«Αφρώδης» Διακυβέρνηση

Θεόδωρος Παπαθεοδώρου 05 Σεπ 2014

Υπάρχει μία προοπτική διακυβέρνησης της χώρας που ορισμένοι την υπόσχονται… αφρώδη και η οποία θα επιλύει τα όποια προβλήματα με απολαυστική ευκολία, συχνά δια της απλής καταργήσεώς τους. Στο μέλλον φαίνεται ότι η χώρα δεν θα έχει πρόβλημα χρέους γιατί η κυβέρνηση της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ θα έχει διαγράψει το μεγαλύτερο μέρους αυτού, οπότε και θα είναι περιττή η οποιαδήποτε ανησυχία για τη βιωσιμότητά του.

Δεν θα υπάρχουν υποχρεώσεις δημοσιονομικής πειθαρχίας, γιατί απλά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «θα ξεκινήσει τη θητεία της με την κατάργηση του Μνημονίου», κατά δήλωση του εκπροσώπου Τύπου του κόμματος. Και, επίσης κατά δήλωση του ίδιου, «η αυριανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα δεχθεί να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με την τρόικα», έχοντας προφανώς εκ των προτέρων επιλύσει τις όποιες εκκρεμότητες χρηματοδότησης και εφαρμογής του οικονομικού προγράμματός της.

Υπάρχει μία χρήση της πολιτικής ρητορικής σε αυτή τη ρευστή περίοδο της μεγάλης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που δίνει την εντύπωση ότι τα πάντα είναι δυνατά, ακόμα και αυτά που εκφεύγουν από τις σημερινές αλλά και τις αυριανές δυνατότητες μίας ρεαλιστικής διακυβέρνησης της χώρας. Φαίνονται δυνατά, κυρίως για την υποσχετική γοητεία που ασκούν, και γιατί προσφέρουν την πρόγευση μίας διακυβέρνησης που απελευθερώνει τη φαντασίωση της επιστροφής στη χώρα της ευδαιμονίας και της ευημερίας.

Η υπερβολή αυτή της ρητορικής δεν είναι απλά ένα εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας, με έντονα τα στοιχεία του (εξωπραγματικού) λαϊκισμού, αλλά παραμένει ένα ισχυρό ιδεολογικό όπλο άρνησης (και όχι ανατροπής) της σημερινής ολέθριας πραγματικότητας. Η άρνηση, όμως, δεν αντιστοιχεί κατ’ ανάγκη σε προοδευτική αλλαγή ούτε εμπεριέχει κάποιο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης.

Με βάση αυτή τη ρητορική δικαιολογείται ακόμη και το ενδεχόμενο της αποδέσμευσης της χώρας από το ευρώ ή των μονομερών ενεργειών απέναντι στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της χώρας. Μόνο που η μετάφραση της ρητορικής σε πραγματική πολιτική σκοντάφτει στο γνωστό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ: δεν πείθει για την οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει και δεν προσφέρει σε ένα κρίσιμο κομμάτι του ελληνικού λαού την ασφάλεια ότι θα επιδιώξει τις αναγκαίες αλλαγές με σταθερότητα. Αυτό δεν είναι απλά ζήτημα πολιτικής στρατηγικής, αλλά δομικό πρόβλημα της διεκδίκησης εκ μέρους του της διακυβέρνησης της χώρας.

Στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, η ανάκαμψη της οικονομίας, η ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, η καταπολέμηση της ανεργίας και η μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος προϋποθέτουν σταθερές και συμφωνημένες πολιτικές αλλαγών, εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας και πάνω από όλα μία σοβαρή και ισχυρή υποδομή για τη διαπραγμάτευση του χρέους. Και επειδή αυτή η διαπραγμάτευση θα είναι μακρά και επίπονη, οι λεονταρισμοί εσωτερικής κατανάλωσης, από όπου και αν προέρχονται, θα φαίνονται τουλάχιστον αστείοι στο πλαίσιο μίας Ευρώπης που θα συνεχίσει να ταλανίζεται από τις επιπτώσεις της κρίσης. Η χώρα έχει πληρώσει στο πρόσφατο παρελθόν ερασιτεχνισμούς, εύκολες κορώνες και ξεθωριασμένες «κόκκινες γραμμές» που, τελικά, έσφιξαν ακόμα περισσότερο τη θηλιά του χρέους γύρω από το λαιμό της.

Στη μεταμνημονιακή Ελλάδα χρειάζεται μία προοδευτική διακυβέρνηση που θα ανατάξει τις υφεσιακές πολιτικές, θα διεκδικήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα ειδικό αναπτυξιακό πρόγραμμα επενδύσεων, θα στηρίξει τη δημιουργία θέσεων εργασίας και θα διαπραγματευτεί τη διευθέτηση του χρέους, αποκαθιστώντας παράλληλα τα μεγάλα ρήγματα του κοινωνικού κράτους. Το ζητούμενο που παραμένει κυρίαρχο είναι η αλλαγή των πολιτικών που ασκούνται σήμερα, με σταθερότητα και αταλάντευτο ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Είναι παράλληλα το στοίχημα της νέας Κεντροαριστεράς, πάνω στο οποίο θα δομηθούν οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες της προοδευτικής διακυβέρνησης.