Απόψε έρχεται, για τις Ηνωμένες Πολιτείες και για όλη την ανθρωπότητα, η Χίλαρι (ή ο Τραμπ….). Κι αρχίζει την πορεία που θα τον οδηγήσει τον Ιανουάριο στην οριστική αποχώρηση ο Μπαράκ Ομπάμα. Ο πιο πολυσυζητημένος αλλά και αμφιλεγόμενος Πρόεδρος της σύγχρονης ιστορίας. Τον οποίο εγώ προσωπικά, αλλά δεν νομίζω να είμαι ο μόνος, νοσταλγώ ήδη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπήρξε αναγκαστικά ένας «μεγάλος» Πρόεδρος, πιστεύω ότι ο Ομπάμα, με τις αποφάσεις του αλλά κυρίως με την παρουσία του, σφράγισε με τρόπο μοναδικό την εποχή του, που ήταν, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, μια εποχή οικονομικής κρίσης, ψυχικής καταρράκωσης και υποχώρησης της πολιτικής.
Αξίζει, συνεπώς, να αφιερωθούν κάτι παραπάνω από λίγες γραμμές ή μια επιφανειακή ανάλυση στο πρόσωπο, στα έργα και τις ημέρες του. Στις φιλόξενες ιστο-σελίδες που διαβάζετε, θα περάσουμε μαζί τις επόμενες δέκα εβδομάδες συζητώντας τους βασικούς, κατά τη γνώμη μου, άξονες και σταθμούς της Προεδρίας Ομπάμα: Η ενσάρκωση του ονείρου – Η διάσωση της οικονομίας – Ομπάμα-κέαρ: επανάσταση ή μερεμέτι; – Η «μέθοδος Ομπάμα» για την επίλυση των διαφορών – Περιβάλλον, ελευθερίες και δικαιώματα – Πόλεμος και ειρήνη – Φυλετική έξαψη – Εκκρεμότητες και αστοχίες – Μια άλλη Αμερική; – Το ύφος ως ήθος.
Ελπίζοντας ότι η νέα σελίδα της αμερικανικής και της παγκόσμιας ιστορίας, που θα είναι σίγουρα χειρότερη από τα «χρόνια Ομπάμα», δεν θα είναι τόσο τρομακτική όσο θα προεξοφλούσε ένα συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα.
- Η ενσάρκωση του ονείρου.
Μπορεί να μοιάζει σα να ήταν ένας αιώνας πίσω, αλλά η 4η Νοεμβρίου 2008, η ημέρα της πρώτης εκλογής του πρώτου μαύρου Προέδρου στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι πολύ κοντά. Και συγχρόνως πολύ μακριά, αν θυμηθούμε σε τι συνθήκες λάβαινε χώρα η ιστορική αυτή εξέλιξη: η Αμερική έβγαινε από οκτώ χρόνια Προεδρίας Μπους του νεότερου, με στραπατσαρισμένη την εικόνα, την αξιοπρέπεια και την αξιοπιστία της’ η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει, λίγους μήνες πριν, την ατσαλένια πόρτα της Λίμαν Μπράδερς κι έστω κι αν το ωστικό κύμα δεν είχε ακόμα φτάσει τελείως στη Γουάσιγκτον και σχεδόν καθόλου στην Ευρώπη, ήταν παραπάνω από εμφανή τα σημάδια ότι το τζίνι του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποκλειόταν να ξαναμπεί στο μπουκάλι ΄ μετά τους Δίδυμους Πύργους, τον συνεχιζόμενο πόλεμο στο Ιράκ και την κήρυξη ενός αέναου όσο και μειωτικού για τη δημοκρατία «πολέμου κατά του κακού», η ανθρωπότητα, στην οποία η Κίνα είχε ξεπεταχτεί ως η νέα μεγάλη δύναμη και η Ευρώπη έκανε όνειρα «ήπιας κυριαρχίας» (θυμάστε τη Συνθήκη της Λισαβόνας που θα αποτελούσε το θεσμικό πλαίσιο αυτής ακριβώς της κυριαρχίας;), όχι μόνο ήταν έτοιμη αλλά και είχε ανάγκη για μια διαφορετικού τύπου ηγεσία και παράδειγμα.
Κληρονόμος αλλά διόλου παραγωγός μιας τέτοιας συγκυρίας, είχε εμφανιστεί, από το πουθενά, ένα μόλις χρόνο πριν, ένας σαρανταεπτάχρονος τότε γερουσιαστής από το Σικάγο, συνταγματολόγος στο επάγγελμα και δημεγέρτης –με την αρχαιοελληνική έννοια- ως προσωπικότητα. Με τον πολιτικό λόγο του –ένα μίγμα γκόσπελ, μαθήματος ιστορίας και συλλογικής αφήγησης-, την πολιτική στόχευση του –να οικοδομήσει μια άλλη κοινωνική συμμαχία για να αλλάξει το πρόσωπο της Αμερικής-, τη γλώσσα του σώματος και το χρώμα των ονείρων του, είχε πρώτα καταφέρει να νικήσει τον έτοιμο από καιρό εσωκομματικό του αντίπαλο (μια κάποια Χίλαρι Κλίντον), μετά να επισκιάσει καθαρά τον προεδρικό αντίπαλό του (τον αξιοπρεπή αλλά υπερβολικά αϊζενχαουρικό για τα μέτρα της εποχής Γερουσιαστή Μακ Κέιν) και κυρίως να κατακτήσει το μυαλό και τις ψυχές του μεγάλου αλλά εύθραυστου πλανητικού χωριού.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αλλά και με τα στοιχεία που είχε προσδώσει ο ίδιος στον εκλογικό αγώνα, οι προσδοκίες από την άφιξη Ομπάμα στην εξουσία ήταν πρωτόγνωρες. Ούτε καν ο ουρανός δεν ήταν όριο: το yes we can ξεπερνούσε την πολιτική κι έμπαινε στα χωράφια του φαντασιακού. Ο άνθρωπος αυτός είχε υποσχεθεί αλλαγές –στην Ουάσιγκτον, στη θέση της Αμερικής στον κόσμο, στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων- που δεν μπορούσαν παρά να σημαίνουν επανεφεύρεση –ή έστω επανανακάλυψη- του κόσμου στον οποίο ως τότε ζούσαμε. Η πρωτιά χάρις στο χρώμα του δέρματος του, μαζί με τα αντικειμενικά προσόντα του –νέος, πολύ μορφωμένος, καθόλου βιαστικός, χαρισματικός- και τις ανάγκες της εποχής έκαναν, εξαρχής, τον Ομπάμα ένα σύμβολο παραπάνω από οτιδήποτε άλλο. Αλλά ένα σύμβολο για το καλό, ένα σύμβολο ελπίδας. Λίγοι περίμεναν ίσως πραγματικά ότι θα άλλαζε τον κόσμο, εκατομμύρια όμως διεκδικούσαν να τον κάνει πιο ανοιχτό, πιο ανθρώπινο και πιο αξιοπρεπή. Υπ’ αυτό το φως είναι δίκαιο να κριθεί η Προεδρία Ομπάμα.
Είναι όμως εξίσου δίκαιο να μην ξεχνάμε τις αντικειμενικές συνθήκες που δημιουργούσαν η ιστορική στιγμή και το πολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο ήταν αναγκασμένος να λειτουργήσει ο νέος Πρόεδρος. Μιας εποχής κατά την οποία η Αμερική είχε απολέσει το μονοπώλιο ισχύος άρα και επιρροής, ο «πολυπολισμός» έφερνε αναγκαστικά διάσπαση της αποτελεσματικότητας στο χειρισμό μικρών και μεγάλων, περιφερειακών και παγκόσμιων κρίσεων, η δε οικονομική κρίση σήμαινε το τέλος ενός ορισμένου είδους ευημερίας. Και ενός αμερικανικού συστήματος, στο οποίο τα περίφημα checks and balances, οι θεσμικές αντισταθμίσεις της προεδρικής εξουσίας -δηλαδή κυρίως τα δύο νομοθετικά σώματα, το ανώτατο, και πολιτικότατο, δικαστήριο, τα διάφορα λόμπι και η πίεση του Τύπου και της κοινής γνώμης- μπορούν και να λειτουργήσουν –και σχεδόν πάντα λειτουργούν, όταν η εκτελεστική εξουσία έχει σκοπό να επιφέρει βαθιές αλλαγές- ως τροχοπέδη μέχρι θανάτου.
Στο πέρασμα από το φαντασιακό στο πραγματικό, πόσο μπορούσε –και πόσο όφειλε- να αντέξει το αίτημα της ελπίδας; Σήμερα το ξέρουμε, αλλά δεν είναι κακό να το ξαναθυμηθούμε.