Συνταγματική αναθεώρηση και τοπική κοινωνία

Hλίας Τσίγκας 21 Απρ 2014

Στην πράξη το τέλος της μεταπολίτευσης έχει ήδη συντελεστεί, ίσως με καταληκτική ημερομηνία αυτή του διαγγέλματος Γ. Παπανδρέου στο Καστελλόριζο. Θεσμικά, κατά κάποιο τρόπο, αναμένεται να συμβολιστεί με τη διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος. Μια τομή στην οποία από πολλούς έχει αποδοθεί ο ρόλος της πανάκειας για το ελληνικό ?»πολιτικό πρόβλημα». Ωστόσο, θα ήταν ατόπημα να προσληφθεί ως τέτοια η, κατά τα άλλα, αναγκαία αναθεωρητική λειτουργία. Και κάνουμε λόγο για εντοπισμένη αναθεώρηση κι όχι για συντακτική λειτουργία, μιας κι η δεύτερη κατά το μάλλον αποτελεί αίτημα κυρίως όσων κατά βάση δε θέλουν να αλλάξει τίποτα σε αυτόν τον τόπο, αλλά έχουν ζωτική επικοινωνιακή  ανάγκη να το προβάλουν με τη maximum ριζοσπαστική ρητορεία.

.

Για να το ξεκαθαρίσουμε a priori: Η αναθεώρηση του υπάρχοντος συντάγματος αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι κι ικανή συνθήκη θεσμικής και πολιτικής βελτίωσης των δημοσίων πραγμάτων μας. Μια αναθεώρηση, όσο στοχευμένη, δραστική και λυσιτελής κι αν είναι, δεν μπορεί από μόνη της να θεραπεύσει τις παθογένειες στη δημόσια ζωή της χώρας γενικότερα, αλλά και των τοπικών κοινωνιών ειδικότερα. Παραδειγματικά, κανένα σύνταγμα στον κόσμο δεν μπορεί να απαγορεύσει από έναν πολιτευόμενο να τάζει ρουσφέτια ασύστολα ή από έναν δημόσιο λειτουργό να καταχράται το δημόσιο χρήμα. Μια στοχευμένη, εν τούτοις, αναθεώρηση μπορεί να δράσει αποτελεσματικά στην πρόληψη τέτοιων και πολλών άλλων κρουσμάτων.

.

Για τις απαραίτητες βελτιώσεις σε αρκετούς τομείς έχει γίνει ήδη αρκετή δημόσια κουβέντα. Διατάξεις που αποτελούν κοινό τόπο καιρό τώρα ότι πρέπει είτε να θεσπιστούν είτε να αναθεωρηθούν, μεταξύ άλλων, είναι: Η καθιέρωση του ασυμβίβαστου Υπουργού-Βουλευτή, που θα σημάνει το διαχωρισμό εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Ο δραστικός περιορισμός των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου κι η αποσύνδεση της δυνατότητας διάλυσης της Βουλής από τις κυβερνήσεις με επίκληση δήθεν των εθνικών θεμάτων για παράδειγμα. Φυσικά ο φαιδρός κι εξοργιστικός Νόμος περί ευθύνης Υπουργών, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας απ ευθείας από το λαό, η λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ, η αναδιάταξη του τοπίου των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, ο ήπιος χωρισμός κράτους-εκκλησίας. Υπάρχουν, φυσικά, κι άλλα πολλά.

.

Ένα καίριο πλέγμα, ωστόσο,  παρεμβάσεων που επιβάλλεται να προταχθεί στο σχετικό δημόσιο διάλογο  αναφέρεται στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και γενικότερα όσων τομών επείγουν για τις τοπικές κοινωνίες.

.

 

.

Όριο θητείας αιρετών

.

Είναι καταλυτικής σημασίας η θέσπιση ορίων θητείας στην παρουσία των αιρετών προσώπων στους Ο.Τ.Α. Δε δικαιούται να παραγνωρίσει κανείς ότι βρίσκονται στις κορυφές κάθε είδους πολιτικής παθογένειας που οδήγησαν στην οιονεί χρεωκοπία. Είναι απαραίτητο να θεσπιστεί όριο 2 θητειών για κάθε αιρετό σε θέσεις της Τ.Α. Είτε συνεχείς είτε, εναλλακτικά, 1 θητεία και πρόβλεψη δυνατότητας επανεκλογής για μία ακόμα μετά την πάροδο 1 ή 2 θητειών αποχής.

.

Έτσι θα επιτευχθεί σταθερή ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, δραστική ανάσχεση των πελατειακών σχέσεων και της σύμπηξης «προσωπικών στρατών» στη βάση ατομοκεντρικών «διευθετήσεων» (ρουσφετιών). Κατά συνέπεια, θα αναβαθιστεί η κοινωνική εκπροσώπηση και συμμετοχή, θα απομειωθεί η εκλογική αποχή κι ο πολιτικός αναχωρητισμός και θα δοθεί ισχυρή  ώθηση στο να σπάσουν οι «παρατάξεις-καρτέλ» που έχει τραυματικά αποδειχτεί ότι σε πολλές περιοχές λυμαίνονται κυριολεκτικά τις τοπικές κοινωνίες κι απομυζούν τους πόρους της.

.

Ενίσχυση του ρόλου της Τ.Α.

.

Είναι καιρός να μεταβιβαστούν κι εκχωρηθούν στους Ο.Τ.Α οι ευθύνες της συλλογής φόρων. Αλλά κι οι ίδιοι οι οργανισμοί αυτοί να αναλάβουν με ωριμότητα κι υπευθυνότητα τις ευθύνες τους. Να διαχειρίζονται τους πόρους που είτε παράγουν είτε τους αναλογούν χωρίς την πατερναλιστική διαμεσολάβηση της κεντρικής διοίκησης. Ζητούμενο, επομένως, καθίσταται η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια, που αποτελεί οξυγόνο για την ομαλή λειτουργία της δημόσιας ζωής, κι ο αμεσότερος κι αποτελεσματικότερος έλεγχος από πλευράς της κοινωνίας των πολιτών. Μέσω και της αμεσότερης λογοδοσίας προς αυτούς. Απαραίτητος, όμως, όρος για αυτό είναι η εμβάθυνση του «Καλλικράτη», η βελτίωση, ενίσχυση και διασάφηση της λειτουργίας του. Εμπλουτισμός της τοπικής πολιτικής με αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς.Θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας, όμως, σταθερά μακριά από εξαλλοσύνες κι ανεφάρμοστες προοπτικές.

.

i) Δημοψηφίσματα

.

Θα προέρχονται από πρωτοβουλίες πολιτών, αφού θα έχει πρώτα συγκεντρωθεί ένα ικανό και κατάλληλο ποσοστό υπογραφών. Αυτό θα τα καθιστά υποχρεωτικά και δεσμευτικά και θα μπορούν να αφορούν σοβαρά στοχευμένα θέματα των τοπικών κοινωνιών ( π.χ. φορολογία, εξορύξεις, πεζοδρομήσεις). Πρόκειται για πρόβλεψη που λειουυργεί με διαρκώς αυξητικές τάσεις σε προηγμένες αστικές δημοκρατίες όπως στις Η.Π.Α., Καναδάς, Γερμανία, Ελβετία κι αλλού. Παράλληλα, πληθώρα σχετικών επιστημονικών μελετών τεκμηριώνει τη χρηστικότητά της και σε επίπεδο προοόδου των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης των Ο.Τ.Α.

.

ii) Δυνατότητα ανάκλησης (recall) αιρετών προσώπων

.

Ίσως πρόκειται για πιο σύνθετο θέμα στο επίπεδο της ανάκλησης της εντολής προς βουλευτές. Κι αυτό γιατί άπτεται των μη αναθεωρητέων διατάξεων του συντάγματος. Στους αιρετούς Ο.Τ.Α., εν τούτοις, θα πρέπει με κάθε σοβαρότητα να εξεταστεί η δυνατότητα να ανακαλούνται από την εκλεγμένη θέση τους πριν παρέλθει η θητεία τους. Προϋπόθεση γι αυτό να υποστηρίζεται η πρόταση από τον κατάλληλο αριθμό υποφραφόντων πολιτών που θα ορίσει ο συνταγματικός νομοθέτης. Διάταξη που κι αυτή υφίσταται κι εφαρμόζεται επιτυχώς σε χώρες όπως οι ΗΠΑ κι η Ελβετία.

.

Οι αναγκαίες συνταγματικές βελτιώσεις που αφορούν την πολιτική κι εν γένει τη δημόσια ζωή των τοπικών κοινωνιών δε θα πρέπει να υποτιμηθούν και να παραγνωριστούν στο διάλογο γύρω από την επιβαλλόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Ενδεχομένως, θα πρέπει κιόλας να προταχθούν σε αυτόν. Πόσο μάλλον όταν έρχονται στο προσκήνιο σε εποχές αυτοδιοικητικών εκλογών. Το παρόν κείμενο δε συντάχθηκε από νομικό. Κι ακόμα περισσότερο, πολύ απέχει από το να διεκδικήσει το ρόλο και το χαρακτήρα του θέσφατου. Φιλοδοξεί απλά να συμβάλει στην επισήμανση της αναγκαιότητας και του συγκεκριμένου πεδίου στο δημόσιο διάλογο και τον ευρύτερο προβληματισμό.