Ο χρόνος της κεντροαριστεράς

Κώστας Μποτόπουλος 25 Δεκ 2013

Ο χρόνος υπό τη διπλή του έννοια: της στιγμής και του έτους. Το κατά τα άλλα δύστηνο 2013 (μπορεί να) ήταν η αρχή ενός νέου κεφαλαίου για την ευρωπαϊκή κεντροαριστερά.

Πολλά έπαιξαν ρόλο αλλά δύο ήταν οι καταλυτικές εξελίξεις. Το κομματικό πεδίο έχει αλλάξει στην Ευρώπη: η ώρα της εναλλαγής ευνοεί την από καιρό απούσα από την εξουσία δημοκρατική Αριστερά, η διαχείριση της κρίσης έχει αναδείξει τα τεράστια ελλείμματα του «δεξιού μοντέλου», η άνοδος των ακροδεξιών και αντιευρωπαϊστών, μείζων φαινόμενο από μόνο του, αφαιρεί ζωτικό χώρο από τις κεντροδεξιές παρατάξεις, η απογοήτευση των κοινωνικών κομμάτων θρυμματίζει τις πλειοψηφίες, κάτι που λειτουργεί υπέρ όσων μπορούν να ενώσουν. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και ενόψει των επερχόμενων ευρωεκλογών, τα δύο καθοριστικά γεγονότα ήταν αφενός η «πολιτικοποίηση», ιδίως της εκλογής του προέδρου της Επιτροπής, στην οποία οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, μέσω του Μάρτιν Σουλτς και ελέω Μέρκελ, πήραν ένα γρήγορο (συμβολικό έστω) προβάδισμα και αφετέρου η εξάπλωση των συμμαχικών κυβερνήσεων, που φέρνουν την κεντροαριστερά σε θέση τουλάχιστον ρυθμιστή και προετοιμάζουν, ίσως, τις θέσεις κυριαρχίας της μεθεπόμενης φάσης.

Ως προς το πανευρωπαϊκό σκέλος, η σημερινή σχετική πρωτοκαθεδρία της κεντροδεξιάς είναι πολύ πιθανό να μειωθεί ή και να εξαλειφθεί, πάντως σίγουρα η κεντροδεξιά, αν θέλει να μείνει στρατευμένη στον αγώνα της ενωμένης Ευρώπης, θα έχει ακόμα περισσότερο ανάγκη την κεντροαριστερά. Οι ιδέες των δύο μεγάλων παρατάξεων πλησιάζουν κι άλλο, αλλά κοντύτερα στις θέσεις της κεντροαριστεράς: η κρίσιμη απόσταση διανύθηκε μεταξύ της στιγμής που ο Σαρκοζί παραδέχτηκε, πριν από τέσσερα χρόνια, ότι το «νεοφιλελεύθερο μοντέλο ήταν λάθος» και της στιγμής που οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες κατατροπώθηκαν στις κάλπες αλλά κατάφεραν να επιβάλλουν τη σφραγίδα τους (μια σφραγίδα, φυσικά, διόλου ριζοσπαστική) στη συγκυβέρνηση. Το ελληνικό κυβερνητικό πείραμα ανήκει στην ίδια τάξη πραγμάτων, έστω και με την ιδιαιτερότητα της κοινωνικής κατάρρευσης ενός κόμματος-στυλοβάτη του πολιτικού συστήματος επί τριάντα χρόνια.

Ως προς το εθνικό σκέλος, αν το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα υποφέρει (και) από το γεγονός ότι κυβερνά μόνο του (αλλά και από το ότι ακολουθεί τη μοίρα του Γάλλου Πρόεδρου, μοίρα πάντως όχι ακόμα προδιαγεγραμμένη), αν οι Σκανδιναβοί απώλεσαν (οριστικά;) τη σύζευξη μεταξύ της δημοκρατικής «Αριστεράς» και ενός ορισμένου «μοντέλου», κι αν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα διαπραγματευτικής μαεστρίας, τα μεγάλα νέα έρχονται πιθανότατα από την Ελλάδα. Η επιχείρηση ανάδειξης ενός «νέου τρίτου πόλου», μακριά από τη νεοφιλελεύθερη λογική αλλά και από τις ακρότητες μιας δήθεν ριζοσπαστικής και στην πραγματικότητα απλώς αντιδραστικής Αριστεράς, απαντά σε όλα τα σημαντικά αιτήματα των καιρών: ανανέωση, φιλευρωπαϊσμός αλλά για να αλλάξει η Ευρώπη, διάθεση συνεννόησης και συμμαχιών, έμφαση στα δικαιώματα και στα πολιτιστικά στοιχεία της πολιτικής.

Ένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με καλύτερη θέση των σοσιαλιστών στο συσχετισμό δυνάμεων (χάρις, δυστυχώς, και στους ακραίους) και συμμαχικές κυβερνήσεις με ισχυρότερη και αναβαπτισμένη θέση της κεντροαριστεράς: να ένα ρεαλιστικό σενάριο ελπίδας για το 2014. Που περνά πρώτα από την Αθήνα και μετά από τις Βρυξέλλες, κάτι που ελπίζω να προσθέτει ευθύνη και δύναμη σε όλους εμάς.