Μια μικρή, διδακτική εμπειρία

Γιώργος Φλωρίδης 14 Σεπ 2013

Παρακολουθώ αυτές τις μέρες τις έντονες αντιδράσεις για το κλείσιμο σχολείων και νοσοκομείων. Πάλι μπροστά μας το «καταραμένο μνημόνιο» και η «επάρατη τρόικα».

Γυρίζω πίσω σχεδόν 20 χρόνια πριν, το 1995. Είχα εκλεγεί Νομάρχης Κιλκίς και, μαζί με τους νομαρχιακούς συμβούλους, αναζητούσαμε τρόπους να βοηθήσουμε τον τόπο μας. Στις συναναστροφές με κάποιους -αφοσιωμένους στη δουλειά τους- δασκάλους, ένιωθα την απογοήτευσή τους για το ότι στα τέλη του 20ού αιώνα υπήρχαν ακόμη μονοθέσια και διθέσια δημοτικά σχολεία, όπου τα παιδιά, στην πιο κρίσιμη ηλικία για τη διανοητική τους διαμόρφωση, διδάσκονταν 50 ώρες μαθηματικά και γλώσσα τον χρόνο, ενώ στα εξαθέσια, δηλαδή στα ολοκληρωμένα σχολεία, τα παιδιά διδάσκονταν τα ίδια μαθήματα για 150-200 ώρες μαζί με ξένη γλώσσα, μουσική και φυσική αγωγή. Κάποιοι φίλοι καθηγητές, μου έλεγαν ότι τα παιδιά που έρχονταν στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου από ολιγοθέσια σχολεία δεν ήταν μόνον αρκετά πίσω στο μαθησιακό επίπεδο, αλλά είχαν και δυσκολία προσαρμογής, καθώς από ένα περιβάλλον 9-10 παιδιών βρίσκονταν ξαφνικά σε περιβάλλον 200 μαθητών. Μου έλεγαν χαρακτηριστικά ότι κάθονται «ζαρωμένα» και φοβισμένα σε κάποια γωνιά της αυλής στα διαλείμματα. Άκουγα, επίσης, για τις αντιδράσεις που συναντούσαν από λογής τοπικούς παράγοντες κάθε φορά που έμπαινε το θέμα να συγχωνευτούν τα ολιγοθέσια σχολεία σε μεγαλύτερα, με πολύ περισσότερες εκπαιδευτικές δυνατότητες.

Σκεφτήκαμε τότε ότι θα άξιζε τον κόπο να αναλάβουμε μια πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση των συγχωνεύσεων, με σκοπό να παράσχουμε καλύτερες δυνατότητες εκπαίδευσης στους μαθητές των μικρών, κυρίως, χωριών. Μια ομάδα αφοσιωμένων στην ιδέα δασκάλων ανέλαβε να σχεδιάσει το πρόγραμμα. Σκοπός ήταν σε διάρκεια δύο-τριών ετών να μην υπάρχουν στον νομό σχολεία που δεν θα ήταν τουλάχιστον τετραθέσια, με δυο επιπλέον ειδικούς για γλώσσα και φυσική αγωγή. Κατανοήσαμε από την αρχή ότι η επιτυχία ήταν εξαρτημένη κυρίως από τους γονείς των παιδιών, δηλαδή από το αν θα δέχονταν να «ξεβολευτούν» κάπως, αφού θα χρειάζονταν καθημερινές μετακινήσεις των μικρών μαθητών. Οι δάσκαλοι βρήκαν τους γονείς έναν-έναν ή κατά ομάδες, συζήτησαν πολύ και τελικά τους έπεισαν. Παράλληλα σχεδιάστηκε ο τρόπος ασφαλούς μεταφοράς των μαθητών με δημόσια μέσα. Ετοιμάστηκαν και οι επιπλέον τοποθετήσεις δασκάλων, όπου ήταν απαραίτητο. Όπως ήταν αναμενόμενο, εμφανίστηκαν και οι αντιδράσεις από τους «τοπικούς παράγοντες», οι οποίοι πίεζαν τα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου να μην εγκρίνουν την πρόταση. Κατά σύμπτωση, κανείς από τους αντιδρώντες δεν είχε παιδιά που να πηγαίνουν σχολείο. Οι νομαρχιακοί σύμβουλοι δεν υπέκυψαν. Άλλωστε, αρκετοί από αυτούς είχαν πάρει μέρος στον σχεδιασμό και πίστευαν στη χρησιμότητα του προγράμματος. Η πρόταση συγχωνεύσεων με την κατάργηση 40 ολιγοθέσιων δημοτικών σχολείων υποβλήθηκε στο Υπουργείο Παιδείας και εγκρίθηκε αυτούσια. Επισκέφθηκα τα σχολεία για να δω πώς εξελίχθηκε το πρόγραμμα. Ήταν από εκείνες τις φορές που η συμμετοχή στα κοινά δίνει τέτοια ικανοποίηση. Δάσκαλοι και γονείς μου έλεγαν ότι τα παιδιά των πρώην ολιγοθέσιων σχολείων ήταν ευτυχισμένα. Αλλά τότε δεν υπήρχε τρόικα να της ρίξουν κάποιοι το ανάθεμα του «κλεισίματος των σχολείων» και κάποιοι άλλοι, με τις πολιτικές ευθύνες για την παιδεία, να ανακοινώνουν «οικονομίες» μερικών χιλιάδων ευρώ, ως «κέρδος» από τις συγχωνεύσεις και να τις εμφανίζουν ως «μνημονιακή υποχρέωση» αντί για βασική εκπαιδευτική ανάγκη και παροχή ίσων ευκαιριών στα παιδιά.

Η εμπειρία αυτή με βοήθησε αργότερα να καταλάβω σχετικά εύκολα τον σχεδιασμό του τότε Υφυπουργού Παιδείας Νίκου Γκεσούλη για τα ολοήμερα νηπιαγωγεία και δημοτικά, όταν ήμουν στο Υπουργείο Οικονομικών. Δεν είχα κανέναν δισταγμό να εγκρίνει τη χρηματοδότηση μιας τόσο αναγκαίας και τελικά πετυχημένης προσπάθειας. Στόχος ήταν να προχωρήσουμε και στο ολοήμερο γυμνάσιο, καθώς και στην καλύτερη οργάνωση της πρόσθετης διδακτικής στήριξης, που αφορούσε κυρίως μαθητές που δεν είχαν οικονομικές δυνατότητες για φροντιστήρια. Αισθανόμασταν ότι κάπως έτσι δημιουργείται πραγματικό και ισχυρό κοινωνικό κράτος.

Πληροφορούμαι ότι φέτος, παρά τα προς διανομή «πρωτογενή πλεονάσματα» του κ. Σαμαρά, πολλά ολοήμερα σχολεία δεν θα λειτουργήσουν. Μαθαίνω επίσης ότι στα παιδιά της πρώτης δημοτικού δίνονται 19 (ναι, 19) βιβλία. Αρκετά από αυτά -όπως και των υπολοίπων τάξεων- είναι τόσο κακογραμμένα που ούτε οι δάσκαλοι τα καταλαβαίνουν για να τα διδάξουν. Λες και κάποιοι έχουν σχεδιάσει τον ιδανικό τρόπο ώστε τα παιδιά από νωρίς να μισήσουν το σχολείο! Ίσως φανεί ασήμαντο, μα οι ασκήσεις είναι γραμμένες στα βιβλία και οι απαντήσεις πρέπει να γραφτούν πάνω σ? αυτά, ώστε να μην μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν. Το σίγουρο είναι ότι με 19 βιβλία τα παιδιά δεν είναι βέβαιο ότι θα μάθουν σωστά τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής, ούτε την αλφαβήτα με τη σωστή γραφή. Πού να βρεθεί χρόνος… Και αντίστοιχα στις άλλες τάξεις ίσως δεν θα μάθουν Ιστορία, ώστε, όπως λέει ο Μ. Μαζάουερ, όταν μεγαλώσουν να είναι καταδικασμένα να κάνουν, όπως κι εμείς, τα ίδια τραγικά λάθη του παρελθόντος.

Την ίδια ώρα, η δημόσια συζήτηση αφορά τα Θρησκευτικά, τα Αρχαία και τα Λατινικά, αφού ο «συνωστισμός» μάς τελείωσε. Η βάση των ανθρωπιστικών σπουδών μπαίνει στο περιθώριο. Πουθενά δεν αναδεικνύεται η χρησιμότητα της κλασικής παιδείας. Κι όμως, αν όσοι θεοποιούν τις -σίγουρα χρήσιμες- τεχνικές ειδικεύσεις έκαναν τον κόπο να πληροφορηθούν τα κριτήρια επιλογής στελεχών στις μεγάλες διεθνείς εταιρίες, θα μάθαιναν ότι στις πιο ψηλές βαθμίδες προτιμώνται στελέχη που εκτός από τα βασικά προσόντα της θέσης έχουν και κλασική παιδεία, γιατί αυτή είναι εχέγγυο μιας σφαιρικής αντίληψης των πραγμάτων.

Α, αυτές τις μέρες είναι ακόμη οι απεργίες και οι διάφορες «μορφές αγώνα» που επιτρέπουν, σχεδόν απαιτούν, να προπηλακίζεται για παράδειγμα ο Σωκράτης Μάλαμας που δεν υπέκυψε στη βία των «αγωνιστών», όπως, δυστυχώς, κάποιοι συνάδελφοί του. Πίσω από όλα αυτά, αναζητούμε το αληθινό δημόσιο σχολείο. Και, κυρίως, τους μαθητές του…