Η υπαρξιακή κρίση της ελληνικής νεοδεξιάς

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 20 Σεπ 2013

Όταν την περίοδο 1989 – 1991 κατέρρεε μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο ιστορικής σκόνης, χωρίς να βρεθεί ούτε ένας να την υπερασπιστεί, η σοβιετική αυτοκρατορία, ήταν προφανές ότι αυτό που είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε κατ’ ευφημισμόν «κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα», θα αντιμετώπιζε έντονα υπαρξιακά διλήμματα. Και όντως έτσι συνέβη, το ΚΚΣΕ διαλύθηκε, στην καρέκλα του Β. Ι. Λένιν ως εκδότη της ιστορικής «Πράβντα» κάθισε ένας έμπορος πορτοκαλιών, μετέπειτα ιδιοκτήτης ενός πανίσχυρου ομίλου ελληνικών ΜΜΕ και σήμερα τρόφιμος των φυλακών Κορυδαλλού. Στον υπόλοιπο κόσμο, τα κατά τόπους Κ.Κ. άλλαζαν ονομασία, αποποιούνταν το «ένδοξο» παρελθόν τους οδεύοντας προς τη λήθη, ενώ στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ο ενιαίος Συνασπισμός, η σωτήρια λέμβος για το απολίθωμα που ονομάζεται ΚΚΕ.

Κι ενώ ο Φράνσις Φοκουγιάμα πανηγύριζε για το «τέλος της ιστορίας» με νίκη των ιδεών του φιλελευθερισμού, κι ενώ ο Δυτικός κόσμος απαλλαγμένος από το άγχος και τις υπέρογκες δαπάνες του Ψυχρού πολέμου, κι ενώ στην Ελλάδα προετοιμαζόμασταν για την εποποιία της ΟΝΕ, η ελληνική Δεξιά, συγκλονισμένη από την οντολογική απουσία του εχθρού της, του κομμουνισμού, ένιωσε μια παραζάλη, μια ιστορική σκοτοδίνη και εις μάτην αναζήτησε νέα στηρίγματα και σημεία προσανατολισμού στο διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο της παγκοσμιοποίησης.

Το υπαρξιακό δίλημμα της ελληνικής Δεξιάς οξύνθηκε με τον καιρό. Η παράταξη, η οποία όφειλε και οφείλει σε μέγιστο βαθμό την ύπαρξη και την ισχύ της,  όχι σε γηγενείς παράγοντες, αλλά στον ξένο παράγοντα (για να θυμηθούμε λίγο την ορολογία που η ίδια χρησιμοποιούσε), βρέθηκε από τη μία στιγμή στην άλλη μετέωρη να ταλαντεύεται στο σύγχρονο πολυπολικό κόσμο. Θαρρείς και ξύπνησε μέσα της το εν υπνώσι τέρας του βαλκανικού επαρχιωτισμού και μεταμόρφωσε την ελληνική Δεξιά παράταξη σε μια σέκτα απομονωτισμού, εξαιρετισμού και κλειστοφοβίας.

Η παράταξη, στις γραμμές της οποίας κατά το παρελθόν υπήρχαν στοχαστές για διανοητές ευρωπαϊκού διαμετρήματος, όπως ο Παναγιώτης Κανελόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και άλλοι, άξαφνα μετατράπηκε σε έναν εσμό πολιτευτών, το κύριο προσόν των οποίων ήταν η εμμονή τους στο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», αγνοώντας πλήρως τις διεργασίες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Η παράταξη που έπλεξε ύμνους στον αμερικανικό παράγοντα, η παράταξη που επαίρονταν επί δεκαετίες ότι ήταν ο πλέον πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ στην αντικομμουνιστική τους εκστρατεία, με αφορμή τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία διακρίθηκε για τα αντιαμερικανικά της αισθήματα και τη ρητορική, αλλά και τάχθηκε αναφανδόν υπέρ των νεοκομμουνιστών σφαγέων τύπου Μιλόσεβτις. Ας μη ξεχνάμε πως τότε άρχισε και διακόπηκε απότομα η καριέρα του σημερινού αρχηγού της δεξιάς παράταξης, ο οποίος θεώρησε εαυτόν «μακεδονομάχο» και ενέπλεξε τη χώρα σε μια ατέρμονη και αλυσιτελή διαμάχη με το γειτονικό κρατίδιο. Ήταν η εποχή που ο μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας, ο Κώστας Καραμανλής, ο γνωστός Μέγας Σιωπηλός της Ραφήνας, υπέγραφε στο ψευδεπίγραφο «δημοψήφισμα» του πρώην αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, για την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.

Χαμένη μέσα στον πολυπολικό σύγχρονο κόσμο, η δεξιά παράταξη, αντί να επιταχύνει το βηματισμό της για να προλάβει τους ρυθμούς της εποχής, προτίμησε να κάνει αυτό που γνωρίζει καλά λόγω της κυτταρικής μνήμης της: να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω, να ανακαλύψει ξεχασμένους σκελετούς στις ντουλάπες της, να αναβιώσει μια εμφυλιοπολεμική ρητορική και να προτάξει την ανάκτηση του ηθικού πλεονεκτήματος, το οποίο έχασε λόγω της ιταμής συμπεριφοράς της έναντι των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου.

Αυτό το «άλμα στο παρελθόν», την αποξένωσε από τα πιο δυναμικά στρώματα της κοινωνίας και, κυρίως, της διανόησης, τα οποία νιώθουν να ασφυκτιούν στο φουστανελοφόρο σκηνικό που στήνουν τα δευτερότριτης κατηγορίας πολιτικά στελέχη, που ομνύουν και σαγηνεύονται από τις αλησμόνητες γι’ αυτούς εποχές των τοπικών κομματαρχών και της βαλκανικής φαντασίωσης.

Η παράταξη που επαίρονταν για τον φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό της, έχει σήμερα να αντιμετωπίσει το εκλογικό της ακροατήριο, το οποίο διακρίνεται για τις αντιευρωπαϊκές, αντιαμερικανικές και εν γένει, αντιδυτικές του διαθέσεις και απόψεις. Την ίδια στιγμή, στο μεγάλο σχηματισμό της δεξιάς, συνυπάρχουν, η πολιτική έκφραση εκείνων που πιστεύουν στους εναέριους ψεκασμούς και οι οπαδοί της ωμής, πρωτόγονης βίας. Η κοινή ιδεολογική τους καταγωγή, δημιουργεί ένα ακόμη πρόβλημα στη σημερινή νεοδεξιά. Πλαγιοκοπούμενη από τα άκρα της παράταξής της, διολισθαίνει ολοένα και περισσότερο σε αυταρχικές αντιλήψεις και πρακτικές. Έτσι όμως, αποξενώνεται διαρκώς από το τμήμα εκείνο του εκλογικού της ακροατηρίου που γαλουχήθηκε με τις ιδέες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του δυτικού πολιτισμού.

Δεν είναι τυχαίο ότι με αφορμή τη δημοσιονομική αλλά και δομική κρίση του υπάρχοντος μοντέλου, η ελληνική νεοδεξιά βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη απέναντι στις προκλήσεις και τις προσκλήσεις της εποχής. Υιοθετώντας έναν πρωτόγονο «αντιμνημονιακό» λόγο εξ αρχής, μετατράπηκε γρήγορα σε παρία στις συγκεντρώσεις των ευρωπαίων ομοϊδεατών της. Προτείνοντας πολιτικές λύσεις που κυμαίνονταν από τα όρια του ανέφικτου, στα όρια του γελοίου, προσπάθησε να προσποριστεί πολιτικά οφέλη, μα το γυαλί της επικοινωνίας με τα παραδοσιακά συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας, είχε διαρραγεί. Άλλωστε, από τα σπλάχνα της βγήκαν άλλοι, που μπορούσαν με μεγαλύτερη άνεση να επικοινωνούν με το ακροατήριο αυτό, υποσχόμενοι είτε τη βίαιη εκκαθάριση των «διαφθαρμένων» πολιτικών, είτε τα λιντσαρίσματα των πολιτικών τους αντιπάλων.

Ταλαντευόμενη ανάμεσα στον πολιτικό πρωτογονισμό των δεξιών εμφυλιοπολεμικών ανακλαστικών και την αδήριτη ανάγκη να βρει έναν κώδικα επικοινωνίας με τους συγκαιρινούς, η ελληνική νεοδεξιά πάσχει από αυτή τη διπολική διαταραχή και αναζητάει τη θεραπεία σε «παλιές», «καλές», «δοκιμασμένες» συνταγές άλλων εποχών. Για το λόγο αυτό και θα συνεχίσει αυτήν την επαμφοτερίζουσα πολιτική συμπεριφορά, με το ένα πόδι στον ανατολίτικο βαλκανικό οντά και το άλλο στο κατώφλι της εισόδου υπηρεσίας της δυτικής πολυκατοικίας.