Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο τεκμηριώθηκε από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (και όχι από την Ελληνική δικαιοσύνη), διαδέχθηκε το έγκλημα των Τεμπών, και τις αμέτρητες καθημερινές αστοχίες της Ελληνικής Πολιτείας.
Σε όλες τις περιπτώσεις, το πολιτικό σύστημα σπεύδει να κατηγορήσει το «βαθύ κράτος» για τις συγκεκριμένες αστοχίες. Η συζήτηση επικεντρώνεται στις καθημερινές δυσλειτουργίες ενός εξαιρετικά προβληματικού κράτους. Ενός κράτους με 1.000.000 εργαζόμενους , σε υπουργεία, δημόσιους οργανισμούς, αμέτρητα ΝΠΔΔ, την Περιφερειακή και Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Η πραγματικότητα είναι ακριβώς αντίστροφη: το βαθύ κράτος είναι η αφορμή για τις κακοδαιμονίες της χώρας, ενώ η ουσιαστική αιτία των προβλημάτων έγκειται στην λειτουργία του πολιτικού συστήματος της χώρας. Το κράτος βρίσκεται σε μόνιμη κρίση επειδή αποτελεί μόνιμο αντικείμενο λαφυραγώγησης από το πολιτικό σύστημα.
Το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης στήθηκε σε λανθασμένη βάση. Το πρωθυπουργικοκεντρικό πολιτικό σύστημα απορρόφησε και τις τρεις εξουσίες. Η εκτελεστική εξουσία ανατίθεται σε βουλευτές που διορίζονται υπουργοί, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, και με την ίδια ευκολία μετακινούνται σε όλα τα υπουργεία. Με την ίδια διαδικασία διορίζονται οι διοικητές οργανισμών και τα επιτελικά στελέχη. Ο κάθε διοριζόμενος αναπαράγει το μοντέλο στο χώρο του. Στηρίζει ανθρώπους της ιδίας αντίληψης, ικανότητας και κομματικής τοποθέτησης με αυτόν, προκειμένου να τον στηρίξουν και αυτοί με την σειρά τους και όλοι μαζί ουδετεροποιούν τους υπόλοιπους. Η αναξιοκρατία έχει γίνει κάτι σαν δεύτερη φύση μας. Το χάος που παράγει αυτή η γενικευμένη πρακτική είναι απερίγραπτο.
Το εκπληκτικό είναι ότι εκπλησσόμαστε όταν προκύπτουν οι διαδοχικές αστοχίες ενός τέτοιου κράτους, ενώ το παράξενο θα ήταν εάν τα πράγματα πήγαιναν καλά.
Εάν η εκτελεστική εξουσία ήταν ανεξάρτητη από την νομοθετική, τότε οι υπουργοί ή οι διοικητές των δημόσιων οργανισμών θα ήταν τα πιο εξειδικευμένα στελέχη που διαθέτει η χώρα για κάθε τομέα πολιτικής δράσης. Και οι βουλευτές θα ασχολούνταν αποκλειστικά με το νομοθετικό έργο και τον καθημερινό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Η δε ηγεσία της δικαιοσύνης θα διοριζόταν από ένα ευρύτερο σώμα εκλεκτόρων , και όχι από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Επειδή μόνο αιθεροβάμονες θα ελπίζουν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στην Ελλάδα, ακολουθούν τρεις προτάσεις που μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση του υφιστάμενου δημόσιου τομέα. Οι επόμενες εκλογές παρέχουν την ευκαιρία στους πολίτες να επιλέξουν με την ψήφο τους εκείνα τα κόμματα που θα ενστερνιστούν και θα υλοποιήσουν τις εν λόγω προτάσεις.
Πρώτον, οι Γενικοί Διευθυντές των υπουργείων και των ΝΠΔΔ καθώς και οι Διοικητές των δημόσιων οργανισμών (πρόκειται για 150 άτομα) θα επιλέγονται από το ΑΣΕΠ. Υποψήφιοι μπορεί να είναι και στελέχη εκτός δημόσιου τομέα καθώς και ομογενείς Έλληνες της διασποράς. Ελάχιστο προσόν θα πρέπει να είναι η κατοχή Μεταπτυχιακού τίτλου στη συγκεκριμένη ειδίκευση και τουλάχιστον δεκαετή προϋπηρεσία ή κατοχή Διδακτορικού Διπλώματος. Μόνο με μια τέτοια δομή και στελέχωση θα μπορεί η δημόσια διοίκηση να προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα, σε μια χώρα όπου πλέον ξένες οντότητες ελέγχουν την πλειονότητα των σημαντικών υποδομών και επιχειρήσεων.
Δεύτερον, η πλήρης ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Το καθοριστικό στοιχείο της επανίδρυσης του κράτους θα είναι η πλήρης ψηφιοποίηση της δομής, της οργάνωσης και της λειτουργίας των Υπουργείων και των Δημόσιων Οργανισμών. Το μειονέκτημα της καθυστέρησης θα πρέπει να μετατραπεί σε πλεονέκτημα, με την υιοθέτηση των πιο εξελιγμένων τεχνολογιών διεθνώς. Την καλύτερη εγγύηση για την ταχεία και αποτελεσματική ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης αποτελεί η επιλογή των Γενικών Διευθυντών και Διοικητών, όπως αναφέρουμε παραπάνω. Δεν θα χρειαστεί περισσότερο από μια 2ετία για την ολοκλήρωση των έργων σε όλο το Δημόσιο.
Η τρίτη πρόταση αφορά στην υποχρεωτική εγκατάσταση και λειτουργία σε όλα τα υπουργεία και σε όλους τους δημόσιους οργανισμούς των συστημάτων GRC (Governance - Risk Management - Compliance). Η εταιρική διακυβέρνηση (Governance) αφορά στις διαδικασίες με τις οποίες διαμορφώνονται οι στρατηγικές και οι πολιτικές των οργανισμών, και εκτελούνται οι αποφάσεις, σταθμίζοντας σε κάθε περίπτωση τους αντίστοιχους κινδύνους και τις αποδόσεις. Η διαχείριση των κινδύνων (Risk Management) αναφέρεται στις διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι καίριες επιχειρησιακές αποφάσεις και συμπεριφορές λαμβάνουν υπόψη την επίσημη θέση του Δ.Σ. του οργανισμού για την ανοχή στον κίνδυνο, είτε συνολικά είτε σε συγκεκριμένους τομείς, ενώ οι κίνδυνοι υφίστανται διαχείριση με βάση όλη την γκάμα των διαθέσιμων μέσων. Η κανονιστική συμμόρφωση (Compliance) αναφέρεται σε μια ανεξάρτητη διαδικασία ελέγχου (συμμετέχουν στελέχη εκτός του συγκεκριμένου οργανισμού), όσον αφορά την τήρηση των πολιτικών και των αποφάσεων του οργανισμού, που είτε έχουν ληφθεί εντός του οργανισμού, είτε επιβάλλονται από εξωτερικούς κανονισμούς. Ο συνολικός στόχος της προτεινόμενης νέας διαδικασίας GRC είναι να τεθεί υπό πλήρη έλεγχο η διοίκηση των δημόσιων οργανισμών όσον αφορά στην ευθύνη τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και στους μετόχους τους (τα συμφέροντα των φορολογούμενων πολιτών που τους χρηματοδοτούν).
Εάν είχαν εγκατασταθεί συστήματα GRC (Governance - Risk Management - Compliance) στον ΟΠΕΚΕΠΕ, στον ΟΣΕ, κλπ., δεν θα είχαν συμβεί ποτέ όσα συνέβησαν.
Επειδή στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας δεν είναι πιθανόν το πολιτικό σύστημα να χάσει τα «προνόμιά του», υιοθετώντας τις παραπάνω προτάσεις, οι οποίες αποτελούν κοινό τόπο σε όλες τις καλά οργανωμένες χώρες, προτείνουμε την άμεση εκπόνηση ενός νέου προγράμματος οργάνωσης και λειτουργίας του ΟΠΕΚΕΠΕ (και άλλων οργανισμών): την εγκατάσταση συστημάτων Artificial Intelligence, Machine Learning, και Blockchain για την καθημερινή λειτουργία του Οργανισμού. Τότε, οι παροχές θα πληρώνονται εγκαίρως μόνο σε όσους τις δικαιούνται, τα δικαιολογητικά θα εξετάζονται αμερόληπτα, και θα υπάρχει ημερήσια δημόσια πληροφόρηση για τις ενέργειες του Οργανισμού. Βέβαια, με την προτεινόμενη μορφή αναδιοργάνωσης του ΟΠΕΚΕΠΕ, θα χρειάζεται μόνο το 10% του υφιστάμενου προσωπικού.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν φταίει το «βαθύ κράτος» για τις κακοδαιμονίες της χώρας. Η πρωταρχική ευθύνη ανήκει στο πολιτικό σύστημα. Ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι πάσχουν από ενδημική οκνηρία και αδιαφορία. Επομένως, το πρόβλημα βρίσκεται σε αυτούς που ηγούνται των υπουργείων και των δημόσιων οργανισμών. Εάν αυτοί μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου κράτους του 21ου Αιώνα, όλες οι απαραίτητες προσαρμογές θα πραγματοποιηθούν άμεσα, όπως έχει συμβεί σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Εκτιμάται ότι τα πολιτικά κόμματα που θα εντάξουν στις προγραμματικές τους θέσεις τις προαναφερόμενες προτάσεις θα αποσπάσουν την μεγάλη αποδοχή των ψηφοφόρων, ιδιαίτερα των νέων γενεών.