Ο τρίτος δρόμος για το πρωτογενές πλεόνασμα

Νίκος Ράπτης 07 Ιαν 2014

Η καταγραφή πρωτογενούς πλεονάσματος στο φετινό προϋπολογισμό προκάλεσε μια συζήτηση για το πώς θα διατεθούν τα χρήματα που υποτίθεται πως περίσσεψαν. Αυτή η συζήτηση έχει ενδιαφέρον κυρίως διότι αποκαλύπτει τις προτεραιότητες των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων στη νέα, μεταμνημονιακή εποχή. Έτσι, δια του κ. Σαμαρά οι συντηρητικοί προκρίνουν το τρίπτυχο «χαμηλοσυνταξιούχοι, ένστολοι, πετρέλαιο» -με άλλα λόγια την επιβράβευση μερίδων του πληθυσμού που ψηφίζουν ΝΔ -συν τον κατευνασμό των ΜΜΕ. Από την άλλη οι προοδευτικοί, δια του κ. Βενιζέλου, επιδιώκουν «να αποκατασταθούν ακραίες αδικίες που έγιναν κατ? ανάγκη τη δύσκολη περίοδο διαχείρισης της κρίσης ή να στηριχθούν ευπαθείς κοινωνικές ομάδες» -με άλλα λόγια να ανοικοδομηθεί το χτες και να δοθούν ad hoc φιλοδωρήματα.

.

 

.

Και από τις δύο προσεγγίσεις λείπει η προνοητικότητα και η εθνική ευθύνη. Μεταξύ των άλλων, μας οδήγησε «ως εδώ» ακριβώς αυτή η θεώρηση του δημοσίου χρήματος ως πρώτης ύλης για την εμπέδωση πελατειακών σχέσεων μεταξύ κομμάτων και πολιτών. Από τη μια οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις «ανακούφιζαν» διάφορες κοινωνικές κατηγορίες –κατά κανόνα αυτές που αξιοποιούσαν επικοινωνιακή ή εκλογική δύναμη. Παράλληλα -ή ταυτόχρονα- παρότρυναν de facto μεγάλες μερίδες του πληθυσμού να προσπορίζονται πόρους και εξουσία από τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά και την αργομισθία. Μαφιακές δραστηριότητες (λαθρεμπόριο, πορνεία, ναρκωτικά) και λεηλασία του περιβάλλοντος αναγορεύθηκαν σε σημαντικές πλουτοπαραγωγικές δραστηριότητες της οικονομίας μας. Η παραγωγική επιχειρηματικότητα και το κράτος δικαίου παραγκωνίστηκαν.

.

.

Σχεδόν πάντα, είναι πολύ ελκυστικότερο και εκλογικά αποδοτικότερο να κάνεις πολιτική με τη μύτη καρφωμένη στο παρόν. Αλλά έτσι η ηγεσία αυτοκαταργείται -κανείς δεν μπορεί να οδηγήσει το λαό εκεί που εκείνος ήδη βρίσκεται. Μια κοινωνία που κυνηγά διαρκώς την ουρά της, βυθίζεται εξ ορισμού στην στασιμότητα.

.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, ως το τέλος του αιώνα η επερχόμενη κλιματική αλλαγή θα μας κοστίσει 700 δις ευρώ (δυο φορές όσο το σημερινό δημόσιο χρέος μας). Αν οι γυναίκες συνεχίσουν να παρεμποδίζονται να κάνουν όσα παιδιά επιθυμούν, ο πληθυσμός μας ως το 2100 θα έχει μειωθεί στα 2.3 εκατομμύρια. Ως τότε, η γήρανση και στη συνέχεια η δημογραφική κατάρρευση θα έχουν τινάξει στον αέρα όλες τις δημοσιονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές, θεσμικές ισορροπίες στον ελλαδικό χώρο.

.

 

.

Τουτέστιν, πολιτικές προτεραιότητες της χώρας είναι η αειφόρος ανάπτυξη και η ενδυνάμωση των γυναικών, ώστε να μπορούν να συνδυάζουν επαγγελματική σταδιοδρομία και οικογένεια.

.

.

Κατά τα άλλα, και με δεδομένη τη δημοσιονομική στενότητα, κάθε κρατικό ευρώ οφείλει να επενδύεται σε δραστηριότητες που μεσο-μακροπρόθεσμα αποδίδουν πολλαπλάσιο κοινωνικό όφελος από την αρχική επένδυση. Η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας π.χ. ή η λειτουργία ενός δικτύου ποιοτικών βρεφονηπιακών σταθμών είναι κοινωνικές δράσεις που συνδιαλέγονται με το μέλλον και αυγατίζουν την όποια αρχική δημόσια επένδυση.

.

.

Από εδώ και πέρα, κάθε δημόσια δαπάνη θα πρέπει να γίνεται με κριτήριο την αποδοτικότητά της και τις εθνικές προτεραιότητες. Το θέμα δεν είναι να παλινορθώσουμε τη μεταπολιτευτική διευθέτηση. Καλούμαστε να χτίσουμε το νέο, όχι να ξαναβάλουμε τα χαλάσματα στη θέση τους.