Περί ιδεολογικού μεταρρυθμ-ισμού και άλλων δαιμονίων

24 Ιουν 2016

Στις 19/6 η Μεταρρύθμιση δημοσίευσε άρθρο του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ Κου Σωτηρέλη με τίτλο:Η θεσμική εξειδίκευση των «προοδευτικών μεταρρυθμίσεων».

Από τις πρώτες γραμμές γίνεται στον αναγνώστη του ευδιάκριτη η ανάγκη  του συγγραφέα να προσημάνει ιδεολογικά τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα μας, χωρίς όμως να έχει ΠΡΙΝ αναφέρει ποιες ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ είναι αυτές!

Δεν αναφέρει πουθενά στο άρθρο βασικά μεταρρυθμιστικά διακυβεύματα όπως πχ:

1. Δραστική μείωση των εξόδων αναπαραγωγής της κρατικής διοικητικής γραφειοκρατίας.

2. Άμεση κατάργηση κρατικών οργανισμών που δεν αντιστοιχούν σε εξυπηρέτηση πραγματικών δημόσιων αναγκών.

3. Άμεσο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.

4. Κατάργηση όλων των χαοτικών φορολογικών διατάξεων και αντικατάστασή τους με έναν σαφή και εύκολο φορολογικό κώδικα.

5. Αλλαγή της σχέσης κεντρικής και περιφερειακής φορολόγησης υπέρ της δεύτερης, με μεταφορά μέρους της φορολογίας από το κεντρικό κράτος στους Δήμους (ΕΝΦΙΑ) και Συνταγματικά κατοχυρωμένη δυνατότητα των Δήμων να επιβάλλουν άμεσους φόρους.

6. Ευπροσάρμοστα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις και επανεπενδύσεις στο εσωτερικό, με γνώμονα τη θετική τους επίπτωση στο εξωτερικό ισοζύγιο.

7. Συνταγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της μιντιακής ΑΓΟΡΑΣ από τον κομματικοκυβερνητικό έλεγχο.                                                                                                                             8.  Μείωση του ΦΠΑ σε όλες τις τουριστικές ξενοδοχειακές μονάδες (όχι σε κάθε τουριστική επιχείρηση) και για τα δύο πρώτα χρόνια κατάργηση του ΦΠΑ σε start up επιχειρήσεις.

9. Ίδρυση μικρών εξειδικευμένων αναπτυξιακών τραπεζών υπό τον έλεγχο του ευρωσυστήματος.

10. Διατραπεζικό ΜΝΗΜΟΝΙΟ (memorandum of understanding) για χρηματοδότηση της παραγωγικής (ιδιαίτερα της εξωστρεφούς) οικονομίας και άμεση τραπεζική συμμόρφωση με την πολιτική δανεισμού και επιτοκίων της ΤτΕ.

Δεν γνωρίζω αν η πλήρης απουσία αναφοράς όλων των παραπάνω συνιστά «γνήσια προοδευτική μεταρρυθμιστική πολιτική ή φλύαρη και ψευδεπίγραφα ουδέτερη μεταρρυθμιστική ρητορεία» σύμφωνα με το αξιολογικό δίπολο που ο ίδιος ο συγγραφέας υιοθετεί.

Γνωρίζω όμως ότι αν κάτι μας δίδαξαν τα χρόνια της μεταπολίτευσης και της κρίσης είναι ότι η επίκληση της «γνησιότητας», υπήρξε το σταθερό και μόνιμο δημαγωγικό άλλοθι του λαϊκισμού, του πελατειακού κρατισμού και του συντεχνιασμού, αυτών δηλαδή των χαρακτηριστικών που ο ίδιος ο συγγραφέας ονομάζει «παρόντα κοινωνικοπολιτικό καθεστωτισμό».

Πώς να ξεχάσουμε ότι ως γνήσια μεταρρυθμιστικές φιλολαϊκές πολιτικές παρουσιάστηκαν (τόσα χρόνια) η ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗ θέσμιση της συνδικαλιστικής ασυδοσίας, το ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗΣ συναίνεσης απίστευτο καθεστώς των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, η καταστροφική ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΗ συναίνεση στην τρομακτική διόγκωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, με τις εκατοντάδες χιλιάδες πελατειακούς διορισμούς;

Πώς να ξεχάσουμε ότι την δια βοής υπεράσπιση της «γνησιότητας» αυτών των ΔΙΑΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ επιλογών αναλάμβαναν κάθε φόρα όλο και πιο γνήσιες ΑΥΡΙΑΝΙΚΕΣ φωνές στο όνομα πάντα της ιδεολογικής υπεροχής της Αριστεράς και του ηθικού της πλεονεκτήματος; Απλά όταν ο απολιθωμένος ΚουΚουΕδικος πυλώνας της περιθωριοποιήθηκε, μόνιμα πια, υπό την πολύχρονη πίεση του Αριστερού Κυβερνητικού/καθεστωτικού ΠΑΣΟΚ και τη δουλεία της κατάρρευσης του υπάρξαντος σοσιαλισμού, το τοτέμ του αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος μεταφέρθηκε από την είσοδο του Μεγάρου του λαού του Περισσού, στο ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου όπου κυβερνά πια η Ευρεία Αριστερά με τον Κεντροαριστερό Κουρουμπλή, τον Σοσιαλδημοκράτη Σπίρτζη, τον κατά παραγγελία σταλινικό συγγραφέα Κοτζιά και τον καθεστωτικό Ευρωκομμουνιστή Φίλη, με σύμβουλο στρατηγικού σχεδιασμού τον (που πας ρε) Καρανίκα.

Αν τα αναφέρουμε αυτά δεν είναι επειδή είναι άγνωστα, αλλά επειδή ο Κος Σωτηρέλης θεωρεί ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι γνήσιες μόνο αν συνδυασθούν με τον χώρο (όπως γράφει) « που σε όλη την Ευρώπη αποκαλείται Ευρεία Αριστερά και εδώ «Κεντροαριστερά», (και) έχει ως βασικά σημεία αναφοράς τα μεγάλα πολιτικά ρεύματα του πολιτικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, όπως μπολιάστηκαν, στη συνέχεια, από την σύντομη άνοιξη του ευρωκομμουνισμού και από το σφρίγος της πολιτικής οικολογίας» και προβάλλει αυτή τη θέση-συμβολή του στο διάλογο για τη συνέχεια αυτού του χώρου.

Ίσως αποτελεί συμβολή ίσης αξίας στον διάλογο για την Κεντροαριστερά (ή όποια άλλη ονοματολογική ντεφινιτίβα έχει κάποιος ανάγκη για να αισθάνεται «εντός και επί τα αυτά» με αυτόν το χώρο) η άποψη ότι, όσο περισσότερο επιχειρείται η ιδεολογική προσήμανση των μεταρρυθμίσεων, τόσο περισσότερο θα αδυνατίζει ο πολιτικός συνασπισμός που θα μπορέσει να υλοποιήσει τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις που είναι υποχρεωμένη να κάνει η χώρα μας για να μείνει στην οικονομική, στην πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα της Ευρώπης, ανεξάρτητα αν σ’ αυτήν κυριαρχούν (όπως γράφει ο Κος Σωτηρέλης) «…συχνά οι ολιγαρχικές αντιλήψεις και πρακτικές των «τεχνικών της εξουσίας», που οδηγούν, ταυτόχρονα, στην άρνηση και του ίδιου του λαού, του δημόσιου χώρου και του συνδικαλισμού, δηλαδή των πλέον σημαντικών αντιβάρων απέναντι στην επαπειλούμενη κυριαρχία των αγορών».                                                                                                                                      Η συμμετοχή στην Ευρώπη ποτέ δεν ήταν α λα καρτ.                                                 

Εκτός κι αν αυτή η εγχώρια Ευρεία Αριστερά συμμαχήσει με τους προσημασμένους Αριστερούς Τσίπρα, Καμένο και τ’ άλλα τα παιδιά, με σκοπό η Ελλάδα ν’ αλλάξει όχι πια μόνο την Ευρώπη (όπως στοχοθετήθηκε επί Γιάνη), αλλά όλον τον δυτικό κόσμο αφού προορισμός της είναι να δράσει (όπως γράφει ο Κος Σωτηρέλης) « όχι για τη σωτηρία της χώρας, γενικά και αόριστα, αλλά για την γνήσια και δημοκρατικά υπεύθυνη πολιτική εκπροσώπηση τόσο των νέων και δυναμικών κοινωνικών στρωμάτων, που μπορούν να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή μιας μεγάλης φυγής προς τα μπρος, όσο και των παραδοσιακών  κοινωνικών αναφορών αυτού του χώρου. Εννοώ φυσικά τους ραγδαία πολλαπλασιαζόμενους   αδύναμους και κατατρεγμένους αυτής της κοινωνίας, η βελτίωση της ζωής των οποίων δεν πρέπει ποτέ να πάψει να αποτελεί την πρώτη πολιτική του προτεραιότητα, αν δεν θέλει να χάσει την ψυχή του».

Ομολογώ ότι με φοβίζουν ιδιαίτερα οι αναφορές στην αριστερή ψυχή της Σοσιαλδημοκρατίας, επειδή θεωρώ (όπως και πολλοί άλλοι που συμμετέχουν στον διάλογο),  ότι η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία μπόρεσε να δημιουργήσει τη μακράν δημοκρατικότερη αντιπροσωπευτική δημοκρατική διακυβέρνηση και το μακράν καλύτερο κοινωνικό κράτος, επειδή κατανόησε έγκαιρα την ανάγκη της (ιστορικής) ρήξης με την δογματική αριστερή μήτρα της.

Αλλά εμείς ως γνωστόν δεν έχουμε γνωρίσει Σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση στην Ελλάδα.

Και γι’ αυτό έχουμε θεσμική υποβάθμιση, θεσμικό μπλοκάρισμα. Γι’ αυτό έχουμε κοινωνικό κράτος υπέρ των προνομιούχων.  Έχουμε, αντίθετα, γνωρίσει και δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε, τη μεταπολιτευτική πολιτική του πελατειακού κράτους, της διαφθοράς, του καθεστωτισμού, του συντεχνιασμού, των δανείων, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, του έξαλλου ή και light Αντιευρωπαϊσμού και της διαρκούς θεσμικής δυσανεξίας.

Την πολιτική στην οποία συναινούσαν πάντα και απλά η κρίση βοήθησε να το καταλάβουμε, α) η Ευρεία Αριστερά της μοναδικής αλήθειας, β) η δημαγωγική πατερναλιστική ΠΑΣΟΚική εξαδέλφη της και γ) η μετακοτζαμπάσικη Καραμανλική νομενκλατούρα της ΝΔ.

Θα συμφωνήσω πάντως με τον  αρθρογράφο.

Ο χώρος πρέπει να έχει ταυτότητα.

Αλλά την ταυτότητα σου τη δίνει η πράξη και το αποτέλεσμα.

Ο διάλογος είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για την ύπαρξη και την διακριτή παρουσία του φιλελεύθερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Αλλά η αναζήτηση ταυτότητας αποκλειστικά μέσα από τον διάλογο υποβαθμίζει την ταυτότητα σε ταμπέλα.

Ας βρει λοιπόν ο χώρος τη δύναμη να «ανοίξει» σε κάθε πολιτική μεταρρυθμιστική δύναμη, σε κάθε ειλικρινή προσπάθεια σύμπηξης ενός πλειοψηφικού μετώπου που πρώτα απ’ όλα θέλει και μπορεί να κρατήσει τη χώρα στο Ευρώ, στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, ενός μετώπου που ξέρει πολύ καλά ότι η δημοκρατική κανονικότητα στη χώρα μας, η θεσμική της οχύρωση και η κοινωνική ευημερία προϋποθέτουν την επιστροφή του κράτους στη διεθνή αξιοπιστία, πιστοποιητικά της οποίας θα συνεχίσουν να χορηγούν ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΕΣ.

Είτε μας αρέσει είτε όχι.                                                                                                                                           Αυτό πάντως πιστεύουν η Σοσιαλδημοκρατία, η Χριστιανοδημοκρατία και οι Φιλελεύθεροι στην Ευρώπη, σε αντίθεση με την ευρεία ΑκροδεξιοΑριστερά της Marin Lepen και του Die Linke.