Κεντροαριστερά: Μήπως το λούστρο λίγο-λίγο φεύγει;

Νίκος Μαραντζίδης 12 Μαρ 2018

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η μεγάλη συμμετοχή στις διαδικασίες εκλογής προέδρου του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς τον περασμένο Νοέμβριο έδωσε  όχι μόνο το φιλί της ζωής στην Κεντροαριστερά αλλά επιπλέον αποτέλεσε μια εξαιρετική βάση εκκίνησης για τις φιλοδοξίες του νέου κόμματος. Αυτή η δυναμική αποτυπώθηκε εξάλλου στις πρώτες δημοσκοπήσεις μετά την εκλογή της Φώφης Γεννηματά.

Η μαζική συμμετοχή των πολιτών σε διαδικασίες εκλογής προέδρου μπορεί να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα μεγάλο πολιτικό κόμμα, όμως από μόνη της δεν αρκεί. Σήμερα, μερικούς μήνες μετά, η Κεντροαριστερά βρίσκεται κατ’ άλλους σε στασιμότητα και κατ’ άλλους σε πτωτική πορεία. Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις που το αποτυπώνουν αυτό. Είναι γενικότερα η περιθωριακή θέση που έχει στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας και το αναιμικό  αποτύπωμα του ΚΙΝΑΛ στις πολιτικές εξελίξεις, όπως αυτό καταγράφηκε τόσο στο «Μακεδονικό» όσο και στην υπόθεση της  Novartis. Αυτή η κατάσταση δεν είναι τυχαία. Οφείλεται σε παράγοντες που προϋπάρχουν εδώ και καιρό, και θα επιχειρήσω συνοπτικά να παρουσιάσω παρακάτω:

  1. «Δεν τραβάει η Φώφη». Δεν φαντάζομαι ότι εκπλήσσεστε. Με όποιον άνθρωπο κι αν συζητούσε κανείς κατά την προ του Νοεμβρίου περίοδο δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει κάτι πολύ διαφορετικό από την διαπίστωση πως η κυρία Γεννηματά δεν είναι εκείνη η ηγέτης που μπορεί να πάει πολύ ψηλά τον χώρο. Είναι ένας αξιοπρεπής και έντιμος άνθρωπος (έχει σημασία να το λέμε αυτό σε μια εποχή που ούτε αυτά είναι δεδομένα στην πολιτική) αλλά με περιορισμένες ηγετικές ικανότητες -όχι μόνο σε θέματα ρητορικής δεινότητας. Σε κόμματα όπου οι οργανωτικοί τους πόροι είναι περιορισμένοι, η ιδεολογική ταυτότητα όχι ευκρινής και η πολιτική τους επιρροή όχι μεγάλη, η ηγετική σφραγίδα έχει δυσανάλογα βαρύνουσα σημασία για το μέλλον τους. Αν ο ηγέτης αποδειχθεί «λίγος» ή απλώς «όχι πολύς» τότε δεν μπορεί να τραβήξει προς τα επάνω την πολιτική επιρροή του κόμματος. Θα το πω κι ας παρεξηγηθώ: η Φώφη Γεννηματά θα ήταν ένα καλό κοινοβουλευτικό στέλεχος σε οποιοδήποτε κόμμα αλλά για ηγέτης δεν δείχνει ότι διαθέτει τα προσόντα.
  2. «Αν ήταν να πάμε στο ΠΑΣΟΚ γιατί δεν το κάναμε τόσο καιρό;». Αυτό είχε σχολιάσει ένας φίλος μου την επομένη του πρώτου γύρου των εκλογών για τον πρόεδρο του νέου φορέα. Πράγματι, η αναμέτρηση μεταξύ δύο υποψηφίων (Γεννηματά, Ανδρουλάκης) οι οποίοι προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ και κατά τη γνώμη πολλών εξέφραζαν διαφορετικές εκδοχές του «βαθέος» ΠΑΣΟΚ, απογοήτευσε σημαντικό κομμάτι ανθρώπων που ήλπισαν πως θα μπορούσε η Κεντροαριστερά να παρουσιάσει ένα νέο πρόσωπο. Τα πράγματα όχι μόνο δεν εξελίχθηκαν προς αυτήν την κατεύθυνση αλλά, όσο περνούσε ο καιρός τόσο το νέο κόμμα έδειχνε πόσο πολύ ΠΑΣΟΚ ήταν. Η «βυζαντινική» διαχείριση των κομματικών συσχετισμών μέσω της οργάνωσης ενός συνεδρίου 5000 ψυχών είναι μια ακόμη απόδειξη του πόσο «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλο τα ίδια μένουν». Βεβαίως ο Κ. Λαλιώτης μπορεί να θεωρεί πως το ΠΑΣΟΚ είναι εφτάψυχο αλλά προς το παρόν καλό είναι να ευγνωμονεί τον Καμίνη και τον Θεοδωράκη που του χάρισαν τουλάχιστον μία ψυχή. Δεν υπάρχει έρευνα γνώμης που να μην  επιβεβαιώνει πως το ΠΑΣΟΚ καταγράφεται αρνητικά στη συνείδηση των ψηφοφόρων που το εγκατέλειψαν και όσο υπάρχει κάτι που θυμίζει αυτό το κόμμα τόσο θα δυσκολεύει η μετακίνηση ψηφοφόρων  προς την Κεντροαριστερά.
  3. «Τα βαρίδια»:Στην πραγματικότητα πρόκειται για συνέπεια της παραπάνω κατάστασης αλλά με ονοματεπώνυμα. Η ζωή είναι άδικη. Το ίδιο και η πολιτική και ίσως περισσότερο ακόμη. Όμως ότι κι αν πούμε εμείς, όταν στη συνείδηση της κοινής γνώμης κάποιος έχει «κλείσει» τον πολιτικό του κύκλο ζωής, η νεκρανάσταση είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση.Η πεισματάρικη επιμονή για «ιστορική δικαίωση» δεν κάνει σε κανέναν καλό. Το αντίθετο! Η ύπαρξη των «βαριδίων» συνιστά μία ακόμη «αχίλλειο πτέρνα» αυτού του κόμματος και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους αντιπάλους του. Αν θέλει να βρει δυναμική πρέπει να αναζητήσει λύση σε αυτό το πρόβλημα. Δεν είναι καθόλου εύκολο προφανώς.
  4. «Η δυσκολία των ίσων αποστάσεων»: σε κάθε δημόσια συζήτηση στην Κεντροαριστερά επανέρχεται το ερώτημα της επιλογής κυβερνητικού συμμάχου. Ποιον θα επιλέξετε για να συγκροτήσετε κυβέρνηση αν δεν υπάρχει αυτοδυναμία μετά τις εκλογές; Τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ; Η πολιτική στάση του ΚΙΝΑΛ μέχρι τώρα είναι αυτή των ίσων αποστάσεων. Πρόκειται για μια αμήχανη και αδιέξοδη γραμμή αναμφίβολα, που δεν ενθουσιάζει τους ψηφοφόρους. Επιπλέον δεν μπορεί να συνδεθεί εύκολα με τη ρητορική και τη φυσιογνωμία του κόμματος. Θα πω την άποψη μου ευθέως: εφόσον η επιλογή των 200 χιλιάδων ψηφοφόρων ήταν να διατηρήσει το κόμμα τη «σοσιαλιστική» ψυχή του (τώρα τι σημαίνει αυτό αφήστε το για άλλη στιγμή), η μεσοπρόθεσμη «δομική» προοπτική του είναι μία και μόνο μία: πολιτική σύγκλιση και συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν δεν το θέλει αυτό το ΚΙΝΑΛ, οφείλει να διαμορφώσει και να παρουσιάσει μια διαφορετική ατζέντα. Δεν μπορεί όμως να δηλώνεις σοσιαλιστικό κόμμα και να είσαι στη μέση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Είναι αντιφατικό και αναδίνει κάτι το «οπορτουνιστικό».
  5. «Κι από πολιτική πρόταση;»: επιεικώς αναιμική, είναι η απάντηση. Από το Νοέμβριο και έπειτα το ΚΙΝΑΛ δεν έχει παρουσιάσει καμιά σοβαρή εναλλακτική πρόταση. Είτε απλώς γκρινιάζει με όρους «παλαιοκομματισμού» είτε στα δύσκολα «κρύβεται». Ο Σταύρος Θεοδωράκης (πρωτίστως) και ο Γιώργος Καμίνης, που πηγαίνουν «κόντρα» στο ρεύμα, δεν αρκούν για να αναδείξουν μια διακριτή πολιτική ατζέντα. Χρειάζονται προτάσεις που να παραπέμπουν σε μια σαφή ταυτότητα και όχι απλώς «γκρίνιες» που χαϊδεύουν δυσαρεστημένους ψηφοφόρους.

Εν’ ολίγοις, η Κεντροαριστερά δείχνει σήμερα πως «τρώει από τα έτοιμα» και εξαντλεί λίγο-λίγο τη δυναμική που απέκτησε χάρη στη μεγάλη συμμετοχή στις διαδικασίες του Νοεμβρίου του 2017. Οι αιτίες είναι πολλές και αφορούν τόσο θέματα προσώπων όσο και θέματα πολιτικής συγκυρίας αλλά και στρατηγικής. Μπορεί να μην έκλεισε εντελώς η δυνατότητα το κόμμα να παίξει το ρόλο του τρίτου πόλου αλλά οπωσδήποτε τα περιθώρια στενεύουν. Οι επόμενοι μήνες  θα αποδειχτούν σημαντικοί.

protagon.gr