Προειδοποίηση προς φιλελεύθερους

Γιάννης Βούλγαρης 15 Ιαν 2022

Η νέα επέλαση του κορωνοϊού μονοπωλεί και πάλι την καθημερινότητά μας. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Το αισιόδοξο σενάριο είναι ότι μπορεί να οδεύουμε στην τελική φάση της πανδημίας. Μετά θα μπορέσουμε να κάνουμε ταμείο για το πώς πήγαμε ως χώρα. Το πιθανότερο είναι να έχουμε κινηθεί κοντά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η πανδημία όμως προσέφερε ήδη μια ακτινογραφία του ιδεολογικού-ηθικού προφίλ του κοινωνικού σώματος. Και τα «ευρήματα» είναι ευδιάκριτα. Εννοώ, τον τρόπο που οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές των διαφόρων πολιτικών-πολιτισμικών ομάδων επέδρασαν στη γενική στάση της κοινωνίας έναντι της πανδημίας.
Ο δημόσιος λόγος ασχολήθηκε κατεξοχήν με την ομάδα των ανεμβολίαστων, τις αιτίες του φαινομένου και τον ανορθολογισμό των ψεκασμένων. Μάλιστα, η αδιάκοπη σχετική κουβέντα στα ΜΜΕ και η εξίσωση του λόγου των ειδικών με το παραλήρημα των «αρνητών», μάλλον επιδείνωσε το πρόβλημα παρά αύξησε την «πειθώ» της ορθολογικής κοινωνικής πλειοψηφίας προς την ψεκασμένη μειοψηφία. Αυτή η εκδήλωση του ανορθολογισμού ήταν το πιο εντυπωσιακό πολιτικό-πολιτισμικό «εύρημα» που φάνηκε με την πανδημία. Στην Ελλάδα το αποδώσαμε εύκολα στις επιβιώσεις της καθυστέρησης και της υπανάπτυξης. Το ίδιο όμως φαινόμενο απασχόλησε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Αναμενόμενο. Η κοινωνική έρευνα έχει δείξει τα μεγάλα κοιτάσματα ανορθολογισμού και άρνησης της επιστημονικής γνώσης που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Εχει δείξει επιπλέον ότι η Νεωτερικότητα καθαυτή, δεν εξαλείφει αλλά αναπαράγει και διατηρεί ρεύματα ανορθολογισμού, συνωμοσιολογίας και αντιεπιστημονικής νοοτροπίας.
Δίπλα στους ανεμβολίαστους από φόβο, φοβία ή ανορθολογισμό, θα πρέπει να προσθέσουμε τους «αρνητές» με πολιτική σκοπιμότητα. Κινούνται όπως είδαμε πρωτίστως στον ακροδεξιό χώρο και δευτερευόντως στον ακροαριστερό και τους μπάχαλους. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Σε μερικές μάλιστα η άρνηση επικαλείται «φιλοσοφικά» επιχειρήματα. Το προσφιλέστερο είναι ότι η πανδημία συνιστά πρόσχημα εξάπλωσης της βιοπολιτικής πειθαρχικής εξουσίας, επιχείρημα που έχει ήδη ένα παρελθόν στους διαφόρους Αγκάμπεν για τους οποίους η Νεωτερικότητα θεωρείται περίπου μια «κανονικοποίηση» του ολοκληρωτισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Στην Ιταλία όπου το επιχείρημα προτάθηκε, δέχτηκε ευτυχώς καταιγισμό κριτικής. Εμείς στην Ελλάδα, επίσης ευτυχώς, περιοριζόμαστε κυρίως σε «θεωρητικά» επιχειρήματα αντλημένα από τους διάφορους «πνευματικούς», από τους μαχητικούς παλαιοημερολογίτες, ενώ δεν έλειψαν και αυθεντικοί αγύρτες.
Ομως το πρόβλημα δεν είναι οι αντιδράσεις των μειοψηφικών ακραίων ή γραφικών, αλλά το πώς στάθηκαν έναντι της υγειονομικής κρίσης οι μεγάλες πολιτικές-πολιτισμικές ομάδες του εθνικού σώματος. Ποιες και κατά πόσο ενίσχυσαν την κοινωνική αλληλεγγύη και την ατομική υπευθυνότητα ή αντιθέτως, ποιες και πώς άφησαν μεγάλο περιθώριο στον αντικοινωνικό ατομισμό;
Για την ελλαδική ορθοδοξία, με τον βαρύνοντα ηθικό-ιδεολογικό ρόλο στην ελληνική κοινωνία, ο απολογισμός δεν είναι ασφαλώς θετικός, παρά τις προσπάθειες φωτισμένων ιεραρχών και κληρικών της Εκκλησίας. Η ελλαδική Εκκλησία θα πρέπει να εξηγήσει στον εαυτό της και στην κοινωνία, γιατί δεν βγήκε από την αρχή της πανδημίας να στηρίξει αποφασιστικά τη συλλογική προσπάθεια, όπως έκαναν το Πατριαρχείο, άλλες ορθόδοξες εκκλησίες και ο Πάπας Φραγκίσκος, που από την αρχή είπαν το απλό: το εμβόλιο είναι πράξη αγάπης προς τον πλησίον. Ποια θεολογικά, ιδεολογικά, θεσμικά και μορφωτικά εμπόδια καταλήγουν να σπάνε τον δεσμό που θα έπρεπε να υπάρχει μεταξύ της ατομικής συμπεριφοράς των πιστών και της κοινωνικής αλληλεγγύης; Ποια από αυτά μπορεί να ανάγονται στην Ορθοδοξία καθαυτή, και ποια εξηγούνται από άλλες ιστορικές αιτίες, ή το εθνικό, κοινωνικό και πολιτειακό πλαίσιο εντός του οποίου υπάρχουν οι εκκλησίες; Μπορεί π.χ. ο στενός εθνοτικός ορίζοντας ή η κληρονομιά από την υπερεκατονταετή ανάμειξη στις εμφύλιες πολιτικές διαμάχες, που χαρακτηρίζουν την ελλαδική Εκκλησία, όπως και άλλες ομόδοξες, να δυσκολεύουν το «άνοιγμα στον άλλον», περιλαμβανομένου τελικά και του «πλησίον»;

Πηγή: www.tanea.gr