To beat or not to be?

Σπύρος Στεκούλης 08 Νοε 2017

Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα στάθηκε η μεγάλη συζήτηση (και σπέκουλα) που ξεκίνησε ο παλαιοπασόκος υπουργός Μεταφορών των εθνικολαϊκιστών ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κ. Σπίρτζης, σχετικά με την «ρύθμιση» της λειτουργίας της πλατφόρμας (Taxi)beat.

Τι ακριβώς κάνει η Beat; Δίνει την ευκαιρία στον υποψήφιο πελάτη να αναζητήσει έναν (ήδη) επαγγελματία οδηγό ταξί μέσω internet. Η πλατφόρμα ενσωματώνει (αφανώς) αρκετά προχωρημένες τεχνολογίες, μεταξύ των άλλων και τεχνολογία γεωγραφικού εντοπισμού τόσο του πελάτη, όσο και των συμβεβλημένων επαγγελματιών οδηγών. Ταυτόχρονα, τηρεί και αρχείο «αξιολόγησης» και του ενός και του άλλου.

Η Beat δημιούργησε υπεραξία διαβλέποντας μια χαραμάδα στην αγορά – σε αντίθεση με την συνηθισμένη στην Ελλάδα δημιουργία προσόδων που μοιράζει το κράτος. Ας μην ξεχνούμε ότι και τα ταξί είναι ακριβώς μια τέτοια πρόσοδος, με βάση «άδειες» που μοιράζει μονοπωλιακά το κράτος, δωρεάν, άσχετα αν η κάθε μια έχει μοσχοπουληθεί πολλές φορές «μαύρα», αφού δεν έχει καμία ονομαστική αξία. Και τις μοιράζει με «κοινωνικά» κριτήρια, δίχως να ενδιαφέρεται καθόλου αργότερα για την ποιότητα της δουλειάς των ωφελουμένων.

Από αυτήν τη χαραμάδα φτιάχτηκε μια εταιρεία που προσέλκυσε κεφάλαια από την Ελλάδα και το εξωτερικό, ήσυχα και αθόρυβα, δίχως μεγαλόσχημες πρωθυπουργικές εξαγγελίες και road show. Μεγάλωσε αρκετά ώστε να ανοίξει χώρο και σε αγορές του εξωτερικού, μέχρι να τραβήξει το ενδιαφέρον μιας θυγατρικής της Mercedes, η οποία και την εξαγόρασε αντί τιμήματος μεγαλύτερου από εκείνο που εισέπραξε το ελληνικό κράτος για ολόκληρον τον ΟΣΕ, τις σιδηροτροχιές και το τροχαίο υλικό του.

Σημειωτέον ότι η τεχνολογία τήρησης αρχείου αξιολόγησης/βαθμολόγησης είναι πια ευρύτατα διαδεδομένη: σχεδόν κάθε πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου – φυσικά οι μεγαλύτερες: booking, airbnb, trivago, amazon, εταιρείες αγοράς εισιτηρίων αλλά και πάμπολλες άλλες, μέχρι και οι μικρότερες ελληνικές – «ζητάει» στο τέλος από τον πελάτη να αξιολογήσει/βαθμολογήσει εταιρεία ή προϊόντα, και μάλιστα ακόμη και για επί μέρους χαρακτηριστικά τους. (Η booking τηρεί ξεχωριστές αξιολογήσεις των προσφερόμενων ξενοδοχείων για την τοποθεσία τους, την καθαριότητά τους, την συμπεριφορά του προσωπικού κλπ).

Σε όλες αυτές τις πλατφόρμες εγγράφεσαι οικειοθελώς, όπως είναι αυτονόητο, και όλες, επειδή διέπονται από δίκαιο σοβαρότερων από την Ελλάδα χωρών, σου ζητούν εκ των προτέρων να επισημάνεις ότι έχεις διαβάσει τους όρους χρήσης της υπηρεσίας και ότι τους αποδέχεσαι. Για καμία από αυτές τις πλατφόρμες δεν έχει εγερθεί μέχρι σήμερα οποιαδήποτε ένσταση περί «προσωπικών δεδομένων» (μια ακόμη βαρύτατα κακοποιημένη έννοια στην Ελλάδα) ή αίτημα περί «αδειοδότησης» από τις ελληνικές αρχές.

Μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον του σύγχρονου κόσμου, η αρχική Taxibeat κατάφερε να είναι μια εταιρεία made in Greece, με παραγωγή αμιγώς στην Ελλάδα. Προσλαμβάνει, στην Ελλάδα της κρίσης και της εξοντωτικής ανεργίας των νέων, στην Ελλάδα της «εξαγωγής εγκεφάλων» (brain drain), εξειδικευμένο προσωπικό, προφανώς με ανταγωνιστικές διεθνώς συνθήκες εργασίας και αμοιβές. Πληρώνει, για το ‘ελληνικό’ τμήμα της παραγωγής της, που δεν παύει, όμως, φαντάζομαι, να είναι ο κύριος όγκος των δαπανών της, φόρους και εργοδοτικές εισφορές στο καταρρεύσαν ήδη ασφαλιστικό μας σύστημα – και, κυρίως, δίνει καλά αμοιβόμενη δουλειά σε νέους υψηλών προσόντων.

Η λογική σκέψη (έπρεπε να) είναι ότι η επιτυχία της και το άνοιγμά της σε άλλες αγορές θα σημαίνει την αύξηση των θέσεων εργασίας, την αύξηση των εσόδων και των δαπανών της στην Ελλάδα και των φόρων και εισφορών της προς το κράτος. Δευτερογενείς θετικές ‘συνέργειες’; Τέτοιες εταιρείες-πλατφόρμες διενεργούν όλες τις πληρωμές τους (από τους πελάτες προς τους ‘προμηθευτές’, επαγγελματίες οδηγούς ταξί εν προκειμένω) ηλεκτρονικά, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Επομένως η έκδοση απόδειξης είναι αυτονόητη και αυτόματη, οι συναλλαγές είναι όλες ‘πάνω από το τραπέζι’ και, επομένως, μπορούν να φορολογηθούν σε όλα τα επίπεδα πάρα πολύ εύκολα: με τον ίδιο τρόπο που τώρα οι τράπεζες καλούνται να συλλέγουν, να αναρτούν και να κοινοποιούν στη φορολογική αρχή τις καταναλωτικές δαπάνες κάθε φορολογουμένου (και μάλιστα είναι ο μόνος τρόπος σχηματισμού και τεκμηρίωσης του αφορολογήτου), με τον ίδιον ακριβώς μπορούν να κοινοποιούν και τα έσοδα του κάθε οδηγού ή ιδιοκτήτη ταξί μέσω της Beat. Όλα ‘περνούν’ εκ κατασκευής από το τραπεζικό σύστημα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα έσοδα της εταιρείας, τα οποία βασικά σχηματίζονται από την ‘προμήθεια’ που εισπράττει από οδηγούς ή/και πελάτες. Το θέαμα ενός υπουργού ο οποίος ωρύεται στα κανάλια «και να προσκομίσουν [οι εταιρείες] τα εκκαθαριστικά των τριών τελευταίων ετών» μόνο στον θλιβερό νωματάρχη στο ελληνικό χωριό της δεκαετίας του ’50 παραπέμπει – όχι σε υπουργό χώρας όπου τα εκκαθαριστικά είναι αναρτημένα στο taxis και, βεβαίως, το κράτος (οφείλει να) τα γνωρίζει.

Και ποιοι είναι οι μέτοχοι; Και πού βρίσκεται η φορολογική έδρα της εταιρείας;

Η έδρα δεν βρίσκεται σε κάποιον εξωτικό προορισμό: βρίσκεται στο Λονδίνο. Προφανώς βρίσκεται σε μια χώρα-μέλος της ΕΕ, διότι η χώρα αυτή παρέχει ασφάλεια δικαίου και σταθερό φορολογικό σύστημα. Οι δικαστικές αποφάσεις τελεσιδικούν σε 5 μήνες (έναντι 3 ετών-και-βάλε κατά μέσον όρο στην Ελλάδα) και το κράτος δεν νομοθετεί ως ‘περιπλανώμενος ληστής’ απέναντι στους πολίτες και στις εταιρείες του. Αλλά και το φορολογικό της σύστημα είναι ζήτημα αν έχει αλλάξει 10 φορές τα τελευταία 200 χρόνια – στην Ελλάδα ψηφίζονται κάθε χρόνο φορολογικοί νόμοι ων ουκ έστι αριθμός… Πιθανώς και οι μέτοχοι να είναι εταιρικά σχήματα διαφόρων ειδών και προελεύσεων: αλλά η Βρετανία είναι μεταξύ των χωρών (όπως και η Ελλάδα) που έχουν συνυπογράψει πρόσφατα πρωτόκολλο συνεργασίας για την απευθείας ανταλλαγή τραπεζικών και φορολογικών στοιχείων πολιτών και εταιρειών. Ο συνδικαλιστής παλαιοπασόκος υπουργός θα έπρεπε να το γνωρίζει και αυτό.

Βασικό γνώρισμα των διαδικτυακών εφαρμογών είναι ότι διασφαλίζουν στους χρήστες τους μεγάλη ελευθερία επιλογής: οι ίδιοι επιλέγουν πότε (και αν) θα εγγραφούν και πότε θα αποχωρήσουν.

Με το θρυλούμενο νομοσχέδιο των κρατικιστών της κυβέρνησης επιχειρείται να μπει ένα τεράστιο βαρίδιο στη δραστηριότητα των οδηγών αλλά και της εταιρείας που δημιούργησε της εφαρμογή: υποχρεούται (αυτό ισχύει μέχρι τώρα – άγνωστο τι θα φτάσει τελικά στη Βουλή και τι θα ψηφιστεί) να συνάπτει συμβάσεις συνεργασίας με τους επαγγελματίες οδηγούς/ιδιοκτήτες ταξί, με ορισμένη ελάχιστη διάρκεια ισχύος, δεσμεύοντας έτσι τους μεν με την δε. Πιθανότατα θα υποχρεούται η εταιρεία να ‘ανανεώνει’ – να επανυποβάλλει – κάθε δίμηνο επικαιροποιημένες καταστάσεις των ‘συνεργαζόμενων οδηγών’.

Προσθέτει ένα τεράστιο γραφειοκρατικό βάρος στην όλη επιχειρηματική δραστηριότητα, δίχως κανένα κέρδος για κανέναν: ούτε για τους οδηγούς, ούτε για τους πελάτες, ούτε για το κράτος. Αλλά προσθέτει κι άλλη γραφειοκρατία σε μια οικονομία που, μετά από 8 χρόνια κρίσης, συνεχίζει να πληρώνει το 7% του ΑΕΠ της για να συντηρεί μια τεράστια, καφκική γραφειοκρατία. Στην ουσία ‘διώχνει’ την εταιρεία από τη χώρα.

Και όλα αυτά απέναντι σε μια εταιρεία υψηλής, σχετικά, τεχνολογίας, σαν αυτές που θα ευχόμασταν να είχαμε περισσότερες, προκειμένου να ανοίξουν ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας – και μάλιστα για νεότερους, που χειμάζονται από την ανεργία.

Αντί γι’ αυτό, το όνειρο των κρατικιστών ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι να «απευθύνουν πρόσκληση στους νέους που ξενιτεύτηκαν» (και θα συνεχίσουν να ξενιτεύονται, επειδή δεν φταίει η ‘τρόικα’ γι’ αυτό, αλλά τα κακά τους τα μυαλά) μόλις «τελειώσει η επιτροπεία» να επιστρέψουν, για να τους προσλάβουν στο δημόσιο και στους δήμους, με το βασικό ενιαίο μισθολόγιο, σε δουλειές που θα έχει κόψει και θα έχει ράψει το σοβιετικού τύπου κράτος «πριν από αυτούς, γι’ αυτούς». Πιθανότατα θα μαζεύουν σκουπίδια – μόνο για κει έχει μάτια και λεφτά η κυβέρνηση.

Δυστυχώς, έτσι ανάπτυξη δεν έρχεται. Αν πιστεύουν ότι η ανάπτυξη εξαντλείται σε 5-10 ‘μεγάλα έργα’ ιδιωτικοποιήσεων, που και αυτά καρκινοβατούν, είναι πολύ μακριά νυχτωμένοι. Ας δουν λίγο βαθύτερα το υπόδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, που άρχισαν να θαυμάζουν πρόσφατα: δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλες σχεδόν οι καινοτόμες εταιρείες και προϊόντα εκεί γεννήθηκαν – αλλά και μεγάλωσαν και ξεκίνησαν το παγκόσμιο ταξίδι τους από κει.

Με τι ψυχή θα ξεκινήσει αύριο ένας άλλος νέος επιστήμονας ή επιχειρηματίας να δημιουργεί οτιδήποτε στην Ελλάδα, όταν κινδυνεύει οποιανδήποτε στιγμή να έρθει το κράτος-πειρατής να του τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια;

Όταν κινδυνεύει, μόλις ακριβώς βγει από την αφάνεια της καθημερινότητας, να πρέπει να περάσει από το γραφείο ενός Έλληνα υπουργού για να μπορέσει να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του;