Πάμε και πάλι Πλατεία

17 Ιουν 2015

Άντε να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά.

Να παραταχθούμε άλλη μια φορά στην Πλατεία, εντολοδόχοι «των δικών μας» και ακριτοφύλακες της αξιοπρέπειας. Της δικιάς μας αξιοπρέπειας. Και μην ανησυχείτε που είμαστε μειοψηφία.

Από το 1821 μειοψηφία ήμασταν. Δυναμική μειοψηφία.

Μια Βαλκανική άγρια και πνευματικά στερημένη μειοψηφία που δεν είχε πάρει χαμπάρι τί δημοκρατική κοσμογονία γινότανε στην Ευρώπη και στην Αμερική.

Γιατί ποτέ δε φτάσανε τα λόγια του Ρήγα να γίνουνε φωτιά στο μυαλό μας και ζωοποιός μύθος μας, αφού προλαβαίνανε τα βυζαντινά φίλτρα των παπάδων και των προεστών μας να τα στεγνώνουν από κάθε νέα ιδέα για το σύμπαν, για τον πλανήτη μας, για τα δύστηνα  ανθρώπινα στίφη που μετατρέπονταν αργά και βασανιστικά σε έθνη και κράτη, για το κάθε ξεχωριστό ανθρώπινο όν που πρώτη φορά τολμούσε να κοιτάξει το σώμα του, να το αγαπήσει, να το κάνει να φιλιώσει με το πνεύμα του, να δώσει στο πνεύμα του ένα σπίτι και στο σώμα του έναν ευγενικό σκοπό. Και έτσι οι διδασκαλίες των Προσωκρατικών και του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη προχώρησαν παρακάτω και πήρανε τη θέση που τους έπρεπε στην πνευματική ιστορία του Ανθρώπου Εκεί και τότες.

Και ποτέ δεν μας μάθανε πως τότες ήτανε που οι λαοί στη Δύση περάσανε το Ρουβίκωνα της θεοκρατίας του ιερού Αυγουστίνου αποφασισμένοι να τιμήσουνε το Γαλιλαίο και τον Φον Λέβενχουκ, το μεγάκοσμο του τηλεσκόπιου και το δίδυμο αδελφό του το μικρόκοσμο του μικροσκόπιου.

Και ούτε ποτέ μας καταλάβαμε πως ο Ροβεσπιέρος ήτανε η παράλογη έκρηξή μας μετά από το λουτρό αίματος του Τουρκοεμάντα, ήτανε  το μέγα μπέρδεμά μας πως η τρομοκρατία είναι η αρετή της επανάστασης.

Αλλά ούτε είχαμε την ευκαιρία ν’ ανοίξουμε το κουκούτσι της φιλοκαλίας για να εννοήσουμε και να κατανοήσουμε τη δικιάς μας τρισμέγιστη θεοκρατική καταπίεση.

Κι από τότε κάθε τόσο είμαστε οι ίδιοι και οι ίδιοι απολιθωμένοι ανατολίτες Ροβεσπιέροι, αβανγκαρντίστες ιδεολόγοι της  δεσποτοκρατίας, της κοινοτιστικής εμμονής του μυαλού μας στην πρωτόγονη φρατρία.

Ξέρεις από πού είμαι γω ρε!

Από τη Μάνη είμαι και με λένε Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Γι αυτό κι ο Καποδίστριας ήτανε ο εχθρός. Γιατί ήθελε να μας βγάλει από την Οθωμανική τιμαριοκρατία, που ντάντεψε για τέσσερις αιώνες τον πρωτόγονο κοινοτισμό μας και να μας κάνει κράτος, με νόμους άξιους για τον Νέο Άνθρωπο που σμιλευότανε κι ακόμα σμιλεύεται στη Δύση.

Γι αυτό τον δολοφονήσαμε, γιατί ήμασταν πάντοτε μία κατσαπλιάδικη μειοψηφία που ήξερε να επιβάλλεται, να φοβίζει, να τιμωρεί, να εξαγνίζει στο όνομα της δικιάς της  μοναδικής αλήθειας, να αντικαθιστά διαχρονικά τον Σπαχή και τον Μπεηλέρμπεη με τον Φωτόπουλο και τη Δούρου κάθε εποχής. Πολύ πριν έρθει η νέα θρησκεία του Μαρξισμού-Λενινισμού, τότε που ο Κάρολος Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς ήταν απλά διανοούμενοι που προσπαθούσαν να θεμελιώσουν επιστημονικά την κοινωνική αλήθεια της εποχής τους.

.Κι όταν είδαμε πως δε υπάρχει πια χαΐρι και προκοπή χωρίς φόρους, χωρίς στρατό, χωρίς σχολειά, χωρίς νοσοκομεία, χωρίς δρόμους, χωρίς  Έθνος με εθνικούς αντιπροσώπους, Κεντρική Κυβέρνηση και Ανεξάρτητο Σώμα Απονομής Δικαιοσύνης, χωρίς Κράτος δηλαδή,  δε χάσαμε το χρόνο μας.

Το χτίσαμε μασκαρεμένο κατά το συμφέρον μας. Το δικό μας πρωτόγονο κοινοτιστικό συμφέρον του Αίματος και του Χώματος.

Που στην Ανατολή άλλαξε την ιδεολογία του Αίματος και του Χώματος με την ιδεολογία της Τάξης κι έγινε Κομμουνισμός να μας τον θυμίζει το αιματόβρεκτο Γκουλάγκ και στη Δύση το Αίμα έγινε η Φυλή, ο Φασισμός να μας τον θυμίζει η μυρουδιά καμένου ανθρώπινου δέρματος που έχει ποτίσει τα φουγάρα του  Άουσβιτς.

Μειοψηφία ήμασταν πάντα αλλά είχαμε τα πόστα. Είχαμε ξυπνήσει νωρίς και πιάσαμε στασίδι στα Υπουργεία, στους Δήμους, στα κρατικά ιδρύματα, κλείσαμε επαγγέλματα για να κονομάμε χωρίς ανταγωνισμό, ψηφίσαμε φόρους που πλήρωναν άλλοι για να χτίσουμε τα σπίτια μας, τα εξοχικά μας, τις συντάξεις μας και τα επικουρικά μας, δικτυωθήκαμε με κόμματα και Υπουργούς και μεγαλοστελέχη της διαχείρισης των Ευρωπαϊκών κονδυλίων, των Τραπεζών και της Εφορίας και στήσαμε τη φάμπρικα των εθνικών κατασκευαστών και των Εθνικών προμηθευτών και περάσαμε καλά και στην Κατοχή και στον Εμφύλιο και στη Δικτατορία και στη Δημοκρατία.

Ειδικά στη Δημοκρατία που αρχίσαμε τα εμπόρια και τις εισαγωγές. Μακριά από τους κινδύνους της παραγωγής.

Λεφτά υπήρχαν άφθονα.

Δανεικά.

Για όλους.

Για τον Ψεύτη, για τον Κλέφτη, για τον Αεριτζή, για τον Φοροφυγά, για τον Μιζαδόρο, για κάθε Παρθένα και κάθε Σατανά.

Μαζί τα φάγαμε και δεν ντρεπόμασταν που ο λογαριασμός θα ερχότανε  στα παιδιά μας, αλλά ενοχληθήκαμε όταν μας πήρανε χαμπάρι και μας κόψανε το λουφέ.

Και από τότε κατεβαίνουμε στην Πλατεία σε παράταξη. Αλλά αποφεύγουμε να κοιταχτούμε στα μάτια.

Γιατί έτσι, κοροϊδευόμαστε πως ο διπλανός μας είναι άνεργος, είναι απολυμένος, είναι επιχειρηματίας που έκλεισε, είναι ένα από τα παιδιά μας που μετανάστευσε.

Ενώ είμαστε και πάλι οι ίδιοι θλιβεροί κλεφτοκοτάδες/κρατιστές που ερχόμαστε από πολύ μακριά.

Πιο μακριά κι απ’ τα παιδιά της ΚΝΕ που τους εμπιστευτήκαμε να διαχειριστούνε το κουραδόκαστρό μας.

Ας ετοιμαστούμε λοιπόν για την Πλατεία αλλά όλα κι όλα.Με την προϋπόθεση ότι τα μιστά κι οι συντάξεις μας θα είναι κάθε μήνα κάτω από το μαξιλάρι μας κι αν είναι δυνατόν και σε ευρώ, αλλά δε χάθηκε κι ο κόσμος.

Είμαστε πια πλειοψηφία.

Γιατί έχουμε μαζί μας τον Κουτσούμπα και το Μιχαλολιάκο.

Το Γκουλάγκ και το Άουσβιτς.