Γοργόνες

Γιάννης Παπαθεοδώρου 10 Αυγ 2025

Αυτές τις μέρες, στη Δανία, διεξάγεται ένας μικρός πολιτιστικός πόλεμος ανάμεσα σε δύο γοργόνες με «διαφορά στήθους». Το 2006, ανεγέρθηκε στην προβλήτα Λάντζελιν στην Κοπεγχάγη, το άγαλμα της «Μεγάλης Γοργόνας» του Peter Bech. Το 2018, το άγαλμα «απομακρύνθηκε» καθώς οι κάτοικοι αποκήρυξαν «την ψεύτικη και χυδαία γοργόνα», λόγω του μεγάλου στήθους της. Στη συνέχεια, η «Μεγάλη Γοργόνα» μεταφέρθηκε στο Φρούριο Ντράγκορ, μέχρι που η δανική υπηρεσία για τον πολιτισμό παρενέβη, τον περασμένο Μάρτιο, ζητώντας την αφαίρεσή του αγάλματος από το φρούριο. Ο Δήμος του Ντράγκορ απέρριψε, εξάλλου, την προσφορά του Bech να δωρίσει το άγαλμα, επειδή θεωρήθηκε πως η πέτρινη κατασκευή «έπιανε πολύ χώρο». Ο καλλιτέχνης, ωστόσο, επέμενε πως η «Μεγάλη Γοργόνα» φτιάχτηκε προκειμένου να ανταποκριθεί στην καλλιτεχνική φαντασία των τουριστών, που θεωρούσαν πως η «Μικρή Γοργόνα» της Κοπεγχάγης δεν αντιστοιχούσε στο μύθο της ομώνυμης αφήγησης του Hans Christian Andersen, το  1837.

Τώρα, η «Μεγάλη Γοργόνα», διαστάσεων 4x6 μέτρων και 14 τόνων, ετοιμάζεται να «απομακρυνθεί» ξανά επειδή δεν «ευθυγραμμίζεται με την πολιτιστική κληρονομιά». Σύμφωνα με τον Guardian, ο κριτικός τέχνης της Politiken, Mathias Kryger, χαρακτήρισε το άγαλμα «χυδαίο και πορνογραφικό». Αντίστοιχα, η Sorine Gotfredsen, ιερέας και δημοσιογράφος, έγραψε στο Berlingske πως «η ανέγερση ενός αγάλματος, που αντιπροσωπεύει το καυτό όνειρο ενός άνδρα για το πώς πρέπει να μοιάζει μια γυναίκα, είναι απίθανο να βοηθήσει πολλές γυναίκες να αποδεχθούν το σώμα τους». Και πρόσθεσε: «Είναι πραγματικά ενθαρρυντικό το γεγονός ότι πολλοί βρίσκουν το άγαλμα χυδαίο, “αντιποιητικό” και ανεπιθύμητο, επειδή ασφυκτιούμε με τα τέλεια σώματα σε δημόσιο χώρο».

Ο καλλιτέχνης απάντησε πως δεν κατανοεί την κριτική για το στήθος της «Μεγάλης Γοργόνας», μιας και είναι απλώς ανάλογο του μεγέθους και της γλυπτικής κλίμακάς της. Στο πλευρό του βρέθηκε, η συντάκτρια του Berlingske, Aminata Corr Thrane, που υποστήριξε πως ο συνεχής και επικεντρωμένος έλεγχος του στήθους της γοργόνας ισοδυναμεί με την πρόκληση ντροπής για τα σωματικά χαρακτηριστικά της (body shaming). Πρέπει, άραγε «τα γυμνά γυναικεία στήθη να έχουν ένα συγκεκριμένο “ακαδημαϊκό σχήμα” και μέγεθος για να τους επιτραπεί να εμφανιστούν δημόσια;», αναρωτήθηκε η συντάκτρια.

Αν και η «Μεγάλη Γοργόνα» είναι λιγότερο γυμνή από τη «Μικρή Γοργόνα» της Κοπεγχάγης, βρέθηκε να κατηγορείται για «πορνογραφική» έκθεση σε δημόσιο χώρο. Έτσι κι αλλιώς, οι χρήσεις και οι καταχρήσεις των πολιτισμικών νοημάτων που αποκτά ένα άγαλμα, εκδηλώνονται συχνά με συγκρούσεις ή και με συμβολικές βεβηλώσεις. Το 1964, για παράδειγμα, ένας από τους πιο προβεβλημένους εκπροσώπους της «Καταστασιακής Διεθνούς», ο Jorgen Nash, πρωταγωνίστησε στον αποκεφαλισμό της «Μικρής Γοργόνας».[1] H «Μικρή Γοργόνα» πλήρωσε με το κεφάλι της την πρωτοποριακή τέχνη των 60s. Απ’ ό,τι φαίνεται, η «Μεγάλη Γοργόνα» πρέπει να πληρώσει με την «απομάκρυνσή» της το «πορνογραφικό» σκάνδαλο, που προκάλεσαν τα στήθη της. Ακόμη και η συμβιβαστική παρέμβαση της Aminata Corr Thrane, που υποστήριξε πως τα δύο αγάλματα «αντιπροσωπεύουν τις δύο πλευρές της γυναίκας και την αιώνια διελκυστίνδα για το τι είναι μια πραγματική γυναίκα», δεν φάνηκε να πείθει τους πολέμιους της «Μεγάλης Γοργόνας».[2]

Με ποιο κριτήριο, λοιπόν, μπορεί να γίνει η αισθητική αξιολόγηση του συγκεκριμένου αγάλματος ; Αυτό που μετράει είναι, άραγε, το θέμα ή το θέαμα; Στην ωραία μελέτη της για την πολιτισμική Ιστορία του γυναικείου στήθους, η Marilyn Yalom μετατοπίζει το ενδιαφέρον της συζήτησης από το ίδιο το σωματικό σημείο του στήθους στο βλέμμα του παρατηρητή :  «Τα στήθη αντιπροσωπεύουν μια άλλη  πραγματικότητα που ποικίλλει στα μάτια του εκάστοτε παρατηρητή. Τα μωρά βλέπουν την τροφή. Οι άνδρες βλέπουν το σεξ. Οι γιατροί βλέπουν την ασθένεια. Οι επιχειρηματίες βλέπουν τα χρήματα. Οι θρησκευτικοί ιθύνοντες μεταμορφώνουν τα στήθη σέ πνευματικά σύμβολα, ενώ οι πολιτικοί τα οικειοποιούνται για εθνικιστικούς σκοπούς. Οι ψυχαναλυτές τα τοποθετούν στο κέντρο του ασυνειδήτου, σαν να ήταν αναλλοίωτοι μονόλιθοι. Αυτή η νοηματική πολλαπλότητα υποδεικνύει την προνομιακή θέση του στήθους στην ανθρώπινη φαντασία. […] Οι σημασίες που αποδίδουμε στα στήθη μας θα είναι πάντοτε συνδεδεμένες με τις κοινωνικές αξίες και τους πολιτισμικούς κανόνες. […] Εφόσον το στήθος έχει τη δυνατότητα να θρέφει, θα διατηρήσει, και για τις γυναίκες και για τους άνδρες, βαθιά χαραγμένους συσχετισμούς με τα πρωιμότερα στάδια της ζωής - μ’ έναν παράδεισο για πάντα χαμένο καθώς περιπλανιόμαστε στις ευθύνες της ενήλικης ζωής και στις ποικίλες μορφές αποξένωσης πού επικρατούν στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες».[3]

Σε κάθε περίπτωση, στη Δανία «τα βυζιά επέστρεψαν»[4] για να υπενθυμίσουν πως ο νέος συντηρητισμός, συχνά επενδυμένος με μια ρητορική κοσμιότητας και υψηλής αισθητικής παράγει νέες κατηγορίες «πορνογραφικοποίησης»[5] των φυσικών σωμάτων αλλά και των καλλιτεχνικών αντικειμένων. Τι πήγε, λοιπόν, στραβά με την, κατά τα άλλα, καλή και δημοκρατική αγωγή, όλων αυτών που εκπαιδεύτηκαν για να προστατεύουν ακόμη και τη σεξουαλική ελευθεριότητα στο χώρο της τέχνης ;[6] Και ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην ελευθερία της τέχνης και στην κριτική για σεξισμό ή τον ρατσισμό; Είναι η «κουλτούρα της ακύρωσης» (cancel culture) ένα βήμα εκδημοκρατισμού ή, μήπως, είναι ένα βήμα πολιτισμικής οπισθοδρόμησης;  Πίσω από όλα αυτά τα ερωτήματα, βέβαια, υπάρχει πάντοτε το φάντασμα της «πολιτικής ορθότητας» ως άμεσης ή έμμεσης μορφής λογοκρισίας · ένα φάντασμα, το οποίο επιστρέφει συχνά, αιφνιδιαστικά και ειρωνικά, ακόμη και ερήμην της ιστορικότητας της γλώσσας, της καλλιτεχνικής πρόθεσης ή και των πολιτισμικών κωδίκων άλλων εποχών.

Η Pamela Travers, η συγγραφέας της Mary Poppins, κατηγορούσε, για παράδειγμα, τον Andersen επειδή η Μικρή Γοργόνα του προερχόταν «από βικτοριανές ηθικές ιστορίες που γράφτηκαν για να τρομάξουν τα παιδιά, έτσι ώστε να έχουν καλύτερη συμπεριφορά».[7] Σήμερα, χρειάζεται η συναίνεση των γονέων προκειμένου τα παιδιά να παρακολουθήσουν την ταινία Mary Poppins, επειδή στους διαλόγους χρησιμοποιείται ο υποτιμητικός όρος «hottentots» (Οτεντότοι)· ένας όρος «που αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους λευκούς Ευρωπαίους για τους νομαδικούς λαούς της νότιας Αφρικής, και στην ταινία χρησιμοποιείται ώστε να περιγράψει τους καπνοκαθαριστές με το λερωμένο από στάχτες πρόσωπο».[8] Για όσους και όσες εξακολουθούν, πάντως, να πιστεύουν πως όλα αυτά δεν λύνονται με απαγορεύσεις, παραμένουν πάντα επίκαιροι οι στίχοι του Ανδρέα Εμπειρίκου, που χαιρέτιζε την άφιξη του υπερρεαλιστικού καραβιού στο λιμάνι της Άνδρου :  «Προβάλλει η πλώρη και η γοργόνα της / Λαχανιασμένη με στήθη ξέστηθη / Ποντίζοντας την άγκυρά της στο λιμάνι». Ευτυχώς ο «λιμπερτίνος» ποιητής δεν γράφει κάτι για το μέγεθος του στήθους της γοργόνας. Ίσως να κινδύνευε και αυτός να πέσει στην παγίδα των σύγχρονων λογοκριτών.    

 

[1] Sadie Plant, The Situationist International in a postmodern age, Routledge, Λονδίνο / Νέα Υόρκη, 1992, σ. 84.

[3] Marilyn Yalom, Η ιστορία του γυναικείου στήθους, μτφρ. Εύη Κλαδούχου, Άγρα, Αθήνα, 2009, σ. 407, 409, 411. 

[4] Στο ίδιο, σ. 410.

[5] Ευάγγελος Λιότζης, Πορνογραφικοποίηση. Ιχνηλατώντας τη σύγχρονη σεξουαλικότητα, Futura, Αθήνα, 2017.

[6] Nathan Harden, Sex and God at Yale. Porn, political correctness and h good education gone bad, Yale University, Νέα Υόρκη, 2012.