Για μια καθολική Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση

Δήμος Αθανασόπουλος 24 Σεπ 2025

Η αυτονομία των βαθμίδων εκπαίδευσης μπορεί να νοηθεί ως ενδιάμεσες αποστακτικές πλάκες που οριοθετούν, διαμεσολαβούν και λειτουργούν ως φίλτρα ή διαχωριστικά μεταξύ των διαφορετικών σταδίων γνώσης και κοινωνικής διαπαιδαγώγησης.

Κάθε βαθμίδα (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια) φέρει έναν ιδιαίτερο οργανωτικό, θεσμικό και παιδαγωγικό ρόλο, ώστε η μετάβαση να γίνεται με διακριτό τρόπο, όπως οι πλάκες απόσταξης που κρατούν και καθαρίζουν συστατικά σε μια διαδικασία κλασματικής απόσταξης. Η αυτονομία σημαίνει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων για ουσιώδη θέματα που αφορούν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, τις διδακτικές πρακτικές και τη διοίκηση, μέσα στα όρια που καθορίζει το κεντρικό κράτος.

Όπως οι πλάκες στη χημική απόσταξη φιλτράρουν και καθορίζουν την ποιότητα του τελικού προϊόντος, κάθε βαθμίδα εκπαιδευτικής αυτονομίας διαμορφώνει τη γνωσιακή και κοινωνική σύνθεση του μαθητή, λειτουργώντας ως φίλτρο αξιολογήσεων, αξιών, πρακτικών και ταυτοτήτων. Η ενδιάμεση αυτή αυτονομία επιτρέπει την ανάπτυξη ξεχωριστών αναλυτικών και παιδαγωγικών προσεγγίσεων, περιορίζοντας μηχανικά τη μεταβίβαση στοιχείων που δεν συνάδουν με τη φιλοσοφία και τους στόχους κάθε βαθμίδας.

Η ύπαρξη και διατήρηση διακριτών βαθμίδων αγοράζει τον απαραίτητο χρόνο και τον χώρο για την εξέλιξη τόσο των γνωσιακών δεξιοτήτων όσο και της ψυχοκοινωνικής ωρίμανσης. Κάθε πλάκα αυτονομίας είναι κρίσιμη για την επιλεκτική διασύνδεση, τον θεσμικό προσανατολισμό και τη διαφύλαξη της συνέχειας και συνέπειας στην παιδεία. Αυτό σημαίνει ότι η εξέλιξη των μαθητών και η συνεπακόλουθη κοινωνική κινητικότητα διέρχονται από μία αλληλουχία ενδιάμεσων ισορροπιών που παρέχουν αντιστρεπτική δυνατότητα.

Οι βαθμίδες-πλάκες, εν τέλει, νοούνται ως οργανωτικοί και θεσμικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν τον έλεγχο της μεταδοτικότητας ιδεών/πρακτικών, συντηρώντας την αποτελεσματικότητα και την προσαρμοστικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η μη διακριτή αποστολή εκάστης των εκπαιδευτικών βαθμίδων αναδεικνύει τη “γκρίζα βαθμίδα” (τυπικά η δευτεροβάθμια) ως προπαρασκευαστικό στάδιο που συχνά λειτουργεί κυρίως για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επόμενων σταδίων, αντί να εξασφαλίζει ουσιαστική συνέχεια και συνοχή στη μάθηση. Η αποτυχία στη σύνδεση περιεχομένων και δεξιοτήτων σημαίνει πως η “γκρίζα βαθμίδα”, αντί να λειτουργεί ως οργανική αλυσίδα της εκπαιδευτικής πορείας, μετατρέπεται σε μια “στάση προετοιμασίας”, όπου η έμφαση δίνεται στην απόκτηση ανταγωνιστικών προσόντων για το επόμενο στάδιο (π.χ. εξετάσεις, πιστοποιήσεις, επιλογές καριέρας). Αυτό ενισχύει τις ανισότητες και τις υπαρξιακές εντάσεις μεταξύ των μαθητών, περιορίζοντας τη συνολική παιδαγωγική και κοινωνική αποστολή της βαθμίδας.

Όταν ένα εκπαιδευτικό σύστημα αδυνατεί να προσφέρει ουσιαστική συνέχεια, οι βαθμίδες παύουν να είναι αυτοσυνεπείς και λειτουργούν αποσπασματικά, με αποτέλεσμα οι μαθητές να αντιμετωπίζουν προβλήματα στην προσαρμογή, στην αφομοίωση και στην ομαλή μετάβαση. Η “γκρίζα βαθμίδα” καταλήγει να είναι ο “διάδρομος προετοιμασίας” για την οικονομική ή ακαδημαϊκή ανταγωνιστικότητα, αντί για πεδίο ενιαίας μάθησης και κοινωνικής ένταξης.

Η επικέντρωση της “γκρίζας βαθμίδας” στην ενίσχυση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων δημιουργεί δυσανάλογες συνθήκες πίεσης και σχολικής αποτυχίας, ενώ συχνά αγνοεί ουσιώδη κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά των μαθητών. Το ζήτημα αναδεικνύει την ανάγκη για ανασχεδιασμό της σύνδεσης και της λειτουργίας των βαθμίδων ώστε να προάγεται η αυθεντική συνέχεια και η παιδαγωγική ισοτιμία.