Ερωτηματικά και ερωτήματα

Γιάννης Παπαθεοδώρου 31 Ιαν 2023

Το ατυχές ερωτηματικό που είχε στον τίτλο της η πρόσφατη εκδήλωση για το «Μένουμε Ευρώπη»;[1] δημιούργησε πολλά καινούργια ερωτηματικά : για τη συμμετοχή των συγκεκριμένων προσώπων, για το περιεχόμενο της εκδήλωσης, για την πολιτική στρατηγική της αντιπολίτευσης. Όσοι και όσες παρακολούθησαν την εκδήλωση κατάλαβαν πως οι ομιλητές και η ομιλήτρια, με επιστημονική αρτιότητα και κύρος, συνεισέφεραν στον επίκαιρο προβληματισμό, θέτοντας τα δικά τους κρίσιμα ερωτήματα. Μπορεί να προστατευθεί το κράτος δικαίου, όταν το «βαθύ κράτος» έχει ενσωματωθεί στο λεγόμενο «επιτελικό κράτος»; Είναι δυνατόν να εμποδίζεται η λογοδοσία των κυβερνώντων από τη συνεχή επίκληση κάποιων «απόρρητων» διαδικασιών; Και υπάρχουν, άραγε, «θεσμικά αντίβαρα», που μπορούν εξασφαλίσουν τον κριτικό έλεγχο απέναντι σε μια ενδεχόμενη συγκάλυψη των κυβερνητικών ευθυνών;

Η νομικοπολιτική προσέγγιση, ωστόσο, δεν εξαντλεί τους προβληματισμούς, που προκύπτουν με αφορμή αυτή την εκδήλωση · ίσα -ίσα μπορεί να τροφοδοτήσει το διάλογο προς νέες κατευθύνσεις. Αυτό που έχει, δηλαδή, πραγματικά ενδιαφέρον είναι να σκεφτούμε τι είναι αυτό που έχει προκαλέσει την απαξίωση των δημοκρατικών δεσμών και την κρίση των θεσμών. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να σκεφτούμε και τι είναι αυτό που προκαλεί  την έκθεση των Ανεξάρτητων Αρχών, μέσω της επιλεκτικής και «προσωποποιημένης ενημέρωσης» του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μετά, μάλιστα, από επιστολή του κ. Τσίπρα, στην οποία ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης «εμπλουτίζει» το αίτημα του με καταλόγους, ονόματα και τηλέφωνα! Ειδικά οι πολιτικές κινήσεις του κ. Τσίπρα και οι τοποθετήσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ ενδιαφέρουσες γιατί μάς βοηθούν να καταλάβουμε τη συνολικότερη στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο θέμα. Δεν αναφέρομαι τόσο στη μάλλον επιπόλαια θριαμβολογία για τον δήθεν ενταφιασμό του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου»,[2] όσο στη μικροκομματική εκμετάλλευση των δημοκρατικών ευαισθησιών. Για να εξηγήσουμε, όμως, επαρκέστερα την παρούσα συγκυρία, πρέπει να δούμε πώς έχει αφομοιωθεί στο παρόν, η αμέσως προηγούμενη πολιτική εμπειρία της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Η διακυβέρνηση εκείνη έχει, πράγματι, αφήσει ανεξίτηλο το κυβερνητικό αποτύπωμά της μέσα από μια σειρά γεγονότων : τη σταθερή συμπόρευσή ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, το βαθύτατα διχαστικό και λαϊκιστικό δημοψήφισμα, το κλείσιμο των Τραπεζών, την υπογραφή ενός νέου Μνημονίου, τη φορολογική εξόντωση της μεσαίας τάξης, τη χειραγώγηση των Ανεξάρτητων Αρχών και του Τύπου («ΣΥΡΙΖΑ Channel»), τη σκευωρία Novartis. Όλα αυτά τα πεπραγμένα οδήγησαν, επίσης,  σε μια σειρά από πολιτικές εξελίξεις : τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, την πολιτική εξαφάνιση των ΑΝΕΛ, τη δημιουργία του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», τη «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ», (εισηγητής της οποίας υπήρξε ο ίδιος ο Ευάγγελος Βενιζέλος, με πρωταγωνιστές τους πολίτες, που συσπειρώθηκαν γύρω από το «Μένουμε Ευρώπη»).

Ας κρατήσουμε ένα πρώτο συμπέρασμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ηττήθηκε μόνο επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο αλλά και επειδή είχε βαθύ έλλειμμα ως προς τις «δικαιοκρατικές αντιλήψεις του, που απορρέουν από τις μόνιμες ιδεολογικές αγκυλώσεις του : την ξεφτισμένη «λενινιστική» νοσταλγία για τον έλεγχο των «αρμών» της εξουσίας,[3] σε συνδυασμό με τη μετατροπή της πολιτικής αντιπαλότητας σε «πολακική» εχθροπάθεια. Η ματαίωση των (όποιων) προσδοκιών υπήρχαν, συχνά επενδυμένη με το καθηλωτικό σχήμα της «αριστερής μελαγχολίας», έχει οδηγήσει αυτή την Αριστερά σε έναν πλήρη αναχωρητισμό, σε μια απόδραση από τις ανάγκες του παρόντος, σε μια ανεπεξέργαστη θεωρία και πρακτική για τον ρόλο της στην αξιωματική αντιπολίτευση, στην αδυναμία αναζήτησης νέων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών. Επιπλέον, σήμερα, δύο υπουργοί της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι υπόδικοι, ενώ προσφάτως, μάθαμε πως ο «κουκουλοφόρος» προστατευόμενος μάρτυρας «Μάξιμος Σαράφης» εμπλέκεται σε εγκληματική οργάνωση. Φαντάζομαι πως άμεσα θα μάθουμε περισσότερα και για το κανάλι που θα συνδύαζε τα «βοσκοτόπια» με την εξυγίανση του τηλεοπτικού τοπίου αλλά και για τον περιφερόμενο «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος». Ας θυμηθούμε τι απαντούσε τότε ο κ. Τσίπρας σε όσους  μιλούσαν για τη σκευωρία : «Στόχος τους είναι, όχι μόνο να κουκουλωθεί το σκάνδαλο Novartis, αλλά και να μην τολμήσει ποτέ ξανά κανένας μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος στη χώρα μας, να καταγγείλει και να αναδείξει υποθέσεις διαφθοράς, στις οποίες ενδεχομένως να εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα».[4] Στο επόμενο διάστημα, ο «Μάξιμος», που ήταν και «Φιλίστωρ», μάλλον θα έχει να διηγηθεί πολλές ιστορίες για το πώς έβαλε την «κουκούλα».

Ας πάμε τώρα στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Η ΝΔ ήρθε στην κυβέρνηση με ένα σαφέστατο στρατηγικό σχεδιασμό γύρω από την ίδια τη διακυβέρνηση : το «επιτελικό κράτος». Στην αρχή, το «επιτελικό κράτος» λειτούργησε ως ένας τρόπος πολιτικού εξορθολογισμού των κυβερνητικών αρμοδιοτήτων, αργότερα παρουσίασε σημάδια «συγκεντρωτισμού», και στο τέλος, δημιούργησε βαθύτατα προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στις «κρυφές εξουσίες» και τις δημοκρατικές ελευθερίες. Η θεωρία του «επιτελικού κράτους» συνοδεύτηκε, επίσης, από μια παράλληλη έμφαση στην υποταγή πολλών όψεων του κράτους – δικαίου σε μια «ανώτερη» προτεραιότητα : την οικονομική ανταποδοτικότητα και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Έτσι, η διακυβέρνηση έμοιαζε ολοένα και περισσότερο με μια τεχνοκρατική διαχείριση (κυρίως, «διαχείριση κρίσεων») ενώ κρίσιμοι δείκτες των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών υποχωρούσαν, ολοένα και περισσότερο. Η εικόνα της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ωστόσο, τροφοδοτούσε – και τροφοδοτεί ακόμη- το άλλοθι της «καταλληλότητας» της ΝΔ, με αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή σύγκλιση να ταυτίζεται σχεδόν μονομερώς με την επίτευξη των επενδυτικών στόχων. Δεν είναι τυχαίο πως στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, η «σύγκρουση» έγινε «σύγκριση», προκειμένου να αναδειχθούν οι αδυναμίες της προηγούμενης κυβέρνησης. Αρκεί, όμως, η «καταλληλότητα» για να δικαιολογήσει κανείς τη συσκότιση, την «άγνοια» και τον κυνισμό για τις υποκλοπές;

Στο νέο στάδιο αυτής της υπόθεσης, η αποποίηση της κυβερνητικής ευθύνης συνοδεύτηκε με ένα νέο «επιτελικό» δόγμα. Το περιέγραφε, ήδη από το καλοκαίρι, ο Νίκος Αλιβιζάτος : «ασφάλεια του κράτους ή δικαιώματα;».[5] Το «επιτελικό» ερώτημα της κυβέρνησης είναι αστήρικτο γιατί, ευτυχώς, στο νομικό πολιτισμό δεν υπάρχουν κάποιες κανονιστικές αρχές και αξίες που υπερτερούν σε σχέση με άλλες. Δεν πρόκειται, όμως, για μια «ορμπανοποίηση» της πολιτικής ζωής αλλά για έναν εξαυταρχισμό του κράτους, μέσα από μια αργή «διαδικασία απο-δημοκρατικοποίησης»,[6] που δημιουργεί, ωστόσο, σημαντικές ρωγμές εντός της ανθεκτικής αλλά, ωστόσο, ευάλωτης φιλελεύθερης δημοκρατίας μας. Μέσα από τη διαδικασία αυτή πλήττονται όλοι : η ΝΔ απογοητεύει το κεντρογενές ακροατήριό της, ο ΣΥΡΙΖΑ επιστρέφει στην τοξική πόλωση και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ χάνει τον εκλογικά ρυθμιστικό και θεσμικά μεταρρυθμιστικό ρόλο του.

Ειδικά  ο χώρος της Σοσιαλδημοκρατίας (όπως και όσο τον εκφράζει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ), επιλέγοντας την αυτο-θυματοποίηση, έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να αναδείξει το δικό του εκλογικό δίλημμα. Μπορεί, άραγε, να υπάρξει «πολιτική σταθερότητα» χωρίς «δημοκρατική σταθερότητα»; Και ποια άλλη πολιτική δύναμη μπορεί να την εγγυηθεί μέσα σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, μετά τις εκλογές;  Πέρα από τις αρχικές θεσμικές κινήσεις του, ο Νίκος Ανδρουλάκης, θύμα και ο ίδιος μιας «νόμιμης επισύνδεσης», που, άνισα και εκβιαστικά, τον μετέτρεψε σε «επιτηρούμενο» πολιτικό αρχηγό, ασχολείται πλέον πολύ περισσότερο με τα ενοχικά «καθαρά ψηφοδέλτια»,[7] παρά με την ανάληψη ενός ηγεμονικού ρόλου για την ποιότητα της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Ελπίζω ότι, στο επόμενο διάστημα, η διαφαινόμενη αδράνεια του κόμματος θα μετασχηματιστεί σε δραστική κινητοποίηση, στη βάση του προγραμματικού ρεαλισμού, που, όντως, διαθέτει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.  

Αν μάς έμαθε κάτι το πρόβλημα των υποκλοπών είναι ότι ο πειρασμός για τον χαμηλό πήχη των δημοκρατικών αντανακλαστικών είναι πλέον πολύ μεγαλύτερος, απ’ ότι στο παρελθόν. Ακριβώς για αυτό το λόγο, μάς ενοχλούν οι κυβερνητικοί χειρισμοί στις υποκλοπές, η σιωπή και η απόκρυψη στοιχείων αλλά και η παραπλανητική θέση ότι ακόμη και η συζήτηση για τη νομιμότητα είναι μια «υποκριτική συζήτηση».[8] Ακριβώς για αυτό το λόγο, μάς ενοχλούν τα ερωτηματικά στο «Μένουμε Ευρώπη» και τα χειροκροτήματα σε όσους λένε πως ο πουτινικός Μελανσόν είναι «μαχητικός υπερασπιστής της δημοκρατίας».[9] Προφανώς, όλες αυτές οι αντιδραστικές αντιλήψεις δεν συγκινούν πλέον κανέναν προοδευτικό δημοκρατικό πολίτη, που αυτο-προσδιορίζεται ως φιλελεύθερος, ως κεντρώος ή ως κεντροαριστερός.

Ο πάντα μετριοπαθής Νορμπέρτο Μπόμπιο έλεγε πως η δημοκρατικότητα μιας διακυβέρνησης μπορεί να αξιολογηθεί από το βαθμό πολιτικής βίας που υιοθετεί, από τη διαπλοκή των «μυστικών σχέσεων» που διατηρεί στο εσωτερικό της και από την «τέχνη του ψεύδους» που προτάσσει στην επικοινωνία. Ξέρω πως, σε λίγους μήνες, η επικαιρική και εφήμερη εκλογική ατζέντα θα επικαλύψει, ενδεχομένως, όλες αυτές τις συζητήσεις αλλά, τουλάχιστον, η σύγχρονη ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά, ταλαιπωρημένη και η ίδια από πολλές υποθέσεις διαφθοράς και κυβερνήσεις «μειωμένης ευθύνης», δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να αποφύγει το κεντρικό ερώτημα : «γιατί δεν αγαπάμε (πια) τη δημοκρατία;». 

 

[4]https://www.ethnos.gr/Politics/article/89242/tsiprasgianovartisypeythynosgiathnektrophoprothypoyrgos

[6] Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν, Γιατί δεν αγαπάμε τη δημοκρατία ; μτφρ. Μιχάλης Πάγκαλος, Εστία, Αθήνα, 2016, σ. 149.

[9] Βλ. το σημείο 2:09:39 της εκδήλωσης «Μένουμε Ευρώπη;» στο οποίο ο κ. Καμπαγιάννης λέει πως θα θεωρούσε τον εαυτό του «προβληματικό» αν δεν ανέφερε πως ο Μελανσόν είναι «μαχητικός υπερασπιστής της δημοκρατίας, για τον οποίο «είμαστε περήφανοι». Ας σημειωθεί πως, με αφορμή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Μελανσόν έχει δηλώσει πως  «το ΝΑΤΟ ώθησε τον Πούτιν στην εισβολή». (sic!!!)