Από τότε που η χώρα αναγκάστηκε να προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης και μέχρι τώρα, πριν από κάθε συνάντηση με τους εκπροσώπους των πιστωτών διαφημίζονται «κόκκινες γραμμές» και προδιαγράφεται μια σχεδόν πολεμική ατμόσφαιρα. Οι «καλοί» είναι οι υπουργοί που συγκρούονται με τους «κακούς» επικεφαλής του κλιμακίου της Τρόικας. Οι μεν, σύμφωνα με το δραματοποιημένο σενάριο, υπερασπίζονται το εθνικό συμφέρον και το δίκαιο, οι δε εμφορούνται από νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και τιμωρητικές διαθέσεις. Στο σκηνικό υπάρχει και η αντιπολίτευση που υποστηρίζει πάντα το ίδιο, ότι όλα αυτά είναι σικέ και ότι έχουν προσυμφωνηθεί νέα μέτρα λιτότητας.
Η σκηνοθεσία έχει κουράσει τους θεατές, αλλά το σημαντικότερο είναι πως το έργο που παίζεται για τέσσερα ολόκληρα χρόνια έχει εξαντλήσει τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του. Πόσες «κόκκινες γραμμές» ξεθώριασαν στην πορεία και πόσες «κόκκινες γραμμές» μπήκαν για να εξυπηρετηθούν συντεχνίες και όχι το κοινό καλό.
Η διαπραγμάτευση που θέλουμε προϋποθέτει ότι η δική μας πλευρά δεν θα αποκρούει απλώς, δεν θα αρνείται να συμμοφωθεί στις προτάσεις και τις αξιώσεις της άλλης πλευράς, αλλά θα έχει δική της εισήγηση, θα καταθέτει ρεαλιστικό και βιώσιμο σχέδιο για τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές.
Η διαπραγμάτευση που θέλουμε προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση δεν λέει απλώς «όχι» στην υλοποίηση των μνημονιακών δεσμεύσεων αλλά τις υπερβαίνει, δείχνοντας στην πράξη μεταρρυθμιστική βούληση.
Ωραία θα ήταν αν το πρώτο βήμα γινόταν στο Παρίσι, αν δηλαδή η διαπραγμάτευση με την Τρόικα δεν άλλαζε απλώς -για ένα τριήμερο- κάδρο αλλά περιεχόμενο.