Αυτό που μας εγκαταλείπει

Αποστόλης Μαλάκος 27 Νοε 2013

Διαμορφώνεται, σήμερα, μια εμφανής διολίσθηση πολλών ‘κεντροαριστερών’, ‘σοσιαλδημοκρατών’, ‘δημοκρατών σοσιαλιστών’ και άλλων, προς μία μυθοπλαστική αριστεροσύνη που προβάλλει μια απατηλή αναπαράσταση της κρίσης και του κόσμου. Σε παλαιού τύπου γλώσσα θα μιλούσαμε για ριζοσπαστικοποίηση κοινωνικών δυνάμεων, μόνο που αυτή η ριζοσπαστικοποίηση έχει βαθιά αντιδημοκρατικά και αντιπροοδευτικά χαρακτηριστικά.

Αυτή η διολίσθηση είναι μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας αφύπνισης αριστερών ανακλαστικών, που όπως φαίνεται μπορεί να βρίσκονταν εν υπνώσει, σε καταστολή λόγω ευδαιμονίας, αλλά βρίσκονταν εν ζωή, για να αποτελέσουν ασφαλές καταφύγιο μόλις η αλήθεια άρχισε να μας χτυπάει την πόρτα. Είναι πράγματι εντυπωσιακό πόσους σαραντάρηδες, πενηντάρηδες και άνω, γνωρίζει κανείς σήμερα, που ξιφουλκούν εναντίον όλων, εκτός βεβαίως του εαυτού τους και του εαυτού μας, που είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν με την οποιαδήποτε ανοησία, να δουν τη ζωή τους όχι ως διαχρονική περιπέτεια, αλλά μόνο ως περιπέτεια του παρόντος και να συμπορευτούν ή έστω να ανεχθούν κάθε πνευματικό κανίβαλο, αρκεί αυτός να υπερασπίζεται αυτό που οι ίδιοι εκλαμβάνουν ως ‘δικαιώματα’. Είναι εντυπωσιακό πόσοι είναι έτοιμοι για άλλη μία φορά να εμπιστευτούν μια ιδεοληπτική αριστεροσύνη, που υπόσχεται πάλι έναν καλύτερο κόσμο. Και ότι δεν ενοχλούνται από το γεγονός πως αυτή η υπόσχεση δεν τηρείται, δεν έχει ποτέ και πουθενά τηρηθεί, παρά μόνο όπου πολιτικές δυνάμεις δεν υποσχέθηκαν έναν καλύτερο, αλλά έναν καλύτερο δυνατό κόσμο. Φαίνεται, όμως, πως το γεγονός ότι η υπόσχεση διαρκώς διαψεύδεται, δεν αποτελεί πρόβλημα, γιατί στη φύση της θέασης του κόσμου με βάση την όποια υπόσχεση, εμπεριέχεται η ακλόνητη πίστη στην επόμενη υπόσχεση.

Αβλέμμων, βέβαια, ο βυθός της ψυχής του ανθρώπου και είχε δίκιο ο Καντ, που προειδοποιούσε για “την κατάσταση του ανηλίκου στην οποία προσκολλάται κανείς με δική του υπαιτιότητα”. Τι αποτελεί, όμως, σήμερα έναν καλύτερο δυνατό κόσμο για την χώρα μας; Ας μου επιτραπούν λίγες σκέψεις:

• Να μην ενδώσουμε σε μια απλογραφική αντίληψη που χωρίζει τον κόσμο σε ‘εμάς’ και ‘εκείνους’, όποιοι είναι αυτοί οι άλλοι, Ευρωπαίοι δανειστές ή Αφρικανοί μετανάστες. Να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν και για τις δικές μας ζωές, αλλά και για τις ζωές των άλλων, όχι όμως των ‘απολυμένων’ άλλων που δεν έπρεπε ποτέ να είχαν προσληφθεί, ούτε των ευνοημένων άλλων των οποίων οι προ-νομίες είναι ακριβώς αυτό που μαρτυρά η λέξη. Να μην πολιτικολογήσουμε πουλώντας φθηνές παρηγορίες και εν τέλει να μην ακολουθήσουμε τον συρμό όσων κάνουν πολιτική μόνο από θέσεις αρχών ή κόκκινων γραμμών, αλλά να κάνουμε πολιτική σκοπών και συνεπειών. Να επιχειρηματολογήσουμε για μια αναβαπτισμένη φιλελεύθερη δημοκρατία, όχι μόνο σε επίπεδο θεσμών, αλλά και σε επίπεδο πρακτικών, η οποία προϋποθέτει τη διάκριση όχι ανάμεσα σε δύο αλλά ανάμεσα σε τρία πρόσωπα: Το ‘εγώ’, το ‘εσύ’ που αναλαμβάνει διαδοχικά και ταυτοχρόνως διαφορετικούς ρόλους, οι οποίοι έχουν όλοι τη δική τους ξεχωριστή δεοντολογία και τέλος το πληθυντικό ‘εμείς’ που περιλαμβάνει όχι μία, αλλά πολλαπλές πολιτικές κοινότητες, την κοινότητα του δήμου, την ελληνική πολιτική κοινότητα, την ευρωπαϊκή και βέβαια όλη την ανθρωπότητα.

• Να αντιληφθούμε την πολύπλοκη φύση της νέας παγκοσμιότητας και πολυεθνικότητας και να σκεφθούμε νηφάλια και κριτικά. Ίσως, αυτό που θα έπρεπε περισσότερο να προκαλέσει τη σκέψη μας σήμερα είναι ότι δεν έχουμε ακόμη αρχίσει να σκεφτόμαστε. “Σκέφτομαι” δεν σημαίνει εκφράζω απόψεις, ούτε χρησιμοποιώ ιδέες, ούτε περιγράφω και αιτιολογώ μια πραγματικότητα. Κάθε λέγειν δεν είναι σκεπτόμενο. Η φράση ‘βρέχει εδώ και τέσσερα χρόνια’ δεν συνιστά σκέψη. Σκέφτομαι, σημαίνει αναδεικνύω λόγους και όχι αιτίες, λόγους τους οποίους ενστερνίστηκα και εγώ και οι άλλοι και για τους οποίους κάναμε συγκεκριμένες επιλογές και απορρίψαμε άλλες. Στη νέα πολυεθνικότητα, ο αριστερός και ο συντηρητικός για άλλη μια φορά βλέπουν μόνο απειλές. Αυτή η πολυεθνικότητα, όμως, δημιουργεί νέες ανάγκες και ευκαιρίες. Πρώτα απ’ όλα την ανάγκη σύλληψης και πολιτικοποίησης του πολυεθνικού ως οικουμενικού. Όπως ο μαρξιστικός διεθνισμός δεν ήταν ποτέ οικουμενισμός, αφού εξαρχής απέκλειε τους διάφορους ταξικούς εχθρούς, έτσι και η παγκοσμιοποίηση σήμερα μπορεί να οδηγήσει σε νέους βαθύτατους αποκλεισμούς, αν δεν διαμορφωθούν νέες μορφές οικουμενικότητας και πολιτικής οργάνωσης, που θα οδηγήσουν στο δημοκρατικό εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Ο ευρωπαϊσμός δεν είναι αυτό που ήταν πριν είκοσι χρόνια αλλά είναι μια τέτοια νέα μορφή οικουμενικότητας και πολιτικής οργάνωσης, που αποτελεί, σήμερα, κατηγορική επιταγή. Η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή περιπέτεια, δηλαδή, δεν είναι υπό αίρεση όποτε οι εταίροι δεν μας αρέσουν και η ανακάλυψη ‘φανταστικών εθνικισμών’ όποτε δεν συμφωνούμε δεν είναι Ευρωπαισμός. Το ζητούμενο σήμερα είναι η Ευρώπη από συνομοσπονδία κρατών να γίνει συνομοσπονδία ψυχών, να συμμετέχουμε δηλαδή σ’ αυτήν κυριολεκτικά με την ψυχή μας.

• Να συνεισφέρουμε στο να διαμορφωθούν επιτέλους και στην Ελλάδα, πραγματικές, ‘οργανικές’ ελίτ με την έννοια των φορέων κουλτούρας, αξιών και πολιτισμικού παραδείγματος, που θα στοχάζονται, θα επιχειρηματολογούν και θα δρουν για την εμβάθυνση των ελευθεριών και της δικαιοσύνης, στα πλαίσια μιας αστικής, φιλελεύθερης, δημοκρατικής, προοδευτικής κοινωνίας. Η ελληνική ελίτ δεν υπήρξε ποτέ ελίτ με αυτήν την έννοια, αλλά αποτελούσε μία συμμαχία από νομενκλατούρες κληρονομικού τύπου, ανεύθυνες κοινωνικά και πολιτικά, οι οποίες πολλαπλασιάζονταν σε όλο τον κοινωνικό ιστό και λειτουργούσαν και λειτουργούν σαν κλειστά μαγαζιά που στοχεύουν στην αναπαραγωγή των ιδιαιτέρων συμφερόντων τους. Οι πολιτισμικές συνέπειες αυτού του τρόπου οργάνωσης και αναπαραγωγής των ελίτ ήταν επώδυνες αφού, ανάμεσα σε άλλα, άνθιζαν αντι-κοινωνικές νοοτροπίες που αντιλαμβάνονταν τα συμφέροντα οποιουδήποτε άλλου όχι ως ανταγωνιστικά αλλά ως εχθρικά και νομιμοποιούνταν οποιαδήποτε μέσα για την εξυπηρέτηση ‘ειδικών’ συμφερόντων που μεταμφιέζονταν σε ‘γενικά’.

• Χρειάζεται ακόμη να μην ενδώσουμε σε νέες υποκρισίες τύπου ‘δημοκρατικού σοσιαλισμού’, γιατί αν κάτι έχει δείξει η εμπειρία του 20ου αιώνα, είναι ότι οι όροι δημοκρατία και σοσιαλισμός είναι ασύμβατοι. Να μην προσλάβουμε τη νέα πραγματικότητα ιδεο-λογικά, δηλαδή, υποτάσσοντας το λόγο σε προκατασκευασμένες ιδέες, αλλά κριτικά. Να δούμε κατάματα τον όποιο αριστερό εαυτό μας για αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ‘κατάσταση ανηλικίωσης’ και να αποκτήσουμε επιτέλους την επίγνωση ότι είναι δύσκολο να συλλάβουμε αυτό που δεν μας εγκαταλείπει και να το εγκαταλείψουμε εμείς. Να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το τι κοινωνία θέλουμε να δημιουργήσουμε τις επόμενες δεκαετίες και να αντισταθούμε στη βία, τον εκφασισμό, την αδυναμία μας, την απάθεια και την έλλειψη φαντασίας και να παραδεχτούμε την ήττα μας αλλά να μην ενδώσουμε σ’ αυτήν.

Σήμερα μέσα σ’ ένα γενικό αποπροσανατολισμό, το παρελθόν αποκαθιστά τον εαυτό του, απλώνεται και προσπαθεί να διαιωνιστεί. Προσβλέπει σε μία επανόρθωση παρά το ότι έχει χρεοκοπήσει. Δεν ετοιμάζεται να μας εγκαταλείψει και να δώσει θέση σ’ αυτό που επέρχεται. Χρειάζεται λοιπόν υπομονή, καθαρός λόγος και ένα είδος ομιλίας που δεν θα εξαντλείται στην επαναλαμβανόμενη μεμψιμοιρία και δεν θα μεταφέρει στους όποιους άλλους επιλογές και ευθύνες δικές μας.