Το τέλος της Ελλάδας των ψευδαισθήσεων

Σπύρος Πανταζής 28 Ιουν 2015

Προς το ξημέρωμα του Σαββάτου ο Αλέξης Τσίπρας προαναγγέλλει δημοψήφισμα. Θυμός, εκνευρισμός, πίκρα. Τρεις λέξεις δυνατές, τρεις ήχοι προσωπογραφικοί της κατάστασης. Θυμός γιατί κάπου το περιμέναμε. Εκνευρισμός που πέρασε τόσος καιρός. Πίκρα για το εκείνους που πράγματι έπεσαν θύματα ενός πολλές φορές αδίκου κοινωνικού στιγματισμού και όντας αποκλεισμένοι οδηγήθηκαν στην επιλογή της σημερινής κυβέρνησης. θλίψη και για όσους βρέθηκαν εκτός του πλαισίου του καπιταλιστικού κανόνα και μη μπορώντας να αντιδράσουν όταν κλήθηκαν να απαντήσουν σε καταστάσεις που προξένησαν άλλοι οδηγήθηκαν εκεί. Αυτές τις δύο κατηγορίες ατόμων δεν μπορούμε να τις κατηγορήσουμε. Πέρασαν δύσκολα, βρέθηκαν σε απόγνωση, αναμετρήθηκαν με την ανεργία, δελεάστηκαν από άκρατες υποσχέσεις, βρήκαν ευκαιρία να εκδικηθούν το Ancien Regime.

Σε συνθήκες οριακές το μαστίγωμα της κοινωνίας, οι φωνές στους άλλους που έπραξαν διαφορετικά, λειτουργούν  καταπραϋντικά δεν μπορούν όμως να δώσουν καμία λύση. Και αυτή την στιγμή ζούμε μία τέτοια. Αυτό όμως που μπορεί να το κάνει είναι ο πολιτικός διάλογος, ο ρεαλισμός, η μάχη απέναντι στο ψέμα, οι οραματικές προτάσεις στον άξονα της δημοκρατίας και στην σφαίρα των δεδομένων συνθηκών. Οφείλουμε να μεταπείσουμε αυτόν τον κόσμο αναλύοντας τις σκληρές διαστάσεις των συνθηκών.          Παράλληλα η κυβέρνηση αυτή δομήθηκε από τις πιο παθογενείς κατηγορίες της μεταπολίτευσης. Κρατικοδίαιτοι, αμοραλιστές, καριερίστες της ιδεολογίας, επαγγελματίες του συνδικαλισμού την στήριξαν και συνεχίζουν να το κάνουν με φανατισμό. Συνάμα ένα ολόκληρο χρεοκοπικό μιντιακό κατεστημένο στάθηκε στο πλευρό της από την πρώτη στιγμή. Την υποστήριξε στις δραχμικές πλατείες, αρνήθηκε να εκλογικεύσει το πρόβλημα στον κόσμο για λίγα παραπάνω κλικς, ενδύθηκε τον εθνολαϊκισμό, υπηρέτησε τα πιο απομονωτικά συμφέροντα. Στην ουσία μιλάμε για ένα σύνολο ατόμων που αρνήθηκε να αλλάξει κρυμμένο στις σκιές του αντιμνημονίου. Το αποτέλεσμα ήταν η ρητορεία των πάσης φύσεως συντεχνιών να είναι η κερδισμένη των εκλογών τις 25 Ιανουαρίου. Αυτό που προκύπτει είναι πως με τους θιασώτες αυτών των απόψεων δεν μπορεί να υπάρξει περιθώριο συμβιβασμού. Η προσωπική τους επιτυχία είναι ενσωματωμένη στον εγχώριο παρασιτισμό, στις στενές σχέσεις συμφερόντων, στην διανομή προσόδων. Προδήλως, η ήττα τους είναι conditio sine qua non για την διάσωση της χώρας.

Όταν κλήθηκαν να κυβερνήσουν συνειδητοποίησαν πως κάθε μέρα θα βρίσκουν μπροστά τους την φρασεολογία της παρακμής στην οποία επένδυσαν. Δεν είχαν τα λεφτά για να υπερασπιστούν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, την μεγαλύτερη δηλαδή πολιτική ανηθικότητα που αρθρώθηκε μεταπολιτευτικά. Έμπλεοι αλαζονείας, συγκυβερνώντας με την σοβαρή χρυσή αυγή, με την εργαλειοποίηση των αποκλεισμένων να είναι ο οδικός χάρτης του πολιτικού τους βιοπορισμού στα χρόνια της κρίσης άρχισαν να συνειδητοποιούν πως το αντιμνημόνιο έφτασε στο τέλος. Συγχρόνως ο νεποτισμός τους υπερέβαινε οδηγώντας τις ενέργειες τους. Κινήσεις εντυπωσιασμού, πράξεις συμβολισμού, χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν την πολιτική τους ένδεια. Η νέα παραμυθολόγια μίας ένδοξης διαπραγμάτευσης τέθηκε στο προσκήνιο των πολιτικών τους. Έγιναν τα πάντα προκειμένου να δικαιολογηθεί η πολιτική υφαρπαγή της ψήφου. Τέκνα των κατηχητικών απόψεων που δεν αντιλαμβάνονται την πολιτική ως ένα πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων (η οποία αναζωογονείται ακριβώς από αυτή) αλλά στέκονται σε μία απογυμνωμένη κενού νοήματος πολιτική  θέλησαν να μας πείσουν πως η κυβερνητική στήριξη ήταν το πατριωτικό καθήκον της εποχής. Πράγματι σε μεγάλο μέρος του κόσμου η πρακτική αυτή πέρασε. Η ουσιαστική αντιπολίτευση ξεκίνησε αργά και μάλλον δειλά. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα εδώ και πέντε μήνες να ταπεινώνεται με τον εθνικό διασυρμό να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Στο εσωτερικό ακουγόταν πως η συντηρητική νομενκλατούρα της Ευρώπης υποχωρούσε ενώ ταυτόχρονα τα δις αυξάνονταν.

Οι εμμονές τους κυρίευσαν. Ο άκρατος δικαιωματισμός οδήγησε στην επιλογή του δημοψηφίσματος. Έθεσαν όμως ένα ερώτημα πλαστό, μία πράξη παραπλανητική ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται την πολιτική. Αντί να πουν ξεκάθαρα πως το ερώτημα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ευρώ ή δραχμή (δεδομένα τα συνταγματικά κολλήματα) μίλησαν για τις προτάσεις των δανειστών.

Στο ζήτημα όμως αυτό αργά ή γρήγορα θα κληθούμε να απαντήσουμε. Έχουμε ήδη αργήσει. Παραφράζοντας έναν ιδεολογικό τους φίλο η πείσμωνα πραγματικότητα δεν μπορεί να αγνοηθεί. Είναι οι στιγμές ιστορικές και κρίσιμες. Οφείλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα που ταλανίζει την πολιτική πραγματικότητα της χώρας τα τελευταία χρόνια. Και αυτό δεν είναι άλλο από την θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Ως επιστήμονας τάσσομαι κατά των δημοψηφισμάτων όταν αυτά αφορούν ζητήματα δικαιωμάτων. Αυτή την στιγμή όμως μιλάμε για κάτι άλλο και το δημοψήφισμα πρέπει να γίνει. Η αντιπολίτευση σύσσωμη έχει την ιστορική και ηθική υποχρέωση να αποσαφηνίσει το ερώτημα συγκεκριμενοποιώντας το στην θέση της χώρας. Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με την Ελλάδα των ψευδαισθήσεων. Ή θα εμμείνουν στον δυτικό προσανατολισμό, στην ειδική σχέση με τον κώδικα της ελευθερίας (με τα όποια πολύ σημαντικά προβλήματα), στο δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης όπως το γνωρίσαμε ή θα οδηγηθούμε στον πολιτικό και οικονομικό μαρασμό, στην ασύντακτη χρεοκοπία, σε μία φτωχή βαλκανική χώρα αποκλεισμένη, νωχελική και αδιάφορη όπου οι ουρές στα καταστήματα θα είναι μία καθημερινή εικόνα ανάμεσα σε άλλες πολύ χειρότερες.

Όσο όμως και να το θέλουν δεν υπάρχει φόβος. Το κάλεσμα σε δημοψήφισμα με την αποσαφήνιση του ερωτήματος θα χρωματιστεί θετικά. Το κοινό μας μέλλον είναι αυτό που υπερβαίνει τους ενδοιασμούς και τις μικροπολιτικές εμπλοκές. Είναι αυτό που αγιάζει τις στρατηγικές. Θα δώσουμε την μάχη από κοινού και θα την κερδίσουμε. Είναι η στιγμή ανασημασιοδότησης της σχέσης μας με την Ευρώπη. Η μέχρι πρότινος σιωπηρή πλειοψηφία θα δώσει την λύση. Ήρθε επιτέλους η ώρα να το κάνει. Κριτής μας η γη των αγέννητων.