Ενώ εξελίσσονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Τόκιο, η αθλήτρια από την Λευκορωσία Κριστίνα Τσιμανούσκαγια, μετά από την απόφαση των αρχών της χώρας να αποβληθεί από την Ολυμπιακή αποστολή της Λευκορωσίας, παρέμεινε στην Ιαπωνία, ζητώντας την παροχή προστασίας. Μετά από παρέμβαση της Πολωνικής κυβέρνησης, η Λευκορωσίδα αθλήτρια έλαβε «βίζα για ανθρωπιστικούς λόγους», όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Τα Νέα.»
Σε αυτό το πλαίσιο, ήτοι, στο πλαίσιο διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, εγγράφονται με ιδιαίτερο τρόπο, αφενός μεν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούν στη Λευκορωσία, λίγο καιρό μετά την πραγματοποίηση ή αλλιώς, την εκδήλωση ενός κοινωνικοπολιτικού κινήματος διαμαρτυρίας που στράφηκε εναντίον του καθεστώτος του Αλεξάντρ Λουκασένκο, και αφετέρου δε, οι τρόποι που επιλέγει το καθεστώς για να αντιμετωπίσει ό,τι θεωρεί ως δυνάμει «απειλητικό» για την συνοχή και την υπόσταση του, και επίσης, ως δυνάμει ανατρεπτικό. Εδώ βέβαια, η αθλήτρια που επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Λευκορωσία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, προσλαμβάνεται ως πρόσωπο που έχει παραβεί την άτυπα θεσμοθετημένη επικράτεια του λόγου, ήτοι, ασκώντας κριτική στους προπονητές της.
Έτσι, παραβαίνοντας αυτή την ?επικράτεια του λόγου,? έθιξε και συμβολικά υπονόμευσε τον (ιεραρχικό) τρόπο που οργανώνεται το καθεστώς του προέδρου Λουκασένκο, τις ?αξίες? που το χαρακτηρίζουν, με την απόφαση αποπομπής της από την Ολυμπιακή αποστολή της χώρας να συνιστά μία αναβαθμισμένη στρατηγική που εφαρμόζεται όταν καθίσταται αντιληπτό ό,τι το εγχείρημα να υποπέσει η αθλήτρια σε ?καθεστώς? προληπτικής αυτο-λογοκρισίας, δεν επετεύχθη.
Οπότε, η «λύση» που επιλέχθηκε, ως «λύση» η οποία και εμπεριέχει την έννοια της «έκτακτης ανάγκης» παραπέμπει στα χαρακτηριστικά εκείνα (ή στις νόρμες) που διέκριναν τον τρόπο λειτουργίας του Κομμουνιστικού κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.
Κατ? αυτόν τον τρόπο, η αποβολή της αθλήτριας, διότι αυτή προχώρησε σε μία πολιτική μη ανεκτής ?ρήξης,? αιτιολογήθηκε με την επίκληση της ασταθούς ψυχολογικής και συναισθηματικής της κατάστασης, κάτι που αναδεικνύει και ταυτόχρονα προσδιορίζει, και τον τρόπο με τον οποίο το καθεστώς, το Λευκορωσικό, μετα-σοβιετικό καθεστώς μπορεί και ενσωματώνει Σοβιετικές νόρμες, όσον αφορά την αντιμετώπιση της ?απειλής,? όσο και το ό,τι ο διαφωνών, ασκούμενος στον κριτικό λόγο, αντιμετωπίζεται και αναπαρίσταται ως ?μη λογικό υποκείμενο,? ως πρόσωπο που δεν ?έχει σώας τα φρένας,? διότι, δεν αμφισβητεί απλά την κομματική-καθεστωτική γνώση και αλήθεια, που μπορεί να είναι πολιτικοϊδεολογική και ηθική, αλλά συγκροτεί τον λόγο του πάνω στο ψέμα με τέτοιον τρόπο μάλιστα που το καθιστά μία ιδιαίτερη ?ενσάρκωση? του ψεύδους.
Έτσι λοιπόν, η αθλήτρια είναι ?ασταθής,? τρεκλίζει και ψεύδεται, χάνει από μπροστά την αλήθεια, με την κατάσταση της να αποδεικνύεται από το ?ακλόνητο? fact, δηλαδή, γεγονός. Και ποιο είναι αυτό; Είναι το ό,τι δέχεται να αποτελέσει ?πιόνι? και ?εργαλείο? της Δύσης στον ?πόλεμο? που διεξαγάγουν εναντίον της Λευκορωσίας.
Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, η Κριστίνα Τσιμανούσκαγια που ζήτησε αρχικά προστασία από τις αρχές της Ιαπωνίας, απο-ηθικοποιείται δραστικά, εντασσόμενη στην κατηγορία της εσώτερης απειλής, δυόμισι περίπου μήνες μετά την σύλληψη του δημοσιογράφου Ρομάν Προτασέβιτς εν πτήσει.
Εάν στραφούμε αναλυτικά στο θεωρητικό σχήμα του Von Beyme περί της ύπαρξης του λεγόμενου «τέταρτου κύματος εκδημοκρατισμού», στα τέλη περίπου, της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, κύματος που κύρια συμπεριέλαβε εντός του χώρες του πρώην Σοβιετικού-Σοσιαλιστικού μπλοκ που ευρίσκονταν σε φάση μετάβασης, όπως η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ανατολική Γερμανία, τότε θα πούμε πως, ναι μεν η ένταση του «κύματος εκδημοκρατισμού», άγγιξε έως διαπέρασε την Λευκορωσία, από την άλλη όμως δεν επέδρασε δραστικά κατά την διάρκεια της διαδικασίας της μετάβασης, στον τρόπο της δημοκρατικής οργάνωσης και θεσμικής αποτύπωσης της, ιδίως από την στιγμή όπου ο πρόεδρος Λουκασένκο κατάφερε να σταθεροποιηθεί στην εξουσία.
Ως προς αυτό, θα επισημάνουμε πως η Λευκορωσία δεν έμεινε μετέωρη, αλλά, αντιθέτως, έλαβε χώρα μέσω και ενδο-κρατικών διεργασιών και εξελίξεων, η συγκρότηση ενός καθεστώτος το οποίο και σταδιακά προσωποποιούνταν, έτεινε προς την συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της εξουσίας και δη της εκτελεστικής εξουσίας και όχι προς ένα κλασικό σχήμα τύπου διάκρισης των εξουσιών, αποδίδοντας έμφαση στο σχήμα της ?λαϊκής κοινότητας,? θεωρώντας την ιδιότητα του πολίτη ως ιδιότητα που εντάσσεται σε ένα σύγχρονο και μετα-μοντέρνο ?χυλό? που δεν έχει σχέση με τις καθαυτό Λευκορωσικές αρχές και αξίες.
Προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση αποποίησης, σχετικής και ενίοτε έντονης, των παραδοσιακών Κομμουνιστικών-Σοβιετικών συμβόλων, τονίζοντας τον δικό της διακριτό δρόμο, και την ίδια, στιγμή, προσεγγίζοντας δια της τεθλασμένης την κληρονομιά του Σοβιετικού καθεστώτος, σε ό,τι σχετίζεται με τον τρόπο λειτουργίας ενός καθεστώτος, κάτι όμως που επεχείρησε μη γραμμικά (βλέπε την λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών).
Και μία βασική παράμετρος που πρέπει να λάβουμε υπόψιν, θεωρητικά και πολιτικά, όσον αφορά την Λευκορωσία, έχει να κάνει και με την σχετική απουσία, και τα πρώτα χρόνια της μετάβασης, δομών, «παραδόσεων πολιτικής», κατά την έκφραση του Schmidt, που ήταν ανεκτικοί προς την δημοκρατία και προωθητικοί ενός μοντέλου δημοκρατίας, ζήτημα στο οποίο πλέον εστίασαν διαδηλωτές την περίοδο του κύματος κοινωνικοπολιτικής διαμαρτυρίας που εκδηλώθηκε.
Οι φωνές δημοκρατίας που υπήρξαν εκείνη την περίοδο, υποχώρησαν έναντι του σημαίνοντος της σταθερότητας που προκρίθηκε, στο λεπτό σημείο όπου ενδιαφέρον και συνάμα ενδεικτικό της οιονεί ρευστότητας-αντιφατικότητας των πραγμάτων, ήταν ό,τι η διολίσθηση της Λευκορωσίας προς μία μορφή αυταρχικού καθεστώτος έγινε σε μία περίοδο που συνοδεύθηκε από δημοκρατικές μεταβάσεις, από την άρθρωση λόγων υποστηρικτικών προς τη δημοκρατία και από την κινητοποίηση πολιτών, κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών υπέρ της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης αξιοποιήθηκε από τις ελίτ που ενεπλάκησαν ενεργά στη ανεξαρτητοποίηση της χώρας και στη διαδικασία μετάβασης, προς την κατεύθυνση της θέσπισης ελεγχόμενων ορίων. Πρώτα απ? όλα, πλέον, το καθεστώς είναι καχύποπτο, εχθροπαθές, με μία εγγενή φοβία για το ?διαφορετικό.?