Για μια “διακυβερνήσιμη” χώρα, στην εποχή της αύξησης των ανισοτήτων
Φαίνεται πως κλείνει ένας ιστορικός κύκλος που άνοιξε τη δεκαετία του 1970, όταν κυριάρχησε η ιδέα ότι η ευημερία των κοινωνιών μπορεί —και πρέπει— αφεθεί σχεδόν αποκλειστικά στις αγορές. Τις τελευταίες δεκαετίες ζήσαμε το πείραμα όπου, η πολιτική αποσύρθηκε, περιορίστηκε στον ρόλο του διαχειριστή, ενώ η οικονομία αναγορεύτηκε σε υπέρτατο ρυθμιστή όχι μόνο της παραγωγής, αλλά και της κοινωνικής οργάνωσης. Σήμερα, διεθνώς, το εκκρεμές κινείται ξανά: η πολιτική διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία της απέναντι στην οικονομία — όχι όμως χωρίς κινδύνους και αντιφάσεις. Το ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι αν αυτή η επιστροφή θα συμβεί, αλλά πώς, με ποιους όρους και προς όφελος ποιων, ώστε να μην αγνοείται, ευνουχιζόμενος, ο ιδιωτικός τομέας αλλά σε κάποια ισορροπία με την ρυθμιστική παρουσία του κράτους. Τελικά με ποιες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, βρίσκεται ίσως, στην καρδιά αυτής της μετάβασης. Πρέπει να βρεθούμε στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης, καθώς η παρατεταμένη κρίση, η ακρίβεια, η γεωγραφική και κοινωνική ανισότητα, αδύναμη κοινωνική κινητικότητα αλλά και η φθορά της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για την αναζήτηση του πλαισίου μιας νέας πολιτικής συναίνεσης στον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας. Όχι μια συναίνεση κορυφής ή επικοινωνιακής ευκολίας, αλλά ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο που θα καθιστά τη χώρα ουσιαστικά “διακυβερνήσιμη”.
Πρώτο θεμέλιο αυτής της συναίνεσης οφείλει να είναι η νηφάλια αλλά καθαρή αναγνώριση ότι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης έχει φτάσει σε οριακά —και επικίνδυνα— επίπεδα για τη δημοκρατία. Σε παγκόσμια κλίμακα, μια ομάδα υπερπλούσιων ατόμων και επιχειρηματικών ομίλων, ελέγχει κρίσιμους τομείς της οικονομίας, κρίσιμες υποδομές των τεχνολογιών πληροφόρησης, πληροφορίες, αγορές και, εν τέλει, ολοένα και περισσότερο, της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας. Το χρήμα δεν επηρεάζει πλέον απλώς τις αποφάσεις· διαμορφώνει τους κανόνες. Η οικονομική ισχύς μεταφράζεται ολοένα και πιο άμεσα σε πολιτική επιρροή, διαβρώνοντας τη δημοκρατική αρχή της ισότητας.
Η πλουτοκρατία του 21ου αιώνα διαφέρει από τις παλαιότερες μορφές οικονομικής ισχύος. Δεν περιορίζεται στην παραγωγή ή στις αγορές. Επεκτείνεται στον έλεγχο των μέσων επικοινωνίας, των ψηφιακών πλατφορμών, των μηχανισμών διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και, τελικά, της συλλογικής μνήμης. Το ποια γεγονότα προβάλλονται, ποια αποσιωπώνται, ποια ερμηνεία κυριαρχεί και ποια στιγματίζεται, δεν είναι πλέον ουδέτερες επιλογές. Όταν η ενημέρωση συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια, η δημοκρατική κρίση βαθαίνει, ακόμη κι αν οι εκλογές διεξάγονται κανονικά.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι αφηρημένο. Επηρεάζει τον τρόπο που λειτουργούν οι αγορές, οι ψηφιακές πλατφόρμες, τα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και η ίδια η δημόσια συζήτηση. Όταν η οικονομία παύει να είναι πεδίο ανταγωνισμού και μετατρέπεται σε κλειστό κλαμπ ολιγοπωλίων, τότε η δημοκρατία υπονομεύεται εκ των έσω. Η πολιτική οφείλει να το πει καθαρά — και να δράσει αναλόγως.
Αυτή η πραγματικότητα δεν αφορά μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τις μεγάλες τεχνολογικές πλατφόρμες. Αφορά πρωτίστως την Ευρώπη και προφανώς και την Ελλάδα. Στη χώρα μας, η διαχρονική διαπλοκή οικονομικής ισχύος, πολιτικής επιρροής και μιντιακού ελέγχου υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών, καλλιέργησε κυνισμό και αποδυνάμωσε την έννοια της συλλογικής ευθύνης. Όταν οι πολίτες αισθάνονται ότι η πραγματικότητα «φιλτράρεται», ότι η κριτική φωνή περιθωριοποιείται και ότι η δημόσια συζήτηση κατευθύνεται, τότε η συναίνεση μετατρέπεται σε υποψία και η συμμετοχή σε αποχή.
Δεύτερο θεμέλιο μιας νέας συναίνεσης είναι η αποκατάσταση της αξιοπρέπειας ανθρώπων και περιοχών, που οι ασκούμενες πολιτικές των τελευταίων ετών άφησαν πίσω. Ο νεοφιλελεύθερος λόγος των τελευταίων δεκαετιών, με την κυριαρχία του αφηγήματος της “ατομικής ευθύνης για τα πάντα”, μετέτρεψε τις κοινωνικές ανισότητες σε ατομικές αποτυχίες: οι φτωχοί ευθύνονται για τη φτώχεια τους, οι άνεργοι για την ανεργία τους, οι εργαζόμενοι για το κόστος ζωής επειδή «δεν έκαναν τις σωστές επιλογές»...
Ένα αφήγημα που μετέτρεψε τις κοινωνικές ανισότητες σε ατομικά ελαττώματα και τις διαρθρωτικές αποτυχίες σε προσωπικές αποτυχίες. Έτσι, όμως, η πολιτική αποποιήθηκε τις ευθύνες της και οι συλλογικές αποτυχίες βαφτίστηκαν προσωπικές.
Στην Ελλάδα, αυτό μεταφράστηκε σε ερημοποίηση ολόκληρων περιοχών, σε γενιές νέων που ένιωσαν περιττοί, σε εργαζόμενους που είδαν την ασφάλεια και την προοπτική τους να συρρικνώνονται. Καμία χώρα δεν μπορεί να είναι διακυβερνήσιμη όταν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας αισθάνονται αόρατα ή εγκαταλελειμμένα. Η αξιοπρέπεια δεν είναι ηθική πολυτέλεια· είναι προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής και πολιτικής σταθερότητας.
Η διεθνής συζήτηση δείχνει πλέον μια σαφή μετατόπιση. Όπως καταγράφεται και στη σύγχρονη αρθρογραφία, οι νέοι οικονομολόγοι θεωρούν ως τα πιο πιεστικά προβλήματα τη φτώχεια, την ανισότητα και τον πληθωρισμό, επαναφέροντας στο προσκήνιο τις αξίες της ισότητας και της αλληλεγγύης
Αυτό δεν είναι ιδεολογική επιστροφή στο παρελθόν, αλλά ρεαλιστική αποτίμηση για αδιέξοδα που έγιναν ορατά σε όλους. Πρόκειται για μια βαθιά πολιτική μετατόπιση, που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα της φορολογικής δικαιοσύνης αποκτά κεντρική σημασία. Η Ελλάδα δεν υποφέρει από χαμηλή φορολόγηση συνολικά· υποφέρει από άδικη κατανομή των βαρών. Η υπερβολική εξάρτηση από έμμεσους φόρους και εισφορές επιβαρύνει δυσανάλογα τους μισθωτούς και τα χαμηλά εισοδήματα, ενώ η φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και του συσσωρευμένου πλούτου παραμένει περιορισμένη, συχνά με θεσμικές εξαιρέσεις και ασυμμετρίες.
Μια σοβαρή συμφωνία για δικαιότερο φορολογικό πλαίσιο, δεν είναι ζήτημα ιδεολογικής αντιπαράθεσης, αλλά προϋπόθεση κοινωνικής εμπιστοσύνης. Μετατόπιση προς πιο προοδευτικούς άμεσους φόρους, ελάφρυνση των έμμεσων βαρών, ουσιαστική επιβάρυνση του κεφαλαίου, όπου αυτό είναι τεκμηριωμένα εφικτό και αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, συνιστούν βασικά στοιχεία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Χωρίς αυτά, καμία χώρα δεν μπορεί να είναι πραγματικά διακυβερνήσιμη.
Τρίτο θεμέλιο είναι η παραδοχή ότι το κράτος οφείλει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη νέα εποχή, και στη θωράκιση της δημοκρατίας, αλλά και στην οικονομία. Αυτό περιλαμβάνει τη ρύθμιση των αγορών, την προστασία του πλουραλισμού στα μέσα ενημέρωσης και τη διασφάλιση της διαφάνειας στη χρηματοδότηση της πολιτικής. Το κράτος δεν μπορεί να παρακολουθεί αμέτοχο τη μετατροπή της ενημέρωσης σε εργαλείο ισχύος.
Εδώ αναδεικνύεται και ο κρίσιμος ρόλος των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε μια εποχή που η πλουτοκρατία και ο αυταρχικός καπιταλισμός υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα, καμία χώρα δεν μπορεί να απαντήσει μόνη της. Η ΕΕ οφείλει να ενισχύσει το ρυθμιστικό της αποτύπωμα: στον έλεγχο των ψηφιακών πλατφορμών, στη διασφάλιση της ελευθερίας και του πλουραλισμού των ΜΜΕ, στη φορολόγηση των πολυεθνικών και στην προστασία των δημοκρατικών θεσμών από την οικονομική χειραγώγηση.
Η διακυβερνησιμότητα μιας χώρας στον 21ο αιώνα δεν εξαντλείται στη δημοσιονομική πειθαρχία ή στους δείκτες ανάπτυξης. Κρίνεται από την ικανότητά της να περιορίζει τις ανισότητες, να προστατεύει τη δημοκρατία από την πλουτοκρατία και να πείθει τους πολίτες ότι οι κανόνες ισχύουν για όλους. Μετριέται με την ικανότητά της να κρατά την κοινωνία όρθια, να περιορίζει τις ανισότητες και να δίνει νόημα στη συλλογική προσπάθεια. Αυτό απαιτεί σοβαρή τεκμηρίωση, πολιτικό θάρρος και ευρωπαϊκή συνεργασία.
Αυτή είναι η πρόκληση της εποχής — και το στοίχημα μιας νέας ελληνικής συναίνεσης.
Μια νέα πολιτική συναίνεση δεν θα προκύψει αυτόματα. Αν, όμως, οικοδομηθεί πάνω στη δικαιοσύνη, τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια Ελλάδα πιο δίκαιη, πιο σταθερή και —τελικά— πραγματικά διακυβερνήσιμη. Απαιτεί υπέρβαση τακτικισμών, σοβαρή τεκμηρίωση πολιτικών επιλογών και απεγκλωβισμό από ιδεολογικά στερεότυπα που δεν ανταποκρίνονται πλέον στην πραγματικότητα. Κυρίως, όμως, απαιτεί πολιτικό θάρρος: αλήθειες που δεν χωρούν σε συνθήματα και συμμαχίες που δεν βασίζονται στον φόβο, αλλά στην ελπίδα.