Τον Αύγουστο του 2025, με πρόσφατη την έκρηξη του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ, αναφέρθηκα στην κατάσταση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και στις αναδυόμενες ατζέντες, πολιτικές και μιντιακές, για εναλλακτικές διεξόδους. Η επισήμανση του Ευάγγελου Βενιζέλου, ότι «στην συσσώρευση γεγονότων και συμπεριφορών στο κοινοβουλευτικό, συνταγματικό και γενικά θεσμικό επίπεδο, στην πλευρά του κυβερνητικού αστερισμού ήδη φαίνεται “κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης παρά τα επιφαινόμενα” είναι εύστοχη», έγραφα τότε. Ο Ε. Βενιζέλος κατέληγε ότι “μια τέτοια κρίση καθίσταται όμως σχεδόν αυτόματα κρίση νομιμοποίησης”.
Όμως μερικούς μήνες μετά, ο Ε. Βενιζέλος έκανε ακόμη πιο μελανή την απόχρωση, με το τελικό του συμπέρασμα: «Μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη». Εδώ το πράγμα αλλάζει.
Στο άρθρο μου του Αυγούστου διατύπωνα τον εξής ισχυρισμό:
Ευτυχώς η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει διαδικασίες ώστε μια κρίση νομιμοποίησης να αίρεται, προσωρινά ή και κάπως πιο μόνιμα: Τις εκλογές, κανονικές ή πρόωρες. Όμως σε πιο μακροπρόθεσμη κλίμακα δρα μια άλλη κρίση, πολύ βαθύτερη και διαβρωτική.
Την τροφοδοτεί ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε πολιτική στην σημερινή Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα, στην Ευρώπη και στην Αμερική. Κυρίως την τροφοδοτεί το πως πορεύονται σήμερα, στον καιρό της κλιματικής κρίσης και της χωρίς ιστορικό προηγούμενο συσσώρευσης τεράστιων ποσοτήτων πλούτου σε μια απειροελάχιστη χούφτα ανθρώπων, οι κομματικές οικογένειες οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στον 19ο Αιώνα. Την τροφοδοτεί εξίσου αυτή η εξελισσόμενη «νέα δομική αλλαγή της δημόσιας σφαίρας». Τα ισχυρά Μέσα μαζικής επικοινωνίας και ολοένα περισσότερο οι ψηφιακές πλατφόρμες και μέσα δικτύωσης, θέτουν την ατζέντα σκληρά και αντι-πλουραλιστικά, είτε κολακεύοντας «τον λαό», είτε με κυνική ευθύτητα σε καταστάσεις ανάγκης: Ορίζουν για ποιά πράγματα συζητούμε δημόσια και για ποιά πράγματα δεν συζητούμε.
Η λανθάνουσα κρίση αντιπροσώπευσης, κυρίως ως επιταχυνόμενη απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική και ως αποχή από εκλογικές διαδικασίες, μαίνεται στην Ελλάδα επί 15 χρόνια και περισότερο, με αρχή από το 2012 το αργότερο. Μέχρι νεωτέρας, αντιστροφή της πτωτικής τάσης δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ωστόσο, και ανεξάρτητα από αυτό, η αποτυχία του ημεδαπού «δεξιο-φιλελεύθερου» αστερισμού μπορεί να σημάνει και για την Ελλάδα την ώρα της μετάβασης στην ισχύουσα πολιτική «κανονικότητα» της Ολλανδίας, της Βουλγαρίας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας, της Αυστρίας, της Ισπανίας, Πορτογαλίας, όλων των Σκανδιναβικών και Βαλτικών, και πολλών άλλων χωρών της ηπείρου μας. Πολλά μικρά και μικρομεσαία κόμματα, πολυκομματικοί κυβερνητικοί συνασπισμοί, πρόσκαιροι και ευάλωτοι. Αναγκαστική ή από επιλογή καθοδηγούμενη από Συντάγματα και εκλογικά συστήματα, είναι και αυτή «μια κάποια λύσις».
Από αυτή την οπτική γωνία, η κρίση κυβερνητικής εσωτερικής εμπιστοσύνης και η δυνητική κρίση νομιμοποίησης είναι κρίσεις παράγωγες: Τις παράγει, σε τελευταία ανάλυση, μια λανθάνουσα κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, μακροχρόνια και διαρκής, η οποία τείνει να γίνει εμφανέστατη. Όμως η διασπορά των εκλογικών προτιμήσεων σε πολλά κόμματα δεν σημαίνει κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Στην Ολλανδία με τα 15 κόμματα εντός βουλής το μεγαλύτερο D66 στο 17 % και την κατά πάσα πιθανότητα τετρακομματική ή πεντακομματική νέα κυβέρνηση, το ποσοστό συμμετοχής στις τελευταίες γενικές εκλογές ήταν 78 %. Αντίθετα, ενώ στον ελληνικό δικομματισμό ΠΑΣΟΚ - ΝΔ μέχρι τις εκλογές του 2009 η πολιτική αντιπροσώπευση λειτουργούσε υποδειγματικά, η ασθενής απομίμηση δικομματισμού ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ 2015 - 2023 είναι ο επιταχυντής της κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης.

Έγκυρα 1993 - Ιούνιος 2023, περιλαμβανομένου του δημοψηφίσματος Ιουλίου 2015
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα πώς αντιδρούν οι ποικίλοι ημεδαποί διαμορφωτές ατζέντας, πολιτικοί ή μιντιακοί - μαζικοεπικοινωνιακοί, στην φθίνουσα ικανότητα αντιπροσώπευσης. Δηλαδή (1) ποιά προγραμματικά πολιτικά περιεχόμενα προωθούν οι πολιτικοί και (2) για ποιά πράγματα ανοίγουν δημόσια συζήτηση και για ποιά πράγματα δεν ανοίγουν, οι μαζικοεπικοινωνιακοί.
Εδώ, στο σημείο αυτό, αρχίζουμε πια να μιλάμε όντως για ικανότητες διακυβέρνησης σε ημέρες κρίσης και «αλλαγής εποχής», και όχι μόνον για εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση και κυβερνητική νομιμοποίηση εν γένει.
Όλη η θορυβώδης συζήτηση για την υποτιθέμενη πολιτική στροφή του Ε. Βενιζέλου αλλά και η ίδια η παρουσία του στην επετειακή εκδήλωση της εφημερίδας Δημοκρατία με την ομιλία του ως κεντρικού (συν)ομιλητή, αφήνουν γεύση όχι ευχάριστη. Έλλειψη προσοχής στην «αλλαγή εποχής» και εμμονή του παρωχημένου.
Αφενός η έμφαση του Ε. Βενιζέλου στο πόσο «ζωτική σημασία έχει για τη Δύση και τη δημοκρατία το να αποκατασταθεί η σχέση εμπιστοσύνης και η συναντίληψη ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού που έχει τεράστιο ιστορικό βάθος». Με άλλα λόγια, η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα δημιουργεί μεγάλη πολιτική αμηχανία, οπότε οδός διαφυγής είναι ο λογαριασμός χωρίς τον ξενοδόχο. Αφετέρου, η εμπιστοσύνη του Νίκου Αλιβιζάτου στον παράδοξο ελκυστή της ελληνικής πολιτικής για την επάνοδο στην οικεία «πεπατημένη», δηλαδή στον δικομματισμό. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για χάραξη πολιτικής κατεύθυνσης θεμελιωμένη στην εικασία ότι το παρελθόν καθορίζει νομοτελειακά το μέλλον.
Ίσως λοιπόν, ισχυροί ημεδαποί διαμορφωτές ατζέντας, αντί να «περιμένουν τους βαρβάρους», εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους (και τις ελπίδες μας!) για «διακυβερνησιμότητα», και, πέραν αυτής, ίσως και για καλύτερη διακυβέρνηση και πολιτική αναζωογόνηση της χώρας στις δοκιμασμένες «κανονικότητες», εσωτερικές και εξωτερικές, οι οποίες μας έφεραν ως εδώ όπου είμαστε. Ή ακόμη και σε δοκιμασμένους λειτουργούς τους. Άν γίνει έτσι και το κόλπο πιάσει, τότε μια τέτοια άλλη διέξοδος, ιδιόμορφα ελληνική, μπορεί και να υπάρχει ακόμη. Και μάλλον θα είναι πολύ, πάρα πολύ χειρότερη από την διέξοδο που προτιμούν οι «βάρβαροι».