ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας,

Βασίλης Καπετανγιάννης 02 Ιαν 2020

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας,

ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Νοέμβριος 2018.

Venizelos_Vivlio

Με ένα ογκώδες βιβλίο 520 σελίδων που εκδόθηκε τον περασμένο Νοέμβριο ο πολυγραφότατος Ε. Βενιζέλος παρεμβαίνει ουσιαστικά και καθοριστικά στο δημόσιο πολιτικό διάλογο με θεματογραφία που έχει άμεση σχέση με τα συγκυριακά προβλήματα. Εξίσου σημαντικά, όμως, είναι το βάθος και η ιστορική διάσταση που προσδίδει στα καθοριστικά για το πολίτευμα και τους θεσμούς της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας θέματα τα οποία διαπραγματεύεται.

Το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα δημόσιων παρεμβάσεων του συγγραφέα από το 2007 μέχρι σήμερα. Τα τρία πέμπτα σχεδόν του βιβλίου αναφέρονται σε συνταγματικά ζητήματα, από άποψη ιστορική και θεσμική και εντός του πολιτικού τους πλαισίου, όπως θέλει να υπογραμμίσει με τον υπότιτλο του βιβλίου του. «Σύνταγμα χωρίς ιστορική μνήμη δεν υπάρχει», γράφει χαρακτηριστικά (σελ. 107-110). Υπάρχουν κείμενα ακόμα και για τα χουντικά Συντάγματα του 1968 και του 1973 (σελ. 187) καθώς και για τις συνταγματικές πτυχές της πολιτικής κρίσης του 1965 (σελ. 260), περίοδος που φαίνεται να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Διότι, ευλόγως,  παραλληλίζει τον σημερινό ευτελισμό των κοινοβουλευτικών θεσμών από τις άθλιες κυβερνητικές μεθοδεύσεις με την πολιτική κρίση του 1965. Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών, την απαξίωση και την έκπτωση του Κράτους Δικαίου από τους αριστεροδεξιούς εθνολαϊκιστικές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, «που μας γυρίζουν στην ταραχώδη δεκαετία του 1960», όπως ο ίδιος υπογράμμισε πρόσφατα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του στη Λάρισα (11/1).

Τα κείμενα του  συγγραφέα για το Σύνταγμα εξικνούνται μέχρι τις πρόσφατες προτάσεις αναθεώρησης του περασμένου Νοεμβρίου (Μέρος IV) όπου περιλαμβάνονται οι απόψεις του, με επίκεντρο αυτό που αποκαλεί «συνταγματικό λαϊκισμό», απόψεις που δημοσίευσε σε σειρά άρθρων του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (8-15/11/18). Φυσικά, τα κείμενα αυτά αφορούν περισσότερο στη συζήτηση μεταξύ συνταγματολόγων διότι απαιτούν νομικές γνώσεις που υπερβαίνουν αυτές ενός μέσου έστω και καλά ενημερωμένου αναγνώστη. Παρ όλα αυτά, δεν τον αποξενώνουν καθώς μπορούν να τον καταστήσουν κοινωνό των πολιτικών συμπερασμάτων, εκεί όπου τεκμαίρονται ή συνάγονται.

Το Μέρος VIII ασχολείται με το θέμα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, ένα άλλο επίμαχο και ακανθώδες θέμα της πρόσφατης πολιτικής ατζέντας, με την αφόρητη ελαφρότητα με την οποία το έχει χειριστεί η κυβέρνηση. Θέμα που δεν αποκλείεται να επανέλθει στο προσκήνιο σύντομα για να ενισχύσει το μύθευμα του «προοδευτικού μετώπου» στο οποίο απελπισμένα επιδίδεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να συγκρατήσει τη διαφαινόμενη εκλογική του ήττα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του σχετικά με την Σαρία (σελ. 475), και για το δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζεται στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.

Στο Μέρος VII συγκεντρώνονται κείμενα που αναφέρονται στις σχέσεις εσωτερικού και ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, τα νέα δικαιώματα, τη θωράκιση του Κράτους Δικαίου. Κείμενα που διαπραγματεύονται επίσης άκρως ενδιαφέρονται θέματα, όπως οι αρμοδιότητες του ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) και οι τηλεοπτικές άδειες. Υποθέτω ότι δεν έχουν λησμονηθεί ακόμα οι πρωτοφανείς μεθοδευμένες αθλιότητες της αριστερής κυβέρνησης στο θέμα των αδειών, με τη ευγενή αποδοχή των όρων από τους διεκδικητές που υπέστησαν αισχρό εξευτελισμό, όροι  που ευτυχώς κατέπεσαν με απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. Στο ίδιο Μέρος ενασχολείται ακόμα και με θέματα «του συρμού», όπως με fake news και post truth.

Τα Μέρη αυτά του βιβλίου μπορεί μεν εκ πρώτης όψεως να πραγματεύονται άκρως ενδιαφέροντα θέματα από νομική άποψη κάθε άλλο όμως παρά στερούνται πολιτικού ενδιαφέροντος. Το αντίθετο θα έλεγα, ιδιαίτερα δε το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης. Η επιστημονική νομική άποψη δένεται με πολιτικά θέματα και τα πολιτικά επιχειρήματα που τα στηρίζουν. Ο συγγραφέας συχνά τοποθετεί την θεματολογία και την επιχειρηματολογία του σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που διαμορφώνει η νομολογία Ανώτατων εγχώριων και Διεθνών Δικαστηρίων, στοιχεία πολύτιμα για το νομικό και πολιτικό πλαίσιο στην εγχώρια συζήτηση.

Ομολογώ ότι στην ανάγνωση του βιβλίου στάθηκα περισσότερο στο Μέρος I που καλύπτει τις πρώτες 100 σελίδες και που φέρει τον τίτλο «Η Κρίση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας». Επανήλθα αρκετές φορές στην ανάγνωση ορισμένων σημείων. Ίσως διότι συμμερίζομαι απόλυτα τις ανησυχίες του συγγραφέα ότι  «η χώρα αντιμετωπίζει ένα οξύ πρόβλημα Δημοκρατίας, κοινοβουλευτικών θεσμών, του κράτους δικαίου και κυρίως της δικαιοσύνης», όπως δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος (11/1). Ίσως, διότι, έχοντας περάσει από τις κρίσεις της δεκαετίας του 1960 και την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία, δεν θέλω να πιστέψω κατά βάθος ότι οι θεσμικές και πραγματικές κατακτήσεις δημοκρατίας, ελευθερίας, Κράτους Δικαίου και δικαιωμάτων της Μεταπολίτευσης κινδυνεύουν από αριστερούς τυχοδιώκτες. Από νεοσταλινικά πολιτικά μορφώματα που ποτέ δεν εκτίμησαν και δεν αποδέχτηκαν την κατ αυτούς «αστική» δημοκρατία, αλλά την χρησιμοποίησαν και την χρησιμοποιούν για τα δικά τους ολοφάνερα αυταρχικά σχέδια. Σα να πιστεύουν ότι άπαξ και ανήλθαν με την ψήφο του λαού στην εξουσία μπορούν να παραμείνουν σε αυτήν χωρίς να τον ξαναρωτήσουν. Κάποιος μάλιστα από την κυβέρνηση το υπαινίχτηκε πρόσφατα μεταξύ σοβαρού και αστείου (;).

Ο συγγραφέας παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς και συζητά τις αιτίες και τα προβλήματα που σχετίζονται με τη Δημοκρατία και τον λαϊκισμό, με τις πιέσεις που ασκούνται στα δημοκρατικά καθεστώτα στην Ευρώπη σήμερα, την εμφανή διολίσθηση προς την ανελεύθερη δημοκρατία (illiberal democracy). Το θέμα κυριαρχεί στην ευρωπαϊκή πολιτική συζήτηση. Απασχολεί και ανησυχεί όχι μόνο τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις αλλά και τις συντηρητικές, Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά. Τις δυο μεγάλες πολιτικές οικογένειες που οικοδόμησαν την μεταπολεμική Ευρώπη. Δεν πρόκειται για κινδύνους πραξικοπήματος ή δικτατορίας, όπως ορθώς υπογραμμίζεται, αλλά για εξελίξεις που σχετίζονται με την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών.

Γι αυτό κάνει λόγο για φαινόμενα θεσμικής παρακμής. «Αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας τον τελευταίο καιρό θυμίζουν πάρα πολύ τις κοινοβουλευτικές εντάσεις και εκτροπές της περιόδου του 1965, άρα μιας περιόδου πολύ κοντά στη δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967..Υπάρχει τέτοιο πρόβλημα στην Ευρώπη; Υπάρχει τέτοιο πρόβλημα στη Δύση; Δυστυχώς υπάρχει και υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο για τη δημοκρατία. Υπάρχει καταρχάς η κόπωση των κοινωνιών και η δυσπιστία», τονίζει. (Βουλή, 16/1). Οι επερχόμενες Ευρωεκλογές ίσως επιβεβαιώσουν τους χειρότερους φόβους μας για το μέλλον της ΕΕ με την ισχυρή παρουσία στην Ευρωβουλή ακραίων λαϊκιστικών δυνάμεων.

Δείχνει να είναι πλήρως ενήμερος τόσο των θεωρητικών προβληματισμών όσο και των πρακτικών προβλημάτων καθώς και των πολιτικών συσχετισμών που ανακύπτουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λόγω αλλαγής συσχετισμών σε εθνικό επίπεδο σε πολλές χώρες. Συζητά τα θέματα αυτά σε βάθος. Ξέρει πού θέλει να πάει η Ευρώπη και ξέρει ποια πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας στην πορεία αυτή.

Ο αριστερός λαϊκισμός, με αποκρουστικό εγχώριο εκπρόσωπο τον ΣΥΡΙΖΑ, τον αρχιτέκτονα της αντι-μνημονιακής πολιτικής απάτης, και ο δίδυμος αδελφός του ο δεξιός λαϊκισμός, απειλούν τα θεμέλια της φιλελεύθερης Δημοκρατίας πάνω στα οποία ορθώθηκε το μοναδικό παγκοσμίως οικοδόμημα της μεταπολεμικής και σύγχρονης Ευρώπης. Οικοδόμημα ειρήνης, ασφάλειας, ευημερίας, κοινωνικού κράτους και ατομικών δικαιωμάτων χωρίς ιστορικό προηγούμενο.

Η συζήτηση τέτοιων θεμάτων στην αριστερή Ελλάδα είναι λίγο στενόχωρη και δύσκολη, καθώς ο αριστεροδεξιός εθνολαϊκισμός που κυβερνά μεταμφιέζεται έντεχνα σε «προοδευτικό» κίνημα, ενώ σήμερα αποτελεί τον κύριο κίνδυνο για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Και γι αυτό υποστηρίζεται ότι θα πρέπει να υποστεί αποφασιστική στρατηγική πολιτική και ιδεολογική ήττα στις προσεχείς κάλπες. Μάλλον δύσκολο χωρίς ισχυρό Κέντρο και Κεντροαριστερά. Αλλά, αυτό είναι μια άλλη επείγουσα κι ενδιαφέρουσα συζήτηση.

Η δημόσια παρουσία του Ε. Βενιζέλου ποτέ δεν περνά απαρατήρητη. Είναι εξαιρετικά δραστήριος και δικαίως αμείλικτος έναντι όσων ενσυνείδητα εξαπάτησαν τον Δήμο, απέναντι στους πολιτικούς τυχοδιώκτες και σκευωρούς. Ο πολιτικός του λόγος οξύς, σαφής, δεικτικός, σπάει κόκκαλα. Δεν είναι, όμως, αρνητικός, αλλά θετικός και ενορατικός. Προβάλλει Σχέδιο και Όραμα για τη χώρα.

Οι αναλύσεις και τα μηνύματά του Ε. Βενιζέλου τόσο στα πολιτικά θέματα της επικαιρότητας όσο και στα θεσμικά της δημοκρατίας είναι πάντα μεστά ουσίας και δεόντως ηχηρά προς τους πολίτες. Οι αγορεύσεις του στη Βουλή ελκύουν την προσοχή όλων, ορισμένες μάλιστα θα μπορούσαν άνετα να ταξινομηθούν ως δικανικοί λόγοι, για την επιχειρηματολογία, τη ρητορική δεινότητα και το πάθος που τις χαρακτηρίζουν. Η διατύπωση των απόψεών του μέσω του γραπτού λόγου διακρίνονται για το σοβαρό ύφος και τα επιχειρήματα. Οι διάφορες δημόσιες παρεμβάσεις του σε εκδηλώσεις του δικού του «Κύκλου Ιδεών» και σε πληθώρα άλλων καθώς και η παρουσία του σε ΜΜΕ έχουν ως κύρια χαρακτηριστικά τον χειμαρρώδη προφορικό του λόγο και την εξαιρετική χρήση της ελληνικής γλώσσας.

 Ο Ε. Βενιζέλος δεν είναι νέος στο δημόσιο χώρο. Εκλέγεται βουλευτής αδιάλειπτα από το 1993 μέχρι σήμερα. Έχει υπηρετήσει σε πολλές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ως Υπουργός σε πολλά και σημαντικά Υπουργεία. Σήκωσε με μεγάλο θάρρος, αξιοπρέπεια, ευθύνη και αυταπάρνηση όλο το βάρος της διάσωσης της χώρας ως Υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Παπαδήμου και ως ηγέτης του ΠΑΣΟΚ από τη θέση του Αντιπροέδρου και του ΥΠΕΞ στην κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (Ιούνιος 2013-Ιαν. 2015). Τόσο ο ίδιος όσο και το ΠΑΣΟΚ πλήρωσαν δυσανάλογο βαρύ πολιτικό τίμημα. Υπέρογκο και αβάσταχτο. Εν πολλοίς δυσεξήγητο. Είναι μια άλλη συζήτηση που δεν έχει ακόμα γίνει. Ωστόσο, τόσο ο ίδιος όσο και όσοι εκ των συναδέλφων του συνέβαλαν στη διάσωση της χώρας (το μερίδιο των ευθυνών για την χρεοκοπία είναι ένα άλλο κεφάλαιο που δεν πρέπει να λησμονείται) μπορούν δικαίως να αισθάνονται ότι έπραξαν το εθνικό τους καθήκον.

Η δίκαιη κρίση της ιστορίας, όμως, συνήθως αργεί.

 

Δεν υπάρχει ίσως άλλος πολιτικός της Μεταπολίτευσης που να συκοφαντήθηκε, να υβρίστηκε και να λοιδορήθηκε τόσο πολύ. Τόσο άγρια. Τόσο επαίσχυντα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί θανάσιμο εχθρό ως εκπρόσωπος του δήθεν «παλιού και σάπιου πολιτικού συστήματος», μολονότι η δική τους πολιτική και ηθική σήψη είναι βαθύτερη και πιο επικίνδυνη. Επιδιώκουν την εξόντωσή του. Αλλά, είναι επίσης δύσκολο να συναντήσει κανείς έναν πολιτικό που να προκαλεί τόσο έντονα αντιφατικά αισθήματα στους πολίτες. Μίσος και θαυμασμό. Με φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς. Φαίνεται, όμως, ανθεκτικός, παρά τα λάθη και τις παραλείψεις του. Είναι από τη στόφα των σκληροτράχηλων πολιτικών. Δύσκολα καταβάλλεται. Και δικαίως συχνά εγκαλεί τους συκοφάντες και διώκτες του ότι «γλύφουν εκεί που έφτυναν», διότι αυτό κάνουν μετά δόξης και ηδονής. Πράγματι,  κάνουν και δίνουν τα πάντα για λίγες ακόμα εβδομάδες στις καρέκλες της εξουσίας  με το αζημίωτο. Φαίνεται, όμως, να πνέουν τα λοίσθια. Η ώρα του απολογισμού, της κρίσης και της τιμωρίας πλησιάζει.

Δικαίως επίσης δεν επιτρέπει στους διώκτες του να αμφισβητούν τον πατριωτισμό του και δικαίως τον τρέμουν όταν ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής για να τους καταγγείλει, διασύρει, κατακεραυνώσει και απογυμνώσει από κάθε πολιτικό και ηθικό έρεισμα. 

Είναι προφανές ότι στους προεκλογικούς σχεδιασμούς της κυβέρνησης οι δικαστικές διώξεις κατά των πολιτικών της «εχθρών», όπως με την σκευωρία της υπόθεση Novartis κατά πολιτικών προσώπων, κατέχουν ύψιστη προτεραιότητα. Πολύ θα ήθελαν μια εικόνα με σιδηροδέσμιους πολιτικούς, μεταξύ αυτών και τον Ε. Βενιζέλο. Ποσώς τους ενδιαφέρει εάν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ή όχι, τη στιγμή που στηρίζονται σε κουκουλοφόρους (γνωστούς πλέον) «μάρτυρες». Πρόσφατα, ταυτόσημα δημοσιεύματα, από την ίδια προφανώς πηγή, το προαναγγέλλουν ως σίγουρο. Ο Ε. Βενιζέλος, όμως,  είναι ένα από τα πολύ σκληρά καρύδια. Ρόδα είναι και γυρίζει και δύσκολα θα γλυτώσουν από αυτόν. «Μα θα ρθει η μέρα, δίχως φίλους καταφρονεμένη», λέει ο Χορός στην Κλυταιμνήστρα στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου. Και τελειώνει: «Τύμμα τύμμασι τείσαι - Την πληγή με πληγή την πληρώνεις». (στ. 1430). 

«Δεν έχει σημασία αν συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του, ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι μακράν ο καλύτερος κοινοβουλευτικός που διαθέτει η χώρα», έγραψε πρόσφατα (17/1) στο Protagon.gr ο γνωστός δημοσιογράφος Κώστας Γιαννακίδης.

Θα πρόσθετα μετά πεποιθήσεως ότι είναι κι ένας από τους λίγους σημαντικούς statesmen της Μεταπολίτευσης εν ενεργεία, πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο για τη Δημοκρατική Παράταξη και τη χώρα.

Το βιβλίο του για τη Δημοκρατία που παρουσίασα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα του πολιτικού λόγου και της δημόσιας παρουσίας του πολιτικού αυτού ανδρός.