Πολιτική λειτουργία χωρίς προοπτική

Χρίστος Αλεξόπουλος 20 Απρ 2014

Καθημερινά επιβεβαιώνεται, ότι για το πολιτικό σύστημα η πολιτική λειτουργία ισοδυναμεί με καταγγελτικό «πολιτικό» λόγο από το ένα μέρος και ιδεοληπτικές και εξιδανικευτικές προσεγγίσεις και στοχεύσεις σε σχέση με την πορεία της κοινωνίας προς το μέλλον από το άλλο. Για να ανταποκρίνεται δε το «πολιτικό γίγνεσθαι» στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας του θεάματος δοκιμάζει εναγωνίως διάφορης ποιότητας περιτυλίγματα. Από το κωμικοτραγικό θέαμα στη Βουλή μέχρι τις μεγαλοστομίες περί κατάλυσης της δημοκρατίας στο θέατρο του δρόμου. Στο ναό του κοινοβουλευτισμού αντί για «βροχή» ο λόγος παίρνει μορφή «φτυσίματος» στο δε πεδίο έκφρασης του λαού, στους δρόμους, διαπιστώνεται από τους λαϊκούς αγωνιστές η υπονόμευση του δικαιώματος δυναμικής έκφρασης της αντίθεσης στις επιλογές της κυβερνητικής πλειοψηφίας και των ξένων, οι οποίοι επιβουλεύονται και καταλύουν την εθνική κυριαρχία. Κοινός τόπος και των δύο αυτών εκδοχών του εκφερόμενου λόγου είναι η δημιουργία κλίματος, ατμόσφαιρας στην κοινωνία, τα οποία δεν προκύπτουν μετά από μια συστηματική, ορθολογική προσέγγιση, αλλά είναι αποτέλεσμα ενεργοποίησης εξιδανικευτικών μορφών θεώρησης των προτάσεων των κομμάτων. Οπότε είναι κατανοητή ή μάλλον ερμηνεύσιμη η ποιότητα και τα αποτελέσματα της πολιτικής λειτουργίας των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού.

Βεβαίως υπάρχει και άλλη μια διάσταση, η εκβιαστική, η οποία βασίζεται στην επιδίωξη κομματικού οφέλους στο πλαίσιο της λειτουργίας του κοινοβουλίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάθεση πρότασης μομφής κατά υπουργού με στόχο την αναβολή της προγραμματισμένης συζήτησης και ταυτοχρόνως η απειλή υποβολής και δεύτερης πρότασης μομφής κατά του προεδρείου της Βουλής, εάν η πρώτη δεν γίνει αποδεκτή. Και όταν η μη αποδοχή της πρότασης μομφής είναι γεγονός, να καταγγέλλεται κοινοβουλευτικό πραξικόπημα από την κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά πρέπει να επισημανθεί η αδυναμία τόσο της κυβερνητικής πλειοψηφίας όσο και της αντιπολίτευσης να επιτελέσουν το κοινοβουλευτικό τους έργο σε λειτουργικούς χρονικούς ρυθμούς για την διακυβέρνηση του τόπου. Ίσως δεν θα ήταν υπερβολή ο ισχυρισμός, ότι σε πολλές περιπτώσεις οι βουλευτές νομοθετούν χωρίς να έχουν μελετήσει το περιεχόμενο των νόμων. Από αυτό το σημείο όμως μέχρι τη δήλωση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε ομιλία του στη Σύρο, ότι «δεν βρισκόμαστε σε κατάσταση ομαλότητας, που επιτρέπει στην κοινωνία να εκφράζεται δημοκρατικά και να δίνει το παρόν στις αποφάσεις που την αφορούν» και «βρισκόμαστε όπως απέδειξαν και όσα έγιναν στη Βουλή πριν λίγα εικοσιτετράωρα σε μια κατάσταση μνημονιακής ανωμαλίας», υπάρχει μεγάλη και επικίνδυνη για την συνοχή της κοινωνίας απόσταση. Ταυτοχρόνως γίνεται εμφανές, ότι το πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει το δημοκρατικό πολίτευμα εντελώς επιδερμικά, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο παρά μόνο ως τυπική διαδικασία για την απόκτηση της εξουσίας. Ειδάλλως δεν γίνονται κατανοητές εκφράσεις, όπως το δίλημμα και το στοίχημα των επικείμενων εκλογών (ευρωεκλογών, δημοτικών και περιφερειακών εκλογών) για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι «ή υποταγή ή αντίσταση». Σε ανάλογο μήκος κύματος βεβαίως κινείται και το ισχυρότερο κόμμα της κυβερνητικής πλειοψηφίας με τη λογική της εξομοίωσης των «δύο άκρων», όπως χαρακτηρίζει τα κόμματα της αριστεράς και της ακροδεξιάς. Ταυτοχρόνως όμως στο πλαίσιο της διεύρυνσης της εκλογικής πελατείας εκφράζει ως ένα βαθμό θέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προσελκύσουν «οπαδούς» ακροδεξιάς οπτικής. Στο βωμό αυτής της πολιτικής λειτουργίας δεν διστάζουν να φθείρουν θεσμούς, όπως είναι η δικαιοσύνη (περίπτωση Γεν. Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Π. Μπαλτάκου) και να γενικεύσουν το κλίμα γενικευμένης δυσπιστίας απέναντι στο πολιτικό σύστημα καθώς και έλλειψης εμπιστοσύνης στην ελληνική κοινωνία απέναντι στους θεσμούς. Όλες αυτές οι παράμετροι της πολιτικής λειτουργίας των κομμάτων αναδεικνύουν την ποιότητα του πολιτικού συστήματος, ενώ δεν περιποιούν τιμή για τους πολίτες, διότι ουσιαστικά τους αντιμετωπίζουν ως καταναλωτές πολιτικής και όχι ως πόλο συνδιαμόρφωσης πολιτικής. Κατά τα άλλα ομιλούν όλοι για συμμετοχή στα κοινά.

Γι’αυτό και προωθούνται ιδεοληπτικές και εξιδανικευτικές προσεγγίσεις και στοχεύσεις σε σχέση με την πορεία της κοινωνίας προς το μέλλον, χωρίς να κάνουν και πολύ περισσότερο να κοινοποιούν στους πολίτες, μια ανάλυση της συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας σε εθνικό και πλανητικό επίπεδο, ώστε οι όποιες προτάσεις και σχεδιασμοί να είναι μετρήσιμα μεγέθη, τα οποία μπορεί ο απλός πολίτης να κατανοήσει με τη λογική και να τοποθετήσει τον εαυτό του ενεργά στη δυναμική της εξέλιξης. Αφού όμως αυτό δεν γίνεται, η πολιτική επικοινωνία αποκτά χαρακτηριστικά φαντασίωσης σε σχέση με το μέλλον. Και αυτό στην εποχή της γνώσης και των τεχνολογικών της εφαρμογών αποτελεί αρνητική προϋπόθεση, εάν βεβαίως η ελληνική κοινωνία φιλοδοξεί να κινηθεί στο επίπεδο των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη. Σε αντίθετη περίπτωση θα είναι δύσκολο να ανακάμψει οικονομικά και να επιβιώσει πολιτισμικά, εάν λάβουμε υπόψη τις μεγάλες ανακατατάξεις και αλλαγές, οι οποίες άρχισαν ήδη να συντελούνται. Αρκεί να λάβουμε υπόψη μεταξύ άλλων τις γεωπολιτικές αλλαγές και μετατοπίσεις με την σταδιακή ανάδειξη περισσότερων δυνάμεων στο πλαίσιο της άσκησης περιφερειακής πολιτικής ηγεμονίας, την ενδυνάμωση και διεύρυνση του γεωπολιτικού ρόλου της Κίνας, την ανάκαμψη της Ρωσίας και την μείωση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής των ΗΠΑ και τέλος τις επερχόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο (ξηρασίες, πλημύρες και οι επίδραση τους στην αγροτική παραγωγή, μετακινήσεις πληθυσμών από το Νότο προς τον ανεπτυγμένο Βορρά). Αυτές οι προοπτικές δημιουργούν ένα πολύ ρευστό πεδίο για κοινωνίες, οι οποίες βασίζονται, σε ό,τι αφορά την πολιτική λειτουργία, σε καταναλωτές πολιτικής και πολιτικά κόμματα, τα οποία εξαντλούν τον πολιτικό τους λόγο σε ιδεοληψίες και εξιδανικευτικές σε σχέση με το μέλλον στοχεύσεις. Ακριβώς αυτά τα δεδομένα ερμηνεύουν το φαινόμενο της ενίσχυσης της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι αυτοδιοικητικές εκλογές στη Γαλλία και όχι μόνο. Όσο προχωρούμε προς το μέλλον η πραγματικότητα θα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαιτέρως στις κοινωνίες, των οποίων το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης βασίζεται στην επιστημονική γνώση και στην τεχνολογία. Το βασικό εργαλείο για την νοητική επεξεργασία και κατανόηση αυτής της σύνθετης πραγματικότητας καθώς και για τον σχεδιασμό του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να είναι ο μακροπρόθεσμος προγραμματισμός από το πολιτικό σύστημα και η ύπαρξη πολιτών, οι οποίοι είναι σε θέση να λειτουργήσουν ως πολιτικά υποκείμενα και όχι ως μάζα καταναλωτών, η οποία απλά ακολουθεί τα διάφορα «πολιτικά μαγαζιά». Η διαχείριση του μέλλοντος σε πολιτικό επίπεδο προϋποθέτει την ύπαρξη ορθολογικά σκεπτόμενων πολιτών. Ειδάλλως η διακυβέρνηση μιας χώρας ή μορφωμάτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα είναι από πολύ δύσκολη έως ανέφικτη. Οι αποφάσεις θα είναι δύσκολες και θα άπτονται των ορίων της κοινωνικής συνοχής. Δεν μπορεί να συνεχισθεί το «ταξίδι στην ευμάρεια», ως είχε στο παρελθόν. Όταν θα αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα κρίσεις επισιτισμού, ή οι γηράσκουσες κοινωνίες θα δέχονται τη πίεση των μεταναστευτικών εισροών, μόνο συνειδητοί και ορθολογικά σκεπτόμενοι πολίτες θα μπορούν να διαχειρισθούν τις δύσκολες καταστάσεις, οι οποίες θα διαμορφώνονται. Σε αντίθετη περίπτωση θα έχουμε φαινόμενα εσωστρέφειας, εθνικισμού, ρατσισμού, ξενοφοβίας και σταδιακής κατάρρευσης των κοινωνιών.

Η συστηματική παρατήρηση της πραγματικότητας δείχνει, ότι τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και οι κοινωνικές δομές στην Ελλάδα δεν συνειδητοποιούν την ανάγκη επαναπροσανατολισμού και ριζικών μεταρρυθμίσεων στον τρόπο σκέψης και λειτουργιάς. Σταδιακά αποστασιοποιούνται από τη δυναμική, η οποία αναπτύσσεται στην Ευρώπη και σε ευρύτερο επίπεδο. Αποτέλεσμα αυτής της στατικής λειτουργίας σε σχέση με την αναγκαία ταχύτητα για την απόκτηση προοπτικής στο μέλλον είναι η οπισθοδρόμηση και η αδυναμία αντιμετώπισης των προβλημάτων, τα οποία ανέδειξε η οικονομική κρίση. Ιδιαιτέρως τα πολιτικά κόμματα και πιο συγκεκριμένα τα κινούμενα από το κέντρο μέχρι την αριστερά, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν την εναλλακτική πρόταση, δεν αντιλαμβάνονται, ότι ο συντελούμενος κοινωνικός μετασχηματισμός, με την ισοπέδωση ή καλύτερα σε μεγάλο βαθμό φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης, καθώς και η συνεχής αποδόμηση του κοινωνικού κράτους με την ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας, δεν είναι φαινόμενα, τα οποία οφείλονται μόνο στην οικονομική κρίση στην Ελλάδα ή στην λανθασμένη πολιτική σε σχέση με την οικοδόμηση της Ευρώπης. Είναι καιρός να αρχίσουν να γίνονται σκέψεις, ότι ίσως το μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης σε πλανητικό επίπεδο αρχίζει να εγγίζει τα όρια του. Η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου και εργασίας σε ένα κόσμο, ο οποίος λειτουργεί με εθνικά όρια σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, δημιουργεί προβλήματα και απειλεί την παγκόσμια συνοχή σε βάθος χρόνου. Εάν συνεχισθεί η αποσπασματική πορεία της πολιτικής λειτουργίας στα στενά εθνικά όρια, ο ρυθμιστικός ρόλος, που πρέπει να έχει η πολιτική, θα υπάρχει μόνο σε λεκτικό και θεωρητικό επίπεδο. Στην πράξη θα κυριαρχεί το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο εκμεταλλεύεται τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των χωρών, ενώ δεν υπόκειται σε εθνικούς περιορισμούς, ούτε έχει εθνική συνείδηση. Αυτά τα αφήνουν στις τοπικές κοινωνίες, για να ταλαιπωρούνται με την ανάπτυξη του εθνικισμού και την εσωτερικών ή περιφερειακών συγκρούσεων. Τα παραδείγματα συνεχώς πληθαίνουν, από την Αφρική μέχρι την Ασία και τη Νότια Αμερική. Απλά δεν αποτυπώνονται στην συστημική ενημέρωση, η οποία παρέχεται στις κοινωνίες, Μόνο μερικές περιπτώσεις αναδεικνύονται, όπως αυτές της Ουκρανίας και της Συρίας, στο μέτρο που εξυπηρετούν σκοπιμότητες.

Και ενώ αυτά συμβαίνουν στον πλανήτη, στην Ελλάδα τα κόμματα απολαμβάνουν τις αντιφάσεις της ύπαρξης και χωρίς προοπτική λειτουργίας τους, οδηγώντας τον τόπο και την κοινωνία στο περιθώριο και στην πτώση στο κενό.