Ο Μέγας Πέτρος της Ρωσίας και «η απαγόρευση του πτύειν»

Αλέκος Κρητικός Αντώνης Τριφύλλης 18 Δεκ 2017

«…πλην Λακεδαιμονίων»
«Στα 200 π.Χ.», Κ.Π. Καβάφης

Οι επιστήμονες που δουλεύουν τα ζητήματα του εγκεφάλου μας ανακάλυψαν πως οι νευρώνες, δηλαδή τα κύτταρα του εγκεφάλου, συνεχίζουν να αναπαράγονται και στις μεγάλες ηλικίες. Ο τρόπος ενίσχυσης της αναπαραγωγής νευρώνων είναι η άσκηση με τη διαδικασία της μάθησης.

Η Ιστορία είναι πάντα μια συναρπαστική γνώση, ιδιαίτερα στις ταραγμένες ημέρες μας. Ετσι, διαβάζοντας παλαιά κιτάπια, θυμηθήκαμε ότι o Μεγάλος Πέτρος της Ρωσίας, για να μετατρέψει την καθυστερημένη χώρα του σε παγκόσμια δύναμη, συμπέρανε ότι έπρεπε να μάθει το μυστικό των Δυτικών. Και μια και δεν υπήρχε Internet, ντύθηκε μουζίκος και πήγε ινκόγκνιτο για ενάμιση χρόνο – όντας αυτοκράτορας – και δούλεψε ως ανειδίκευτος εργάτης σε εργοστάσια για να δει από κοντά τι στο καλό γινόταν στη Δύση. Γυρνώντας στη Ρωσία προχώρησε σε «βίαιο» εκσυγχρονισμό των μεταφορών, του Στρατού και της διοίκησης, καλώντας χιλιάδες (!) επιστήμονες, εργάτες κ.λπ. από προηγμένες χώρες με ανταγωνιστικές αμοιβές για να εφαρμόσουν αυτά που είδε με τα μάτια του. Πέτυχε. Εκανε τη Russia «great again». Και έτσι έγινε Μέγας.

Μία από τις διαδόχους του, η Αικατερίνη η Μεγάλη, αν και κυβέρνησε και αυτή με σιδηρά πυγμή, κατανόησε ότι οι αλλαγές, για να είναι στέρεες, πρέπει να συνοδεύονται από αλλαγή νοοτροπίας, αλλαγή ατομικού και συλλογικού πολιτισμού. Για αυτό έδωσε βάρος στην παιδεία δημιουργώντας πανεπιστήμια.

Ο Αρης Βελουχιώτης πάλι, έχοντας συνειδητοποιήσει αυτή τη νομοτέλεια, απαντούσε σε θερμόαιμους συντρόφους του: «Η θρησκεία δεν καταργείται με διατάγματα. Οσοι θέλουν θα κάνουν τον σταυρό τους ακόμη και κάτω από την κουβέρτα». Η θρησκεία, βλέπετε, ως μέρος της εθνικής ταυτότητας, έχει βαθιές ρίζες και η όποια προσαρμογή της στις σύγχρονες συνθήκες – στοχαστικές προσαρμογές, έγραφε ο Καβάφης – απαιτεί χρόνο.

Εις επίρρωσιν των ανωτέρω, έστω και σε πολύ διαφορετική κλίμακα, ας θυμηθούμε – οι παλαιότεροι – την επιγραφή «Απαγορεύεται το πτύειν» που υπήρχε στα παλιά λεωφορεία. Στις μέρες μας η επιγραφή αυτή δεν υπάρχει πλέον, επειδή προφανώς έχει εκλείψει ο λόγος ύπαρξής της. Οι επιβάτες δεν φτύνουν πια στο δάπεδο του λεωφορείου ή του ηλεκτρικού. Γιατί όμως αυτό; Μήπως συνετίστηκαν από τις αυστηρές ποινές που, ίσως, κατά καιρούς επιβλήθηκαν στους παραβάτες; Μάλλον όχι. Δεν θυμόμαστε να έχουν ποτέ τιμωρηθεί οι «πτύοντες».

Συντελέστηκε, λοιπόν, από μόνη της αυτή η μεταβολή στάσης, αυτόματα; Οχι. Καθοριστικά συνέβαλε σε αυτό η βελτίωση της ποιότητας των λεωφορείων, των συνθηκών καθαριότητας, της συμπεριφοράς του οδηγού αλλά και των συνεπιβατών. Μήπως δεν επιβεβαιώνεται αυτό και σήμερα; Στους σταθμούς του ηλεκτρικού – αλλά και μέσα στα βαγόνια – εξακολουθούμε να βλέπουμε στο δάπεδο πατημένες τσίχλες. Οχι όμως στο μετρό. Ο λόγος; Μα, προφανώς, το αναβαθμισμένο περιβάλλον και πολύ λιγότερο η αυξημένη επιτήρηση. Ηθικόν δίδαγμα: Οταν το περιβάλλον, το όλο περιβάλλον (κτιριακό, πολεοδομικό, θεσμικό, διοικητικό, πολιτισμικό) σέβεται τον πολίτη/χρήστη, είναι βέβαιο ότι και ο πολίτης θα ανταποδώσει αυτόν τον σεβασμό. Αρκεί να υπάρχει και ηγεσία ικανή να εμπνεύσει και να εγγυηθεί αυτόν τον αμοιβαίο σεβασμό. Και να δώσει και όραμα.

Ξεχάσαμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όταν μια πόλη αλλά και μια χώρα ολόκληρη πειθάρχησαν στην ανάγκη αξιοπρεπούς τέλεσής τους; Οταν δεν παραβιάζονταν οι ολυμπιακές λωρίδες στις μεγάλες αρτηρίες, όταν δεν πετάγαμε χαρτιά – πεζοί ή εποχούμενοι – στον δρόμο; Ηταν ο ίδιος λαός που σήμερα κάνει ακριβώς τα αντίθετα. Που γεμίζει τους κάδους ανακύκλωσης με οργανικά απορρίμματα, που διπλοπαρκάρει σε σημεία όπoυ απαγορεύεται ακόμη και η απλή στάση. Που δεν έχει, τελικώς, ηγεσία που θα του εμπνεύσει τον σεβασμό, θα του δώσει όραμα. Ηγεσία που θα κάνει «ιδιοκτησία» της τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Μήπως, για να έλθουμε και στην επικαιρότητα, αντί για την ποινικοποίηση του «φάσκελου» θα πρέπει να ψάξουμε τρόπους που θα δείξουν και θα διδάξουν στις επόμενες γενιές ότι η βία, η όποια βία (σωματική, λεκτική, ηθική) δεν είναι τρόπος επίλυσης διαφορών; Και ότι ο μη σεβασμός του άλλου είναι επίσης μια μορφή βίας; Αφού, όμως, πρώτοι εμείς σταματήσουμε να καλλιεργούμε αυτά τα πρότυπα βίας και να δείχνουμε σεβασμό ακόμη και σε επίπεδα και χώρους που θα έπρεπε να δίνουν παραδείγματα προς μίμησιν και όχι προς αποφυγήν. Τότε, και μόνο τότε, δεν θα υπάρχει ανάγκη για επιγραφές «απαγορεύεται». Ούτε για το «πτύειν» ούτε για οτιδήποτε άλλο.

Μπορεί να υπάρξει τέτοια προοπτική; Ναι, μπορεί. Για παράδειγμα, κανείς από τους συνομηλίκους μας δεν μπορεί να καυχηθεί ότι δεν έχει ποτέ πετάξει χαρτί στον δρόμο. Τα παιδιά μας όμως μπορούν! Μπορεί να χρειάστηκε μια γενιά. Μπορεί να χρειάστηκε σοβαρή προσπάθεια περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης κατά τη σχολική ηλικία (που το βάρος της, για να είμαστε δίκαιοι, συνεπωμίστηκαν και ιδιωτικές πρωτοβουλίες, σεμνές αλλά και γνωστές σε όλους). Ηδη όμως βλέπουμε τα αποτελέσματα.

Συμπέρασμα: Υπάρχουν προσαρμογές που πρέπει να γίνουν άμεσα. Υπάρχουν άλλες που σχετίζονται με την εθνική μας ταυτότητα οι οποίες δεν επιδέχονται βίαιες προσαρμογές. Τώρα που τελειώνουν τα Μνημόνια, είναι ανάγκη να καταρτίσουμε μια εθνική στρατηγική για την ανάπτυξη, τη χρηστή διαχείριση του δημόσιου χρήματος, τη δημιουργία θέσεων εργασίας κ.λπ., της οποίας να αποκτήσουμε την ιδιοκτησία. Για τις δεύτερες απαιτείται μια ριζοσπαστική αναμόρφωση της παιδείας και της εκπαίδευσης. Η δοσολογία αυτών των μεταρρυθμίσεων, ο πολιτικός λόγος που θα εμπνεύσει και η συστηματική εφαρμογή των προσαρμογών θα επιτρέψουν στις γενιές που έρχονται να ζήσουν όπως τους αξίζει. Θα τα καταφέρουμε;

Αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που έλεγε και ο Χίτσκοκ. Το σίγουρο είναι ότι ο «χρόνος κυλάει δίχως να κοιτάει τη δική μας μελαγχολία», οδηγώντας σε ένα απαιτητικό και δύσκολο μέλλον, που θα καθορίζεται από τις αναπόφευκτες αλλαγές της ψηφιακής εποχής και τις βίαιες ανακατατάξεις της παγκόσμιας ισορροπίας.