Βλέποντας τα επιτόκια να σκαρφαλώνουν

Κώστας Καλλίτσης 23 Ιαν 2022

Αλλαγή εποχής. Η μακρά περίοδος των χαμηλών ή/και αρνητικών επιτοκίων τελειώνει, οι θεωρίες που είχαν τεθεί σε ευρεία κυκλοφορία τέτοια εποχή πέρυσι -πως τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά επί πολλές 10ετίες- αποσύρονται, μαζί τους ανασκευάζονται και όσες πολιτικές εμπνέονταν από τέτοιες προσδοκίες. Μετά την Βρετανία και τη Νορβηγία, η FED θα αυξήσει τα επιτόκιά της τον Μάρτιο και ίσως τα αυξήσει άλλες τρεις φορές το 2022 για να ανακόψει τον πληθωρισμό (7%). Κι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι πλέον τόσο αδιάλλακτη, συζητά για μια αύξηση επιτοκίων το δεύτερο 6μηνο φέτος, γιατί φοβάται ότι ο πληθωρισμός (5%) δεν θα εκτονωθεί πριν τα τέλη του έτους –πιο αργά από όσο πρόβλεπε. Η αύξηση των επιτοκίων είναι βεβαία, ωστόσο πολλές είναι οι αβεβαιότητες.

Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν το πρόβλημα που οι ίδιες δημιούργησαν, ως παραπροϊόν  της άπλετης έκδοσης χρήματος με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Το αποτέλεσμα δεν προεξοφλείται με ασφάλεια. Αρκετοί αναρωτιούνται αν η αύξηση των επιτοκίων είναι το κατάλληλο εργαλείο για τη συγκράτηση του πληθωρισμού στις σημερινές συνθήκες. Άλλοι ανησυχούν μήπως η αύξηση των επιτοκίων και ο περιορισμός της έκδοσης χρήματος πλήξουν την παγκόσμια μετά-covid ανάκαμψη. Ακόμα περισσότεροι ανησυχούν για τις συνέπειες αυτής της αύξησης σε έναν υπερχρεωμένο κόσμο –σε ιδιώτες, επιχειρήσεις και, κυρίως, υπερχρεωμένα κράτη. Όπως η Ιταλία, λόγω του τεράστιου απόλυτου μεγέθους του χρέους. Κι η Ελλάδα -λόγω του δραματικού μεγέθους του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του χρέους μας είναι σε δημόσιου χαρακτήρα ευρωπαϊκούς φορείς με σταθερά επιτόκια για κάποια χρόνια, δεν είναι λόγος εφησυχασμού. Είναι, μόνο,  ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας. Οι ευρωπαϊκοί φορείς θέλουν να περιορίσουν την έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος, σταδιακά θα αλλάζουν τα ομόλογα που κατέχουν με νέα, το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού μας θα αυξάνεται με κάθε έκδοση νέων ομολόγων είτε με την επανέκδοση παλαιότερων. Το κόστος του δανεισμού αυξάνεται παντού, προχτές η απόδοση του γερμανικού 10ετούς έγινε θετική (από αρνητική που ήταν επί 30 μήνες…), ανεβαίνουν οι αποδόσεις των ομολόγων όλων των κρατών της ευρωζώνης, και της Ελλάδας: Από 0,88% τον Ιούνιο του 2021, σε 1,8% την περασμένη εβδομάδα το 10ετές.

Η διαφορά μας από τις άλλες χώρες είναι πως η Ελλάδα είναι υπερχρεωμένη -με εξωτερικό χρέος. Αντί, λοιπόν, χαζοχαρούμενα να πανηγυρίζουμε κάθε φορά που δανειζόμαστε από τις αγορές (όπως κάνει μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης, αναπαράγοντας αμάσητα τα κυβερνητικά δελτία Τύπου…), συνετό θα ήταν να τρέχουμε να προλάβουμε να κάνουμε ό,τι πρέπει, για να μη πέσουμε σε τοίχο, αδυνατώντας να εξυπηρετήσουμε το χρέος -πάλι. Κι αυτό δεν είναι άγνωστο, αλλά είναι δύσκολο: Να αλλάξει τροχιά η χώρα, να πετυχαίνει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης επί πολλά συνεχή χρόνια (όχι μόνο τα επόμενα δυο-τρία…) ώστε να μπορούμε να αποπληρώνουμε τα δάνεια.

Προϋποθέσεις είναι η βούληση και κάποιου είδους εθνική συνεννόηση για να προχωρήσουν οι αναγκαίες, υπερώριμες, μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Που λέγονται, αλλά δεν γίνονται. Κάτι σαν αυτό που συμβαίνει στο ΕΣΥ: Σε τακτά χρονικά διαστήματα, εξαγγέλλεται η πρόθεση για μια μεγάλη μεταρρύθμισή του. Αλλά, στις διοικήσεις των νοσοκομείων προτεραιότητα κατά κανόνα έχουν οι κολλητοί, όχι οι (καθ’ ημάς είτε ξενιτεμένοι) άριστοι στο μάνατζμεντ νοσοκομείων. Και, σήμερα ακόμα, ούτε το διπλογραφικό σύστημα έχει καθολική εφαρμογή, ούτε η (στοιχειώδης…) υποχρέωση διαφάνειας, η έγκαιρη κατάρτιση ισολογισμών, γίνεται σεβαστή σε όλα τα νοσοκομεία.

Πηγή: www.kreport.gr