Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δουλειά μπροστά του

Θεόδωρος Παπαθεοδώρου 10 Ιουν 2014

Το νέο πολιτικό δεδομένο που προέκυψε από τις ευρωεκλογές είναι η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτο κόμμα, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Από μόνο του αυτό το δεδομένο προκαλεί τον ανακαθορισμό του πολιτικού πεδίου, ακόμη και αν η ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος δείχνει ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός έχασε σημαντικό ποσοστό των δυνάμεων που είχε στις εκλογές του 2012, ενώ αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ συγκράτησε τις δικές του. Το βέβαιο είναι ότι οι ευρωεκλογές δεν έχουν χαρακτήρα εθνικών εκλογών, αλλά και ότι ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας της εκλογικής αναμέτρησης δεν υιοθετήθηκε από τους πολίτες. Ετσι, ο ανακαθορισμός του πολιτικού πεδίου δεν προκύπτει από κάποια δυναμική ανατροπής -όπως το είχε ζητήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης-, αλλά από μια ανακατανομή των εκλογικών ποσοστών-δυνάμεων η οποία εμπεριέχει, ταυτόχρονα με την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, την ήττα του κυβερνητικού συνασπισμού, τη σημαντική αύξηση της δύναμης της Χρυσής Αυγής, την καταγραφή του Ποταμιού και την εκλογική κατάρρευση της Δημοκρατικής Αριστεράς.

«Η Αριστερά-πρώτο κόμμα» δείχνει να είναι το κομβικό σημείο στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία, εφόσον πληρωθούν δύο κρίσιμες πολιτικές προϋποθέσεις. Το «μετά» απαιτεί αλλαγή πορείας.

Η πρώτη προϋπόθεση είναι η συνάντηση του ΣΥΡΙΖΑ με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα με εκείνα που παραμένουν δύσπιστα έως και ανήσυχα για τις ιδεολογικές και πολιτικές μεταπτώσεις, την εσωκομματική πολυγλωσσία, ακόμα και τις αντιφάσεις που εμπεριέχουν σε μείζονα θέματα (Ευρώπη, οικονομία, κράτος, μεταρρυθμίσεις) οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη δυνατότητα συνάντησης με αυτό το κομμάτι της κοινωνίας δεν θα κριθεί μόνον η ενδεχόμενη αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές, αλλά, κυρίως και πρωτίστως, η κρίσιμη προσαρμογή των θέσεων και των στρατηγικών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας με υπευθυνότητα και ρεαλισμό. Αυτή η πραγματικότητα δεν εξαρτάται ούτε διαμορφώνεται από την εκλογική αριθμητική. Αντίθετα ετεροκαθορίζει η ίδια τις αναγκαίες συνθήκες για τη διαμόρφωση των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών πλειοψηφιών της διακυβέρνησης, ανάλογα με την αντιστοίχιση και απεύθυνση προς αυτή των πολιτικών σχηματισμών. Επομένως, το ζητούμενο αυτής της διαδικασίας παραμένει η μετακίνηση του κέντρου βάρους του πολιτικού λόγου και των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ στον προοδευτικό ρεαλισμό, με ταυτόχρονη εγκατάλειψη της μέχρι τώρα έντονης, αλλά πλέον εξαντλημένης, υποσχεσιολογίας.

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι αυτή των πολιτικών συμμαχιών. Εδώ τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα και περίπλοκα. Στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, η διαμόρφωση ενός προοδευτικού μπλοκ εξουσίας δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει την Κεντροαριστερά, σε όλες τις εκφάνσεις και με τον απόλυτο όρο βέβαια ότι αυτές θα συγκροτηθούν σε μια ενιαία πολιτική έκφραση. Η μέχρι τώρα στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για το δίπολο μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων, η περιστασιακή σύμπλευση με ανεξέλεγκτους πολιτικούς σχηματισμούς με το πρόσχημα του αντιμνημονιακού αγώνα, καθώς και η εξάντληση των αριστερών «δεξαμενών» καθιστούν τον ανακαθορισμό της πολιτικής των συμμαχιών του αναγκαίο. Από αυτό εξαρτάται η απάντηση στα ερωτήματα από ποιους, σε ποια κατεύθυνση και με ποια πολιτική θα κυβερνηθεί η χώρα. Επειδή θεωρώ ότι δεν πιστεύει κανείς πως ο ελληνικός λαός στις προσεχείς εκλογές θα ενισχύσει μονοκομματικές αυτοδυναμίες, η κυβερνησιμότητα θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα σχηματισμού ενός συνεργατικού προοδευτικού μπλοκ εξουσίας στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων. Αυτές οι προγραμματικές συγκλίσεις θα προϋπέθεταν την αναζήτηση κοινού πολιτικού τόπου με την Κεντροαριστερά για την αναδιάρθρωση του χρέους, τις πολιτικές ανάπτυξης, απασχόλησης, υγείας, παιδείας, μετανάστευσης, μεταρρύθμισης του κράτους κ.λπ. Σε αυτόν τον τομέα μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμία προηγούμενη καταγραφή (κυρίως λόγω της άρνησης του ΣΥΡΙΖΑ), γεγονός που καθιστά ακόμη δυσκολότερο το εγχείρημα.

Το «μετά» του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία προς την εξουσία συνυφαίνεται απολύτως με τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις. Δεν πρόκειται μόνο για προϋποθέσεις κυβερνησιμότητας, αλλά βαθιά και ουσιαστικά για συνθήκες σταθερότητας της χώρας με αλλαγή πολιτικής. Εκεί δηλαδή όπου θα κριθεί η αναμέτρηση στις επόμενες εθνικές εκλογές.