Εκφυλιστικά φαινόμενα

Χρίστος Αλεξόπουλος 18 Ιαν 2015

Σύμφωνα με στοιχεία, τα οποία ανακοίνωσε ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (I.L.O.) στις 05.12.2014, οι «εργαζόμενοι σε ολόκληρο τον κόσμο μοιράζονται όλο και μικρότερο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου».

Επίσης με βάση το μέσο ωρομίσθιο ενός βιομηχανικού εργάτη, πάντα σύμφωνα με επεξεργασμένα στοιχεία του έτους 2010 από το I.L.O.. διαπιστώνεται, ότι οι χώρες με τα υψηλότερα ωρομίσθια κατέχουν τις πρώτες θέσεις στους πίνακες ανταγωνιστικότητας και προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, που δημοσιεύουν διεθνείς οργανισμοί (οι 10 πρώτες χώρες είναι Δανία με 34,78 δολ., Ελβετία με 34,29 δολ., Αυστραλία με 28,55 δολ., Ιρλανδία με 26,29 δολ. που μέχρι πριν λίγο καιρό έπαιρνε δανεικά από την Τρόϊκα, Γερμανία με 25,80 δολ., Φινλανδία με 25,05 δολ., Σουηδία με 24,78 δολ., Καναδάς με 24,23 δολ., Βέλγιο με 24,01 δολ. και Η.Π.Α. με 23,32 δολ.).

Αντιθέτως οι χώρες με χαμηλότερα ωρομίσθια βρίσκονται πολύ χαμηλά και σε ανταγωνιστικότητα και σε επενδύσεις. Οι 10 χώρες με τα πιο χαμηλά ωρομίσθια σύμφωνα με το I.L.O. είναι Φιλιππίνες με 1,41 δολ., Ουγγαρία με 4,74 δολλ, Πολωνία με 4,86 δολ., Βραζιλία με 5,41 δολ., Σλοβακία με 6,03 δολ., Εσθονία με 6,10 δολ., Τσεχία με 6,81 δολ., Πορτογαλία με 7,16 δολ., Αργεντινή με 8,68 δολ. και Σιγκαπούρη με 12,68 δολ. Η Ελλάδα ακολουθεί στην αμέσως επόμενη 11η θέση με 13,01 δολ. Η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία όμως έχει άλλη αίσθηση και προσέγγιση της πραγματικότητας.

Τις επισημάνσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας έρχεται να επιβεβαιώσει και η έκθεση του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (Ο.Ο.Σ.Α.) στις 09.12.2014. Σύμφωνα με αυτήν το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ φτωχών και πλουσίων μεγαλώνει συνεχώς. Τονίζεται δε ιδιαιτέρως, ότι « η ανάπτυξη και η ευημερία διαπιστώνεται σε χώρες, οι οποίες θέτουν ως κύριο στόχο την ισότητα των ευκαιριών για τους πολίτες τους». Η ανισότητα δεν διαπιστώνεται μόνο στις περιφερειακές ή μη ανεπτυγμένες χώρες, αλλά σε όλες και κυρίως σε εκείνες, στις οποίες η μεσαία κοινωνική τάξη υπήρξε ο στυλοβάτης του συστήματος και τώρα αρχίζει να φυλλοροεί, όπως είναι η Γερμανία (έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α.). Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας το 2013 κάθε πέμπτος Γερμανός ( 20,3%) είναι στα όρια της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 24,5%, δηλαδή κάθε τέταρτος Ευρωπαίος.

Βεβαίως στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού το κάθε άτομο φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για την πορεία του (επιτυχή ή μη) στην αγορά εργασίας. Το κράτος δεν παρεμβαίνει, ώστε να εκφράσει το κοινωνικό συμφέρον. Οπότε εύλογα αναφύεται το ερώτημα, πως μιλάνε τα κόμματα για σταθερότητα και ασφάλεια, όταν σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη λογική το κράτος δεν παρεμβαίνει. Αυτό είναι μια παραδοξότητα το λιγότερο. Η εξήγηση ίσως είναι, ότι η σταθερότητα ταυτίζεται με πολιτική λιτότητας, η οποία πλήττει κατά κύριο λόγο τη μεσαία κοινωνική τάξη, η οποία σε αρκετές χώρες έχει εισέλθει σε τροχιά φτωχοποίησης. Όσο για την ασφάλεια, αυτή ισχύει μόνο για τους ολίγους πλούσιους. Αρκεί να λάβουμε υπόψη την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους με την σταδιακή ιδιωτικοποίηση του τομέα της υγείας. Με όλα αυτά τα δεδομένα η κρατική οντότητα δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του εγγυητή της σταθερότητας, της ασφάλειας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Το χειρότερο όμως είναι, ότι η κοινωνία αμφισβητεί την λειτουργικότητα του πολιτικού συστήματος και τη δυνατότητα του να εκφράζει το κοινωνικό συμφέρον. Αρχίζει να συρρικνώνεται η δημοκρατία, διότι σταδιακά σε πραγματική και όχι θεωρητική, ιδεατή βάση οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στη δημοκρατική λειτουργία, ως μέσου για την εκπροσώπηση και έμμεση συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν το μέλλον. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις κυρίαρχες αξίες του νεοφιλελευθερισμού, ατομικισμό και ανταγωνιστική λογική στην ατομική διαδρομή των πολιτών, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την αποδοχή ακόμη και μη συμβατών με την κοινωνική δικαιοσύνη ιδεών και πρακτικών, αρκεί να προωθείται η προσωπική ευημερία. Αποδυναμώνεται με αυτό τον τρόπο η δεσμευτικότητα του όποιου κανονιστικού πλαισίου με κοινωνικά χαρακτηριστικά και η συνοχή της κοινωνίας. Εκείνο που απομένει, είναι η χωρίς ηθικούς κανόνες ατομική πορεία στην αναζήτηση ασφάλειας και σταθερότητας. Βέβαια στην Ελλάδα επιδρούν και άλλοι παράγοντες επιπλέον, όπως είναι οι διάφορες μορφές της διαφθοράς (φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή, μέσον κ.λ.π.), οι οποίοι επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Ο εκφυλισμός παίρνει ευρύτερες διαστάσεις ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής παρακμής.

Συμπληρωματικά σε αυτή την γεμάτη αντιφάσεις κατάσταση έρχεται να προστεθεί και η σύγχρονη εκδοχή της νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από την μεγάλη ταχύτητα στην διακίνηση της πληροφορίας, της επικοινωνίας και του κεφαλαίου. Η διαχείριση του χρόνου προσανατολίζεται στην διεκπεραίωση του εργασιακού ρόλου με υψηλό δείκτη απόδοσης και επίδοσης. Ο χρόνος, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι συνεκτικός, διότι έχει προσθετικά, σωρευτικά χαρακτηριστικά (με την έννοια της συνεχούς παραγωγής εργασιακών δεδομένων) χωρίς την διάσταση της ανθρώπινης προοπτικής, ατομικής και κοινωνικής (π.χ. κυρίαρχη αξία είναι η απόδοση χωρίς κριτήρια ως προς τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υπόσταση και στην κοινωνική της λειτουργία, όπως είναι η ύπαρξη νοήματος ή η πραγμάτωση και των υπόλοιπων κοινωνικών ρόλων του ατόμου, πέραν του εργασιακού). Στις σύγχρονες καταναλωτικές κοινωνίες της απόδοσης και της επίδοσης ο χρόνος είναι σε κατάσταση ομηρίας από την εργασία. Η απόδοση ως κριτήριο στη διεκπεραίωση του εργασιακού ρόλου είναι μια από τις βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμη και η ανάπαυση μετατρέπεται σε στοιχείο της εργασίας, με την έννοια ότι υπηρετεί την ανανέωση, αναγέννηση της εργασιακής ικανότητας. Ο χρόνος και η διαχείριση του δεν έχουν κοινωνικά χαρακτηριστικά. Δεν γίνεται συστατικό στοιχείο της επικοινωνίας πέρα από τον εργασιακό ορίζοντα, ενώ δεν αποκτά το αναγκαίο περιεχόμενο και μέσα από την διαπροσωπική επικοινωνία στο πλαίσιο της πραγμάτωσης του συνόλου των ρόλων του ατόμου στην κοινωνική του λειτουργία (φιλία, οικογένεια, κοινωνία πολιτών κ.λ.π.).

Το μωσαϊκό των αντιφάσεων, οι οποίες οδηγούν σε εκφυλιστικά φαινόμενα, ολοκληρώνουν ο τρόπος και το περιεχόμενο προώθησης της παγκοσμιοποίησης καθώς και το πολιτικό σύστημα με τα χρακτηριστικά, που έχει τώρα. Συγκεκριμένα, ενώ το κεφάλαιο κινείται και κερδοσκοπεί σε πλανητικό επίπεδο, η λήψη πολιτικών αποφάσεων με ρυθμιστικό χαρακτήρα σε ό,τι αφορά τις οικονομικές συναλλαγές εξαντλεί την ισχύ της στα εθνικά όρια. Και ακόμη δεν φαίνεται να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να αλλάξει προς τη σωστή κατεύθυνση η κατάσταση. Αυτό σε συνδυασμό με την ανισορροπία, που υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο ως προς την ανάπτυξη και την προκαλούμενη μαζική μετακίνηση πληθυσμών από το Νότο προς τον πλούσιο Βορρά, προκαλεί την εσωστρέφεια και την ξενοφοβία στις χώρες υποδοχής των μεταναστευτικών ροών. Με αυτό τον τρόπο η πολυπολιτισμική διάσταση δεν προχωρεί. Απεναντίας σε συνδυασμό και με τις άλλες παραμέτρους της αστάθειας, της ανασφάλειας και των αρνητικών επιπτώσεων των αξιών του νεοφιλελευθερισμού σε συνθήκες ταχύτατης ροής του χρόνου διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση εθνικιστικών πολιτικών μορφωμάτων και επιρροών ή λαϊκιστικής πολιτικής λειτουργίας.

Σε αυτή την αντιφατική πραγματικότητα φαίνεται παράδοξο και μη ερμηνεύσιμο, η μεσαία κοινωνική τάξη να είναι σε τροχιά πτώχευσης και το κοινωνικό κράτος να συρρικνώνεται σε ένα γενικό κλίμα αστάθειας και ανασφάλειας από το ένα μέρος και από το άλλο οι φορείς και τα πρόσωπα διαχείρισης του κεφαλαίου και της πολιτικής εξουσίας να μην ανησυχούν (έτσι δείχνουν) για την προοπτική του συστήματος. Σίγουρα δεν αντιλαμβάνονται σε όλες του τις διαστάσεις το μέγεθος του προβλήματος, ούτε την μεγάλη ρευστότητα, η οποία προκαλείται από την απουσία σχεδίου δομημένης μετάβασης στην επόμενη φάση της ιστορικής διαδρομής της κοινωνίας. Εξάλλου το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να εκφράσει την προοπτική του μέλλοντος, στο μέτρο που αυτή υπερβαίνει την κατεστημένη κατάσταση και απαιτεί διαφορετικό τρόπο σκέψης και λειτουργίας, ο οποίος θα ανταποκρίνεται στη νέα παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, η οποία οριοθετείται σε μεγάλο βαθμό από τους διευρυμένους ορίζοντες της επιστημονικής γνώσης και της ψηφιακής τεχνολογίας. Γι΄αυτό και αρκείται στην καλλιέργεια ιδεοληπτικών φαντασιώσεων στην κοινωνία σε σχέση με το μέλλον. Χωρίς όμως πολιτική ηγεσία, η οποία ανταποκρίνεται στις ανάγκες της νέας πραγματικότητας, τα άτομα διαμορφώνουν μια στάση προσαρμογής στις κατεστημένες αξίες, διότι αυτή είναι πιο πρακτική ως προς το αποτέλεσμα και άμεσης απόδοσης. Στο μέτρο που το μέλλον δεν παρουσιάζεται έστω ως ρεαλιστική ουτοπία και πραγματώσιμο όραμα, η στατικότητα κυριαρχεί και διαμορφώνει την καθημερινότητα. Σύμμαχος σε αυτή την αρνητική προοπτική είναι η εικονική αποτύπωση της πραγματικότητας στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος, η οποία μπορεί να σκηνοθετείται ανάλογα με τους στόχους και τους σχεδιασμούς για το μέλλον αυτών, οι οποίοι την ελέγχουν και την χρηματοδοτούν. Οι κοινωνίες έχουν μάθει να καταναλώνουν από υλικά προϊόντα μέχρι ιδεοληψίες και φαντασιώσεις. Το θέμα είναι, εάν με αυτό τον τρόπο διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για ένα βιώσιμο μέλλον σε υψηλού βαθμού συνθήκες διακινδύνευσης, οι οποίες δημιουργούνται από την συνεχώς αυξανόμενη πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και τα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και πολλά άλλα. Δυστυχώς τα εκφυλιστικά φαινόμενα γενικά και σε θεσμικό επίπεδο ειδικότερα, δεν επιτρέπουν αισιόδοξες προβλέψεις.