Βουτιά στο κενό ή συμμαχίες;

19 Ιαν 2014

Η κρίση έφερε τις εύκολες αρνήσεις, την οργή, τα όχι, τα μην. Σε διάφορες χώρες ανέβηκαν οι δυνάμεις της δημαγωγίας και του αντιευρωπαϊσμού, μερίδα της κοινής γνώμης έχει επιβραβεύσει την άρνηση, την καταγγελία, το λαϊκισμό. Μερικά συνδέονται με την αδυναμία που έδειξε η ΕΕ να προβλέψει την οικονομική κρίση και να σχεδιάσει τη δράση της έγκαιρα, μερικά άλλα συνδέονται με την συστηματική προσπάθεια για μετατόπιση ευθυνών που επιχειρούν εθνικές κυβερνήσεις ότι «για όλα φταίνε οι Βρυξέλλες». Ωστόσο, από την κριτική στις αδυναμίες και τα κενά πολιτικής της ΕΕ μέχρι την πολιτική βουτιά στο κενό η απόσταση είναι τεράστια. Σε μια περίοδο γενικευμένης δυσπιστίας, οι αριθμοί που εμφανίζει το «Ευρωβαρόμετρο» του Δεκεμβρίου 2013 είναι πολύ χαρακτηριστικοί και συνδέονται με τις τάσεις που διαμορφώνονται εσχάτως στην Κύπρο. Σύμφωνα με την έρευνα «εμπιστοσύνη στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει μόνο το 17% των Κυπρίων, ενώ το 75% απάντησε «όχι». Οι μέσοι όροι στην ΕΕ ήταν 31% και 58% αντίστοιχα. Εμπιστοσύνη στα Ηνωμένα Έθνη έχει το 18% των Κυπρίων, ενώ το 74% απάντησε «όχι». Στην ΕΕ τα ποσοστά ήταν 42% και 44% αντίστοιχα». Επέλεξα τα δύο σημεία (ΕΕ-ΟΗΕ) καθώς συνδέονται με το διεθνή προσανατολισμό της νήσου και δείχνουν μια τάση άρνησης κατά πάντων, χωρίς να διατυπώνεται κάτι εναλλακτικό, ή μια κάποια πρόταση που να αντικαθιστά τη χρησιμότητα του ΟΗΕ ή την αναγκαιότητα της ΕΕ.

Η υπόθεση με τον ΟΗΕ μοιάζει πολύ πρωτότυπη. Η Κύπρος γνωρίζει όσο λίγες χώρες στον κόσμο τις υπαρκτές δυνατότητες και τις πασίγνωστες αδυναμίες του. Λοιπόν, η χώρα που διαθέτει την πιο μακρόχρονη παρουσία ειρηνευτικής δύναμης στον πλανήτη (1964), μπορεί να αξιοποιήσει αυτόν τον πραγματικό ΟΗΕ με αυτές τις πραγματικές διαστάσεις ή να μείνει χωρίς την ομπρέλα του απέναντι στα στρατεύματα κατοχής! Ή αν θέλει μπορεί να ζητήσει την αποχώρησή του από την Κύπρο και το κυπριακό αφού «εμπιστοσύνη στα Ηνωμένα Έθνη έχει το 18% των Κυπρίων»!

Στο πώς απαντά κάθε ευρωπαϊκό κράτος στις προκλήσεις που αναπτύσσονται μέσα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία, η γνώμη του Κ. Σημίτη είναι ιδιαιτέρως στιβαρή: «στην εποχή της παγκοσμιοποίησης μόνον ευρύτερα σχήματα συνεργασίας μπορούν να εξασφαλίσουν ενεργό συμμετοχή στη διαχείριση των υπερεθνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κάθε χώρα. Το ζητούμενο είναι να καταστεί η Ένωση δύναμη προόδου για τους λαούς της και όχι μηχανισμός διαχείρισης των υστερήσεών τους. Για να γίνει αυτό, η Ένωση θα πρέπει να εμβαθύνει την ενοποίησή της στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της ενοποίησης στη βάση των σημερινών συνθηκών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη. Οχι λιγότερη Ευρώπη». (άρθρο, Το Βήμα, 4/1/2014).

Το κρίσιμο ζήτημα είναι πως «μόνο ευρύτερα σχήματα συνεργασίας μπορούν να εξασφαλίσουν ενεργό συμμετοχή στη διαχείριση των υπερεθνικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κάθε χώρα». Συνεπώς τι προτείνουν οι αρνητές του ευρωπαϊκού δρόμου; Με τι θα αντικαταστήσουν τη συμμετοχή στην ΕΕ; Η οργή για τις ατέλειες ή τα λάθη της ΕΕ δεν αντικαθίστανται με κάτι άλλο, σε κανένα ορίζοντα δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο η εξωπραγματική «αλβανοποίηση» μιας κοινωνίας! Μέσα σε αυτό το πλέγμα της σύγχυσης και των αντιφάσεων κατά τον Κ. Σημίτη «έχουν ενισχυθεί οι εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις σε πολλές χώρες της Ένωσης και επιδιώκουν να σταματήσουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση…».

Οι επισημάνσεις Σημίτη δείχνουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος αλλά και τις προσπάθειες που χρειάζεται να γίνουν και προς ποια κατεύθυνση. Κυρίως «μετάθεση αρμοδιοτήτων από τα κράτη-μέλη προς το ευρωπαϊκό κέντρο», ενιαία οικονομική διακυβέρνηση, συνεχής προσπάθεια για την πρόοδο της Ένωσης. Η μεταρρύθμιση του πλαισίου απαιτεί χρόνο, εφικτές ιδέες, συμμαχίες ανάμεσα στις δυνάμεις που ενδιαφέρονται για την πρόοδο. Είναι κρίσιμης σημασίας υπόθεση να γνωρίζει μια κοινωνία πού βαδίζει, να διαμορφώνει καθαρή άποψη για όσα συμβαίνουν γύρω της και με έργα να είναι «παίκτης» στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού πλαισίου.