Αριστερά- μεταρρυθμίσεις: Μια ανάρμοστη σχέση;

Αικατερίνη Μπέζα- Τσουρουπάκη, 01 Αυγ 2015

Οι μεταρρυθμίσεις ενσάρκωναν κάποτε το κοινωνικό κίνημα, την αιχμή του δόρατος της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς. Η  σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, οργανικό γέννημα της μεγάλης στροφής των σοσιαλιστικών κομμάτων σε κεντροαριστερά κόμματα εξουσίας,  εγκαταλείποντας την ιδεολογική αμηχανία και επαναστατική επαγγελία, επέλεξε τον ρεαλιστικό δρόμο των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, δηλαδή τον κοινωνικό έλεγχο των αγορών και της οικονομίας, την πλήρη απασχόληση, τη βελτίωση των όρων ζωής, την ασφάλιση, το ωράριο, τις ικανοποιητικές αμοιβές, τη διαρκή βελτίωση των υποδομών και των δημόσιων αγαθών. Έτσι προέκυψε το Ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος,  μια σπουδαία κατάκτηση της ανθρωπότητας. Αυτό ήταν το απόλυτο αίτημα που έθεσε (μέσω των θεωρητικών της), η επιτομή της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης για τον σοσιαλισμό.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η “σοσιαλιστική Αριστερά” ικανοποίησε τις περισσότερες δημοκρατικές διεκδικήσεις, με τους γάλλους σοσιαλιστές να υπενθυμίζουν στους εργαζόμενους, με εθνικό ναρκισσισμό, τις πέντε εβδομάδες των διακοπών τους και ένα ακόμη όχι μικρό κατάλογο των επιμέρους κατακτήσεων τους. Βέβαια, για την Αριστερά, τη μέγιστη κοινωνική δύναμη που διεκδίκησε επί ενάμισι αιώνα το ιστορικό μέλλον της Ευρώπης, το ζητούμενο ήταν να μετακινήσει τον άξονα της ιστορίας – αυτό συνιστά τον ιστορικό της θρύλο – και ουδέποτε ταύτισε τις ιστορικές της βλέψεις με τις επιμέρους κατακτήσεις της.  Και ενώ η εμπειρία αυτή της σοσιαλιστικής Αριστεράς – παρά τα ιστορικά της αδιέξοδα – ήταν μια ρωγμή του καθεστώτος του υπαρκτού μεταμοντερνισμού καθώς επίσης και της παλαιάς εξουσίας της δογματικής Αριστεράς, ήρθε η “λαμπρή επινόηση” του οικονομικού φιλελευθερισμού, να τα επαναδιατυπώσει όλα, κλέβοντας τον ύπνο και την ιδεολογική πρωτοπορία της Αριστεράς.

Αντιλαμβανόμενος ο οικονομικός φιλελευθερισμός αυτό που είχε πει ο Αντόνιο Γκράμσι ότι “για να κυριαρχήσεις πολιτικά πρέπει πρώτα να κερδίσεις την ιδεολογική μάχη”, την κέρδισε κάνοντας σημαία του την πρόοδο, τον εκσυγχρονισμό  και τις μεταρρυθμίσεις που ως τότε ήταν αποκλειστικό προνόμιο της Αριστεράς. Παραχάραξη νοήματος; Αναμφίβολα ναι, εφόσον κράτησε τις λέξεις και άλλαξε το περιεχόμενο. Πρόδηλη παραβίαση της αρχής της αυθεντικότητας και της αφετηριακής επιλογής. Ο όρος “μεταρρυθμίσεις” συμπυκνώνει στην σημερινή κατάσταση πραγμάτων και με εντυπωσιακή επίταση στη διάρκεια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, τη νεοφιλελεύθερη συνταγή που αφορά την πλήρη απελευθέρωση των αγορών, τη δραματική συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τις ιδιωτικοποιήσεις,  την άγρια χρηματολαγνεία της μεταπρατικής οικονομίας και του σκληρού ασύδοτου κέρδους, σε πλήρη σύμπνοια με την παρωδία της πολιτικής ως προσωπείου των οικονομικά ισχυρών.

Το ερώτημα που πλανάται αμείλικτα και που εγγράφεται ως ύστατος οιωνός για το τέλος της σημερινής τάξης πραγμάτων αφορά το νέο ιστορικό-πολιτικό υπόδειγμα, για τις μεταρρυθμίσεις που είναι αναπότρεπτα αναγκαίες. Είναι αναμφίβολα αυτές που αφορούν την παραγωγική θέση της Ευρώπης στον κόσμο. Είναι, επίσης, αυτές που θα απαιτούν την τόλμη και το όραμα του κοινωνικού μεταρρυθμιστή και του πολιτικού οραματιστή και θα υπαγορεύουν την πρωταρχική προϋπόθεση λειτουργικότητας της κρατικής μηχανής: Τον εκμοντερνισμό του κράτους και της οικονομίας ώστε να είναι σε θέση να κατακτηθεί το θεμελιώδες δεδομένο για τον ιστορικό μετασχηματισμό και τη μεγάλη ρωγμή για τις θεμελιακά καινοτόμους «προοδευτικές μεταρρυθμίσεις», οι οποίες θα προωθούν τον επιμερισμό των βαρών, την πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Αυτές θα προσάδουν στις αξίες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, με «ανακλαστικά» του δικαίου του ανταγωνισμού. Αναγκαία συνθήκη γι’ αυτό είναι η εκμάγευση της κεντρομόλου  εγωκεντρικής νεύρωσης-προσδοκίας, της βαθειάς επιθυμίας για  επιστροφή σ’ ένα παρελθόν που ξυπνάει μια απέραντη νοσταλγία – μία αναμόχλευση του θυμικού, η οποία «προσβλέπει» σε μια επανόρθωση.

Είναι μείζων και γλυκιά αυταπάτη να πιστεύουμε ότι στην εποχή της σε απροσμέτρητο βαθμό οικουμενοποίησης – όπου κάθε έχειν είναι προορισμένο να κλονίζεται εκ βάθρων από τον αδυσώπητο νόμο των διανομών – όταν όλη η οικουμένη αναμένει να λάβει δικαίωμα εισόδου στη νέα εποχή, όπου, μαζί με τον βιομηχανικό πολιτισμό, ολόκληρος ο πολιτισμός οικουμενοποιείται μετά το ξετύλιγμα και την κατακρήμνιση του γερμανικού ιδεαλισμού, θα  παραμείνουμε αδρανείς, βολεμένοι πρακτικά και ιδεολογικά, σε μια σειρά μεγάλων και μικρότερων συμβιβασμών, των προνομιούχων (κυρίως αυτών) προστατευμένων κοινωνικών στρωμάτων συμπεριλαμβανομένων.

Η μεγάλη μεταρρύθμιση όμως και δεν θα μπορούσε αυτό ν’ αποτελεί σχήμα “καθ’ υπερβολήν”, η υπέρτατη αξία και η επιτομή όλων των άλλων είναι αυτή που αφορά την παιδεία και τον πολιτισμό. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ο μόνος τομέας της δημόσιας ζωής που η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει με σεβασμό και στο οποίο δεν παρεμβαίνει. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί η υπογραφή της Διακήρυξης της Μπολόνια της 19ης Ιουνίου 1999, η οποία, μέσω της διαδικασίας που εισήγαγε, επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΕΕΠ) και στην οικοδόμηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ), στον οποίο συμμετέχουν σήμερα 47 χώρες. Βασικοί πυλώνες της εν λόγω διαδικασίας είναι η υιοθέτηση ενός συστήματος σπουδών που θα στηρίζεται βασικά σε δύο κύριους κύκλους σπουδών, ένα προπτυχιακό και ένα μεταπτυχιακό, η καθιέρωση ενός συστήματος διδακτικών μονάδων  (European Credit Transfer System – ECTS), η προώθηση της κινητικότητας φοιτητών και ερευνητών και η προώθηση της Ευρωπαϊκής συνεργασίας στη διασφάλιση της ποιότητας.

Η μεταρρύθμιση του τομέα αυτού, περιθωριοποιώντας το βαθύ κράτος με την καλτ αισθητική, τον λαϊκίστικο, μικροαστικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, θα μπορούσε να εξασφαλίσει στην χώρα μια σημαντική κιβωτό. Θα μπορούσαμε να τολμήσουμε, με όχι ιδιαίτερο κόστος, τη συναρπαστική εμπειρία της δημιουργίας των καλύτερων κλασικών λυκείων της Ευρώπης και των υψηλότερων σε επίπεδο και ποιότητα σχολών θεωρητικών επιστημών. Επίσης, να πετύχουμε τη μεταρσίωση της λογοτεχνίας μας στις τάξεις του πνευματικού πανθέου αφού η λογοτεχνία αποτελεί την αληθινή μνήμη της ανθρωπότητας. Άλλωστε,  η ισχύς και η γοητεία της εκπαίδευσης δεν βρίσκεται στους αναχρονισμούς και στην στερεοτυπική της εκδοχή ούτε, κατά μείζονα λόγο, στην ταύτισή της με περιστασιακές δεξιές και αριστερές συμπεριφορές αλλά στη δυνατότητα καθιέρωσης ενός άλλου αξιακού «προτύπου» που θα υπερβαίνει την εκπαιδευτική επιπεδότητα.

Οι μεταρρυθμίσεις, όσο οχληρές κι αν είναι, είναι αναπότρεπτα αναγκαίες και λόγω του ότι θα λειτουργήσουν ως εξισορροπητικό αντίδοτο της ιδεοληπτικής εμμονής του γερμανικού καπιταλισμού και των κυρίαρχων γερμανικών ελίτ στη θεολογική αντίληψη της οικονομικής λιτότητας. Η οικονομική λιτότητα είναι η αστική θρησκεία του νεοφιλελευθερισμού. Όμως, η εμμονή σε αυτήν την εκκοσμικευμένη θρησκεία όλο και περισσότερο μας βυθίζει στην ερήμωση. Η αυτοκρατορική γερμανική αλαζονεία του τελευταίου διαστήματος προκάλεσε τις ισχυρές αντιδράσεις των πιο επιφανών αστών διανοουμένων και επανέφερε στο προσκήνιο το «κοινωνικό ζήτημα». Σε παρέμβασή του ο Γερμανός διανοούμενος Γιούργκεν Χάμπερμας, ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή πολιτικούς φιλοσόφους,  γνωστός για το έργο του σχετικά με την καθιέρωση μιας πανευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας, επισημαίνει ότι η Γερμανία έχασε το μεγαλύτερο μέρος του μεταπολεμικού πολιτικού της κεφαλαίου. Επισημαίνει επίσης και κάτι ακόμη: ότι η ισορροπία ανάμεσα στην πολιτική και στην αγορά έχει ανατραπεί με τίμημα το κράτος πρόνοιας.

Είναι, επίσης, οι μεταρρυθμίσεις αυτές που πηγαίνουν μπροστά, που είναι προδρομικές και ανταποκρίνονται στην νέα εποχή που κτίζεται, μετά την κατάρρευση ενός παρασιτικού, παραγωγικού μοντέλου που έχει εκμετρήσει το ζην. Η μετάβαση σ’ αυτήν τη νέα εποχή είναι δύσκολη αλλά θα γίνει. Βρισκόμαστε, χωρίς αυτό να μπορεί να αμφισβητηθεί, στη μεταιχμιακή στιγμή του σούρουπου της εποχής μας. Δεν είναι δυνατόν μέσα σε πέντε χρόνια, στη διάρκεια μιας από τις μεγαλύτερες κρίσεις που έχει γνωρίσει η Ευρώπη, οι χίλιοι πλουσιότεροι Βρετανοί να διπλασιάζουν την περιουσία τους και ένα εκατομμύριο άνθρωποι να καταφεύγουν στα συσσίτια. Η σημερινή εποχή μοιάζει πλέον αναπόδραστα ανοχύρωτη σε ένα επέρχεσθαι γεμάτο διακυβεύσεις, σε μία κοινωνία  που διεκδικεί, με επιταχυνόμενο παροξυσμό, δικαιώματα διανεμητικής δικαιοσύνης και εξισωτισμό, με δεσπόζουσα την άποψη του κοινωνικού δαρβινισμού, ως επιπλέον εγγύηση της ανοικτής κοινωνίας και των ίσων ευκαιριών.

Το ερώτημα της διάρκειας του μη ανασχέσιμου, παρατεταμένου τέλους αυτής της εποχής παραμένει αναπάντητο.  Αναπάντητο παραμένει και το ερώτημα της διάρκειας του διαβρωτικού συναισθήματος, της ανατροπής αξιοπρόσεκτων υπόβαθρων ζωής, κάτω από το ασύμμετρο βάρος των στιγμών, στην κορύφωση μιας τραγωδίας χωρίς τέλος που ερεθίζει τα πάθη.  Άγνωστο και μη προβλέψιμο παραμένει επίσης το αν η νέα εποχή θα είναι πιο δίκαιη, πιο “αρμόζουσα” στις προσδοκίες ενός διαφορετικού, αξιακού παραδείγματος. Άλλωστε, η φιλοσοφία αντιλαμβάνεται μια ιστορική στιγμή την ώρα που αυτή τελειώνει. Δεν μπορεί να υπαγορεύσει την εξέλιξη του κοινωνικού γίγνεσθαι. Δεν μπορεί να προλάβει τις ολέθριες αναιρέσεις που θα επισυμβούν. Δεν μπορεί, εν τέλει, να θεραπεύσει τις συντελεσμένες αναιρέσεις. Μπορεί μόνο, μετά το τέλος, να κάνει την επιβεβαίωση και την ανάλυση του ιστορικού γεγονότος. Είναι η ώρα που, όπως έλεγε ο Χέγκελ, “η κουκουβάγια, το πουλί της γνώσης και της σοφίας, ανοίγει τα φτερά της την ώρα του σούρουπου”.  Η κουκουβάγια της Ελλάδας υποθέτουμε ότι έχει ανοίξει τα φτερά της καιρό τώρα. Αλλά το παρατεταμένο σούρουπο και η υποφωτισμένη πλευρά του δεν λέει να τελειώσει. Αντίθετα, το σκοτάδι με ένσαρκο το ρίγος της συντριβής γίνεται όλο και πυκνότερο. Αλλά η ιστορία, όπως και το ποινικό δίκαιο, δεν επιδέχεται υποθετικούς όρους.