Όταν τα όρια βαφτίζονται λογοκρισία

Γιάννης Χοχλακάκης 23 Δεκ 2025

Δημόσιο χρήμα, τρομοκρατία και το πολιτικό όριο που δεν τολμάμε να υπερασπιστούμε

Υπάρχει ένα γνώριμο μοτίβο στον ελληνικό δημόσιο διάλογο: κάθε φορά που η δημοκρατία επιχειρεί να θέσει όρια, κατηγορείται ότι φιμώνει. Κάθε φορά που αρνείται να προσφέρει βήμα, κατηγορείται ότι φοβάται τον λόγο. Η υπόθεση του ντοκιμαντέρ του Αλέξη Παπαχελά και η συζήτηση γύρω από τη συμπερίληψη συνέντευξης του Κουφοντίνα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύγχυσης — και ταυτόχρονα ένα τεστ πολιτικής ωριμότητας για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία μετά από δεκαετίες τρομοκρατικής βίας.

Ας ξεκινήσουμε από το προφανές, που όμως αποφεύγουμε συστηματικά να πούμε καθαρά: δεν υπάρχει λογοκρισία. Κανείς δεν απαγόρευσε την προβολή του έργου, κανείς δεν φίμωσε τον δημιουργό του, κανείς δεν παρενέβη για να αλλοιώσει το περιεχόμενό του. Αυτό που έγινε είναι κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο — και πολύ πιο πολιτικό. Το κράτος αρνήθηκε να συνδέσει το δημόσιο χρήμα με την παρουσία και τη συμβολική αναβάθμιση ενός αμετανόητου τρομοκράτη.

Η άρνηση δημόσιας χρηματοδότησης δεν είναι φίμωση. Είναι άρνηση πολιτικής συνενοχής. Το δημόσιο χρήμα δεν είναι ουδέτερο, ούτε τεχνική λεπτομέρεια. Είναι πολιτική δήλωση. Όταν χρησιμοποιείται, προσδίδει κύρος, θεσμική αναγνώριση και βάρος. Και όταν αυτό το βάρος μεταφέρεται στον λόγο ενός καταδικασμένου τρομοκράτη, τότε η δημοκρατία δεν καταγράφει απλώς την Ιστορία — την επανανοηματοδοτεί επικίνδυνα.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη πιο ανησυχητικό σε αυτή τη συζήτηση: η ευκολία με την οποία ένα τμήμα του δημόσιου λόγου μετατοπίζει το κέντρο βάρους από τα θύματα στον δράστη. Από τη μνήμη στη «μαρτυρία». Από τη βία στις ερμηνείες της. Πρόκειται για μια γνώριμη ελληνική παθογένεια, που επί δεκαετίες αντιμετώπισε την τρομοκρατία όχι ως κατά μέτωπο επίθεση στη δημοκρατία, αλλά ως «σύνθετο φαινόμενο» που χρήζει κατανόησης.

Αυτή η μετατόπιση δεν είναι αθώα. Όταν ο αμετανόητος τρομοκράτης παρουσιάζεται ως αναγκαίος συνομιλητής της Ιστορίας, η δημοκρατία χάνει τη γλώσσα της. Δεν αποδομεί τη βία — τη σχετικοποιεί. Και όταν αυτή η σχετικοποίηση γίνεται με τη σφραγίδα δημόσιων θεσμών ή δημόσιου χρήματος, τότε δεν πρόκειται για αθώα «ιστορική προσέγγιση», αλλά για πολιτικό λάθος με βάθος και διάρκεια.

Ο  Κουφοντίνας δεν είναι μια «δύσκολη φωνή του παρελθόντος». Είναι ο εκτελεστής μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που δολοφόνησε, τραυμάτισε και κατέστρεψε ζωές. Και παραμένει αμετανόητος. Ο λόγος του δεν είναι ουδέτερη μαρτυρία. Είναι λόγος με ψευδεπίγραφη ιδεολογική στόχευση, που επιδιώκει τη δική του πολιτική δικαίωση. Όποιος το αγνοεί αυτό, απλώς προσποιείται ουδετερότητα.

Η επίκληση της «ιστορικής τεκμηρίωσης» λειτουργεί εδώ ως άλλοθι. Η Ιστορία δεν γράφεται με ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον δολοφόνο και στον δολοφονημένο. Όταν το κάνεις αυτό, δεν στέκεσαι πάνω από τη σύγκρουση· παίρνεις θέση υπέρ της εξίσωσης. Και αυτή η εξίσωση είναι βαθιά πολιτική επιλογή.

Το πρόβλημα, τελικά, δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ ή ένας δημιουργός. Το πρόβλημα είναι η διαχρονική μας αδυναμία να πούμε ένα καθαρό «όχι» στη βία όταν αυτή συνοδεύεται από ιδεολογικό πρόσημο. Η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά αυτή την αμφιθυμία στη Μεταπολίτευση. Και κάθε φορά που επιστρέφει, μεταμφιεσμένη σε αγωνία για την «ελευθερία του λόγου», αναπαράγει το ίδιο πολιτικό αδιέξοδο.

Η δημοκρατία δεν φοβάται τον λόγο. Φοβάται —και σωστά— τη σύγχυση. Και οφείλει να θέτει όρια εκεί όπου η ανοχή μετατρέπεται σε άλλοθι. Όχι για να περιορίσει την ελευθερία, αλλά για να τη διασώσει από τη δική της ευκολία. Αν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, τότε δεν έχουμε πρόβλημα λογοκρισίας. Έχουμε πρόβλημα πολιτικής αυτοπεποίθησης.