρόλο. Κα το κενό αξιών της κοινωνίας του θεάματος και των αναγκών του οικονομικού συστήματος μπορούν να γεμίσουν ο κοινωνικός ανθρωπισμός και ο πολιτισμός της ενσυναίσθησης, ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή, αλληλεγγύη και δικαιοσύνη. Μόνο έτσι θα αποφευχθεί η μοντελοποίηση του ανθρώπου με καταναλωτικά πρότυπα μόνο, η οποία οδηγεί στην εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και στην αδυναμία διαμόρφωσης και έκφρασης της ελεύθερης βούλησης.