Η Ευρώπη έχει ανάγκη ενός New Deal

Μαριλένα Κοππά 25 Απρ 2014

Σε προεκλογική περίοδο οι συζητήσεις περί ανάπτυξης είναι συχνά κραυγαλέες και μάλλον λιγότερο ουσιαστικές από όσο θα θέλαμε. Η αντίθεση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών δυνάμεων στην Ευρωβουλή έχει και προγραμματική βάση, όσο και εάν τα προγραμματικά κείμενα των ομάδων περνάνε στα ψιλά της προεκλογικής περιόδου.

Εάν θέλει κανείς να συνοψίσει τον προγραμματικό λόγο των Βρυξελλών τα προηγούμενα πέντε χρόνια σε ένα τσιτάτο θα αναφερόταν στη γνωστή ρήση της Μερκελ «η Ευρώπη έχει 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και 50% των παγκόσμιων κοινωνικών δαπανών και μεταβιβάσεων». Υπό αυτό το πρίσμα, εάν αυτή είναι η διάγνωση του προβλήματος, πρέπει να μας προβληματίζει το 50%, που αποτελεί το βαρίδι της ανταγωνιστικότητας μας. Αντίθετα, εάν κάποιος είναι σοσιαλδημοκράτης, θα έλεγε ότι η Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι έχει μόλις 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχει 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, επειδή ακριβώς οι κοινωνικές δαπάνες μας είναι παγκοσμίως ασυναγώνιστες. Αν αυτό σημαίνει ότι επειδή έγινε πάρτι στα φάρμακα, πρέπει να εκμηδενίσουμε την μεσαία τάξη, τότε ας γίνουμε μια πολιτεία της Ινδίας ή της Κίνας, αν και αυτοί μάλλον δεν μας κάνουν γιατί εκεί αυξάνουν τις κοινωνικές τους δαπάνες.

Και αυτή η διαπίστωση μας φέρνει στο πρόγραμμα «Πίσω στη Δουλειά» (Back to Work) της Ομάδας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D). Το 70 σελίδων περίπου κείμενο που ελάχιστοι έχουν διαβάσει στην Ελλάδα, ξεκινά από τη διαπίστωση ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη ενός New Deal. Όσοι είναι παλαιοί στο χώρο, έχουν ακούσει και στην Ελλάδα αυτό τον όρο. Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι με 1% ανάπτυξη στην Ευρωζώνη δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας για 27 εκατομμύρια ανέργους. Άρα, το στοίχημα δεν είναι να βάλουμε χρυσούς κανόνες, μηχανισμούς επιτήρησης και να τιμωρήσουμε τους μέρμηγκες, αλλά να κάνουμε κάτι για αυτά τα 27 εκατομμύρια, εκτός εάν έχουμε αποφασίσει ότι δε χάλασε ο κόσμος να χαθεί μια γενιά, αρκεί να μην είναι η δική μας.

Φυσικά, το θέμα στην πολιτική είναι οι προτεραιότητες, που τελικά αντανακλώνται σε κατανομή πόρων. Το S&D υποστηρίζει ότι οι επενδύσεις πρέπει να εστιάσουν σε κλάδους εντάσεως εργασίας με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ανάπτυξη: μετασκευή κατοικιών, ανανεώσιμες πηγές, διευρωπαϊκά δίκτυα ενέργειας, μεταφορές. Στην Ελλάδα βέβαια η προτεραιότητα είναι οι οδικοί άξονες με αύξηση των διοδίων, προκειμένου να μη τους χρησιμοποιεί κανείς. Η ακτοπλοΐα, οι σιδηρόδρομοι σε «άγονες» γραμμές κατέρρευσαν, αλλά δρόμους έχουμε. Υλοποιήσαμε το μεγαλύτερο πρόγραμμα επέκτασης των σιδηροδρόμων από εποχής Τρικούπη, χωρίς να συνδέσουμε λιμάνια και με γραμμές να τρέχουν παράλληλα με οδικούς άξονες. Εάν είχαμε εγχειρίδιο κακών πρακτικών στην Ευρώπη, η Ελλάδα θα ήταν ηγέτης. Εκεί, μεταρρυθμίσεις δε βλέπουμε.

Το μοντέλο ανάπτυξης που προκρίνει το S&D βασίζεται στην αυξημένη παραγωγικότητα και όχι στη μείωση κόστους. Δηλαδή προκρίνει την καινοτομία και την έρευνα ως ατμομηχανή του ευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης. Βέβαια, στην Ελλάδα θέσαμε σε διαθεσιμότητα τους υπαλλήλους των Ειδικών Λογαριασμών των πανεπιστημίων, επειδή αυτό ήταν πολιτικά και διοικητικά εύκολο. Η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική με όρους χαμηλού κόστους εργασίας και μειωμένων περιβαλλοντικών προτύπων διαχείρισης. Εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα, που πρέπει, λέμε όλοι, να αναπτύξει αγροτική παραγωγή και ελαφριά βιομηχανία boutique, χωρίς να μας ενδιαφέρει η υποδομή γνώσης που αυτό συνεπάγεται. Εκτός εάν νομίζουμε ότι έχουμε βρει τα μαγικά φασόλια του παραμυθιού.

Λέει το S&D ότι διεκδικεί κοινοτικές επενδύσεις (δημόσιες δηλαδή) ύψους 1,5% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ ή 194 δις Ευρώ το χρόνο έως το 2020. Ο στόχος είναι η δημιουργία 3,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας τα πρώτα 3 χρόνια με ρυθμό ανάπτυξης 2,4-5% ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Υπογραμμίζει το S&D ότι θέλει να διατηρήσει τις κοινωνικές δαπάνες στα σημερινό τους επίπεδα (500 δις το έτος), με επενδύσεις στην κοινωνική οικονομία. Βέβαια, σταθερά, το πρώτο θύμα των δόσεων ήταν η περικοπή των δημόσιων επενδύσεων.

Και το S&D κάνει μια συγκεκριμένη κριτική στη λογική της λιτότητας. Λέει, για παράδειγμα, ότι εάν η Ευρώπη έθετε ως προτεραιότητα την ανάπτυξη, μειώνοντας τα ελλείμματα κατά 0.5% του ΑΕΠ το έτος, θα είχαμε ήδη βγει από την κρίση. Αντίθετα μειώσαμε τις δημόσιες επενδύσεις κατά 240 δις βαθαίνοντας την ύφεση. Λέει επίσης το S&D ότι δεν υπάρχει κανένα εμπειρικό στοιχείο που να τεκμηριώνει ότι ο κατώτατος μισθός μειώνει τις θέσεις εργασίας. Για την ακρίβεια, η θέσπιση ενός κατώτατου μισθού ήταν η μεγάλη προϋπόθεση για την είσοδο των σοσιαλδημοκρατών στη γερμανική κυβέρνηση. Φυσικά, στην Ελλάδα, η «αναστύλωση» του κατώτερου μισθού ήταν μέρος της προγραμματικής συμφωνίας της πρώτης κυβέρνησης συνεργασίας του 2012.

Για να μιλήσουμε σοβαρά, πρέπει να εξειδικεύουμε το κοινό παρανομαστή με όρους συγκεκριμένα ελληνικούς. Η Ελληνική Σοσιαλδημοκρατία πρέπει σθεναρά να διεκδικεί την αναδιανομή πλεονασμάτων για την εξισορρόπηση της Ευρωζώνης είτε με εργαλεία αμοιβαιοποίησης του χρέους είτε, κυρίως, με επενδύσεις. Δηλαδή, πρέπει να είμαστε υπέρ

1. των Ομολόγων Έργων, με έμφαση στα διευρωπαϊκά δίκτυα: μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια, νερό. Η αποκοπή μας από αυτά τα δίκτυα είναι το στρατηγικό μειονέκτημα της Ελληνικής Οικονομίας.

2. Ευρωομόλογα για το 60% του Δημόσιου Χρέους

3. Έμφαση σε μορφές χρηματοδότησης που θα είναι εθνικές και διευρωπαϊκές και θα πηγαίνουν απευθείας στην επιχείρηση παρακάμπτοντας το τραπεζικό σύστημα, όπως crowdbanking, crowdfunding, εξειδικευμένα χρηματιστήρια…

4. Η εθνική μας προτεραιότητα πρέπει να είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων παραγωγικών δικτύων (clustering) σε περιφερειακό, διασυνοριακό και εθνικό επίπεδο.

5. Κλαδικά, πρέπει να δώσουμε έμφαση στην πρωτογενή παραγωγή και την ελαφριά βιομηχανία, προχωρώντας ουσιαστικά και σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια και τις τοπικές κοινωνίες σε μια ουσιαστική αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα, αξιοποιώντας τον τουρισμό ως καταναλωτική βάση.

Τώρα, αν ξεφύγουμε λίγο από το ποιος εκφράζει τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη και μιλήσουμε προγραμματικά, ίσως να έχουμε μια καλύτερης ποιότητα συζήτηση, τουλάχιστον στο βαθμό που η συζήτηση αφορά και άλλους.