Μερικές προτάσεις για την παιδεία σήμερα

Αρης Δημητρίου 09 Ιουλ 2017

Οι ανακοινώσεις Γιαβρόγλου για όλες τις βαθμίδες της  εκπαίδευσης αποτελούν μια καλή αφορμή για μια προσπάθεια αποτύπωσης της πραγματικότητας στο δημόσιο σχολικό περιβάλλον. Επιτρέψτε μου να επικεντρωθώ στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης που γνωρίζω περισσότερο.
Το περιβάλλον αυτό για πολλά χρόνια χαρακτηρίζεται από την λέξη αποσπασματικότητα. Με επιλογή και ανοχή του κάθε υπουργού παιδείας όλα ξεκινούν και καταλήγουν στον επαγγελματισμό καθώς και το ενδιαφέρον  που θα δείξει ατομικά ο κάθε δάσκαλος ή καθηγητής. Ευτυχώς υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και δυνητικά ακόμα περισσότεροι αλλά κανείς υπουργός δεν τόλμησε να τους στηρίξει με ένα ανθρωποκεντρικό και ισορροπημένο σύστημα αξιολόγησης. Και επειδή μίλησα για στήριξη να προσθέσω οτι τα χρήματα που έχει δώσει  η πολιτεία για την παιδεία  είναι πολύ κατώτερα των περιστάσεων.

Ποιός όμως πληρώνει την παρούσα παγιωμένη κατάσταση που συνολικά δεν εμπνέει εμπιστοσύνη;
Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το δίπολο «Γονιός–Παιδί» καλείται συνήθως να αντιμετωπίσει την ανισορροπία. Εκεί οι καλές προθέσεις δεν είναι πάντα αρκετές ενώ λείπει ο χρόνος καθώς και η εξειδίκευση. Τα προβλήματα μεταφέρονται στην επόμενη βαθμίδα. Οσο και αν φαίνεται περίεργο σοβαρές δυσκολίες αντιμετωπίζει και ο ενσυνείδητος εκπαιδευτικός γιατί με την απουσία διοικητικού ελέγχου μερικοί γονείς νομίζουν ότι είναι σχολικοί σύμβουλοι…
Στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση αυτοί που «την πληρώνουν» πρώτοι με μεγάλη ένταση και με μεγάλο κόστος είναι οι μαθητές.
Στην σημαντικότερη χρονική περίοδο της εφηβείας τους αναγκάζονται να παρακολούθουν δύο σχολεία, το κανονικό και το αναγκαίο φροντιστήριο. Το αποτέλεσμα είναι κούραση, απαξίωση της μαθησιακής διαδικασίας , απομόνωση και απώλεια σημαντικού ελεύθερου χρόνου που θα μπορούσε να αφιερωθεί στην οικογένεια στον αθλητισμό και τον πολιτισμό. Τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία των πανελλαδικών εξετάσεων που δώθηκαν στην δημοσιότητα είναι απογοητευτικά για τις επιδόσεις των μαθητών παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα είναι όλη μέρα στο «σχολείο». Η μειοψηφία που δεν κάνει φροντιστήριο ,γλιτώνει ανισορροπίες, αλλά  είναι στο έλεος της προαναφερθείσας αποσπασματικότητας.
Αμέσως μετά αυτός που την πληρώνει είναι ο οικογενειακός προυπολογισμός . Πολλά χρήματα για να κάνουμε αυτό που «πρέπει»  δύο φορές μέσα στην ημέρα, το πρωί στο σχολείο και το απόγευμα στο κατά πληρωμή σχολείο.
Άλλος ένας μεγάλος χαμένος είναι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής κοινωνίας αφού αξιόλογο εργατικό δυναμικό χρησιμοποιείται για να πετύχει τον ίδιο σκοπό ταυτόχρονα, στον ίδιο (άτυχο) μαθητή. Αμήχανο  χαμόγελο προκαλεί η σκέψη ότι κάθε μεταρρύθμιση στην παιδεία τόσες δεκαετίες υποτίθεται ότι εκπονήθηκε για να καταπολεμήσει την «παραπαιδεία».

Ερχόμαστε στην λέξη κλειδί που καθορίζει την ουσία: Αξιολόγηση.

Η αξιολόγηση στην δημόσια εκπαίδευση δεν είναι απλή υπόθεση και δεν έχει από την φύση της απόλυτο χαρακτήρα. Συνήθως αυτή στηρίζεται στα τυπικά προσόντα (βιογραφικό) που έχει ο κάθε εκπαιδευτικός και σταματά εκεί. Η ψυχή που δίνει όμως ο κάθε εκπαιδευτικός όταν κλείνει η πόρτα της τάξης δεν έχει καμία σχέση με τυπικά προσόντα. Η αλληλεπίδραση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή είναι ένα μη μετρήσημο μέγεθος με μεγάλη σημασία για την πρόοδο του μαθητή αλλά και για την αξία του ίδιου του εκπαιδευτικού.

Εδώ πιστεύω ότι αποκτά ουσία ένας από τους ρόλους που πρέπει να έχει κατα την γνώμη μου ο σχολικός σύμβουλος. Να γνωρίζει προσωπικά τον κάθε εκπαιδευτικό και να αξιολογεί ποιοτικά χαρακτιριστικά μη μετρήσιμα. Το αποτέλεσμα της διδακτικής διαδικασίας (γραπτές εξετάσεις μαθητών) μπορεί να καταγραφεί και να αξιολογηθεί παράλληλα σε ουσιαστικό βαθμό. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτούς τους δύο πυλώνες αξιολογησης (γραπτές εξετάσεις μαθητών – ποιοτικά χαρακτιριστικά εκπαιδευτικού) και να χτίσουμε σιγά σιγά  την εμπιστοσύνη. Το ενδιαφέρον που δείχνει ο εκπαιδευτικός και η διάθεσή που έχει για συνεργασία πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί.
Ο σχολικός σύμβουλος να αναβαθμιστεί, να αυτονομηθεί και να αξιολογέιται από το αποτέλεσμα. Απαραίτητη προυπηρεσία για τον σύμβουλο πρέπει να είναι η δεκαπενταετή συνεχόμενη παρουσία του σε τάξη και είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν θεσμοθετημένες προυποθέσεις που καλύπτουν τα παραπάνω. Απλά στο δημόσιο υπάρχουν προυποθέσεις, θεσμοί και δομές που είναι «εκεί» αλλά ουσιαστικά δεν λειτουργούν.
Σκόπιμα δεν ανέφερα πρώτα την διεύθυνση της σχολικής μονάδας που προφανώς έχει ευθύνη αξιολόγησης του εκπαιδευτικού προσωπικού, όχι γιατί η γνώμη της έχει δεύτερη σημασία, αλλά γιατί συνήθως καλείται να κρατά χρήσιμες ισορροπίες για την απρόσκοπτη λειτουργία της μονάδας.
Η τράπεζα θεμάτων στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν μια πρώτη ουσιαστική προσπάθεια για να αποκτήσει η κάθε σχολική μονάδα ένα κοινό παρονομαστή στην παρεχόμενη γνώση και στην αξιολόγηση του μαθητή. Άμεσα έτσι θα μπορούσε να αξιολογηθεί και ο καθηγητής γιατί η τράπεζα θεμάτων είχε πανελλήνια εφαρμογή.
Προτείνω τα εξής:
-Η τράπεζα θεμάτων να επανέλθει και να εμπλουτιστεί με βασικές ερωτήσεις θεωρίας καθώς και με  ασκήσεις Α-ομάδας.
-Να διατηρηθεί και να συνεχίζει να εμπλουτίζεται ο πολύ καλός θεσμος του ψηφιακού σχολείου (study4exams) στην τελευταία τάξη του Λυκείου.
-Ο σχολικός σύμβουλος να συντάσσει σε συνεργασια με το προσωπικό της ομάδας του  δυο διαγωνίσματα ανά σχολική χρονιά, με προαιρετική χρήση στην τάξη, σε όλη την περιφέρεια. Αυτή η κίνηση θα ενισχύσει πολύπλευρα την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού εργου και θα προσδώσει μεγαλύτερη σημασία στις συναντήσεις της ομάδας.

Κάθε αλλαγή στην παιδεία θέλει διακομματική συναίνεση αλλά και χρόνο. Στην πραγματικότητα πολύ χρόνο. Το Ποτάμι στο θεμά αυτό έχει εντοπίσει την αρχή του νήματος και ζητά επίμονα συναίνεση εδώ και καίρο.
Η επικράτηση της συναίνεσης και της κοινής λογικής στην παιδεία θα σηματοδοτήσει και την αρχή του τέλους της κρίσης που βιώνουμε τόσα χρόνια. Ας το επιδιώξουμε με σθένος όλοι μαζί άσχετα αν διαφωνούμε σε επιμέρους ζητήματα.
Σχεδόν όλα ξεκινούν και καταλήγουν στην παιδεία.