Παραλογισμό χαρακτηρίζει ο Γ. Βαρουφάκης την απαίτηση των δανειστών να συρρικνωθεί περαιτέρω ο δημόσιος τομέας της χώρας, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα The Australian, μάλιστα ο Υπουργός Οικονομικών είπε χαρακτηριστικά ότι στον δημόσιο τομέα βρίσκεται η «εναπομείνασα» όπως τονίζει αγοραστική δύναμη που κινεί στοιχειωδώς την αγορά.
Σύμφωνα με τον κ. Βαρουφάκη η απαίτηση αυτή χωρίς συνυπολογισμό των επιπτώσεων της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας εξυπηρετεί μόνο την απαρέγκλιτη εφαρμογή των όρων δανεισμού και δεν γίνεται με βάση κάποιο μακροοικονομικό μοντέλο.
Ο υπουργός Οικονομικών για την αγορά εργασίας σημείωσε ότι χαρακτηρίζεται από «πλήρη αταξία», εξαιτίας της ύφεσης, η οποία έχει οδηγήσει σε «παραβίαση» της εργασιακής νομοθεσίας, τόσο σε ό,τι αφορά τις αποδοχές όσο και στο ωράριο, αναφορικά, δε, με τον δημόσιο τομέα, διατείνεται ότι οι αποδοχές έχουν «κατακρυμνηστεί» και ότι έχει μειωθεί το εργατικό δυναμικό είτε μέσω συνταξιοδότησης είτε με άλλους τρόπους, πλην όμως απολύσεων.
Ερωτηθείς για πιθανές λύσεις, μιλάει για «διάλυση» της Ευρωζώνης με την έξοδο της «πλεονασματικής» Γερμανίας, τη δημιουργία δικού της νομίσματος και τη συνακόλουθη προσέλκυση κεφαλαίων, γεγονός που συνεπάγεται αποπληθωρισμό για τις ευρωπαϊκές χώρες με πλεονασματικές οικονομίες, εν αντιθέσει με τις ελλειμματικές οικονομίες, οι οποίες θα βιώσουν «έντονες πληθωριστικές πιέσεις και υψηλή ανεργία, με σοβαρές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία».
Προτείνει επομένως εκ των έσω «θεραπεία» της νομισματικής ένωσης με «απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος και παράλληλη αποσύνδεση της κρίσης του τραπεζικού συστήματος από την οικονομική κρίση της εκάστοτε χώρας – μέλους της Ευρωζώνης, με την ΕΚΤ να έχει την αποκλειστική ευθύνη».
Τέλος ο Γιάνης Βαρουφάκης συμφωνεί ότι η επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή και η διασύνδεσή της με το ευρώ «κατά το παράδειγμα της Αργεντινής», θα ήταν μία επιλογή, όμως, θα έφερνε «πλήρη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος για μήνες και καμία δυνατότητα δανεισμού, πέραν του προφανούς προβλήματος της απουσίας νομίσματος».