Τα ελληνικά ΑΕΙ και ο «Bologna-ϊκός» εκσυγχρονισμός

Κώστας Χλωμούδης 10 Ιουν 2025

Όπως συνήθως στη χώρα μας, ιδιαιτέρως σε κύκλους που από τη φύση τους η διατύπωση των σκέψεων τους θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει το στοιχείο κάποιας διαλεκτικής, ο μανιχαϊσμός της απολυτότητας χαρακτηρίζει και αυτή τη συζήτηση, για την διαδικασία εναρμόνισης με τις ευρωπαϊκές πολιτικές στην ανώτατη εκπαίδευση.

Η συζήτηση για τα σχετικά με την συνθήκη της Μπολόνια, είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις που αντί να συζητάμε για να δούμε και να συμφωνήσουμε τις όποιες επιλογές εξέλιξης, ταμπουρωνόμαστε για να προστατέψουμε ιερά (?) μας ή να ισχυροποιήσουμε τις όποιες διαφορές μας.

Εδώ και χρόνια, στην Ελλάδα, εξελίσσεται μια ατέρμονη σχετική συζήτηση, για τις επιλογές μας που αφορούν στα ΑΕΙ. Στη παρούσα φάση, με διάφορα δημοσιεύματα, καταγράφεται ενδεχόμενη πρόθεση της κυβέρνησης να επιχειρήσει προσαρμογή της δομής σπουδών των ΑΕΙ με τη Διακήρυξη της Bologna, εφαρμόζοντας και προκρίνοντας πτυχία τριετούς διάρκειας στα δημόσια (αλλά και στα ιδιωτικά πλέον) πανεπιστήμια της χώρας, που εκκρεμεί από το 1999.

Σύμφωνα με τη συνθήκη, το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης, προτείνεται να μετατραπεί στις χώρες της Ευρώπης σε “3+2+3”, όπου το πτυχίο θα είναι το λιγότερο 3 έτη, το μεταπτυχιακό 2 και το διδακτορικό 3 τουλάχιστον.

Θυμάμαι τη σχετική συζήτηση από την εποχή του αείμνηστου Γεράσιμου Αρσένη, υπουργός παιδείας (1996-2000) που συνυπέγραψε την εν λόγω συνθήκη (το 1999), την μετέπειτα με τον κο Πέτρο Ευθυμίου (2000-2004) ο οποίος άνοιξε οργανωμένα τη σχετική συζήτηση, πλην όμως το κλίμα της εποχής κρίθηκε ως η αιτία να μην επιλεγεί η κατάθεση στη Βουλή της σχετικής διάταξης.

Μετέπειτα, η αείμνηστη Μαριέττα Γιαννάκου, με κάποιες οριακές αλλαγές, στην ουσία, κατέθεσε το 2005 την θεσμοθέτηση της Αρχής Αξιολόγησης των πανεπιστημίων, όπως τα είχε προετοιμάσει ο κος Ευθυμίου στο πλαίσιο της εφαρμογής της Bologna.

Ακολούθησε νόμος Διαμαντοπούλου (4009), όπου υπήρχε πρόβλεψη για τη δυνατότητα τριετών σπουδών (άρθρο 30). Μια διάταξη όμως που έμεινε ανεφάρμοστη, με την ευθύνη του συνόλου των επόμενων κυβερνήσεων.

Συνέχεια στην ιστορία έχουμε με το νόμο της κας Κεραμέως, ο οποίος προέβλεπε τη σχετική αλλαγή μόνον για τμήματα εφαρμοσμένων επιστημών και τεχνολογίας. Μια διάκριση που κατοχύρωνε τη στρεβλή εντύπωση ότι τα τριετή προγράμματα είναι δεύτερης κατηγορίας, ενισχύοντας έτσι τις συντηρητικού χαρακτήρα, για το θέμα, επιφυλάξεις της κοινωνίας, των εργαζομένων στα ΑΕΙ και προφανώς των ίδιων των φοιτητών και φοιτητριών μας.

Όλα αυτά τα χρόνια, κανένα ίδρυμα δεν επέλεξε να προκρίνει την σχετική προσαρμογή στα Προγράμματα Σπουδών του.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδρυτικό μέλος της συνθήκης της Μπολόνιας και του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευση. Είναι λοιπόν δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί συμπεριφερόμαστε, για το συγκεκριμένο θέμα, ως εξαίρεση και αναδεικνύουμε την εμμονή μας σε μίαν ακατανόητη ιδιαιτερότητα, όταν μάλιστα δεν μπορείς να υποστηρίξεις ότι αποτελεί “καλή πρακτική” στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Η ανάγκη για εναρμόνιση της χώρας με άλλες μεγάλες ακαδημαϊκές δυνάμεις- Χώρες, στην Ευρώπη είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να αποσιωπηθεί.

Το κάνουν τα τελευταία χρόνια με σχετική μετρήσιμη επιτυχία και χώρες που ήταν αρχικά επιφυλακτικές όπως η Δανία και η Ολλανδία.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και στον υπόλοιπο κόσμο η τάση είναι εδώ και χρόνια και συνεχίζεται χωρίς ταλαντεύσεις, να ολοκληρώνονται οι προπτυχιακές σπουδές στα τρία χρόνια το συντομότερο. Μοντέλο που ως επί το πλείστο έχουν επιλέξει τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια του κόσμου.

Είναι κρίσιμη η επιλογή ή ΟΧΙ, με την κατεύθυνση εναρμόνισης των ελληνικών ΑΕΙ με τη αντίστοιχη δομή σπουδών που έχουν υιοθετήσει, αυτό που θα ονομάζαμε, “μεγάλες ακαδημαϊκές δυνάμεις” στην Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία…), εφόσον έχουμε αποφασίσει στρατηγικά, ως χώρα, να "μείνουμε Ευρώπη".

Η ωφέλεια από την αύξηση της κινητικότητας Ελλήνων φοιτητών, είτε στη διάρκεια των σπουδών τους στην Ελλάδα μέσω προγραμμάτων ανταλλαγών (ΕΡΑΣΜΟΣ κλπ) είτε μετά την αποφοίτησή τους, αν θέλουν να συνεχίσουν μεταπτυχιακές σπουδές ή να εργαστούν στο εξωτερικό, θα μεγιστοποιηθεί και θα διευκολυνθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Θα διευκολύνει επίσης, όσους Έλληνες ζουν στο εξωτερικό, να επιστρέψουν είτε για σπουδές στα ελληνικά πανεπιστήμια, είτε για να εργαστούν εδώ στην πατρίδα τους στο επιστημονικό πεδίο που εκπαιδεύτηκαν.

Αν δε αναφερθούμε στην επίδραση που θα υπήρχε στα ίδια τα ΑΕΙ της χώρας, δημόσια ή και ιδιωτικά, αυτή η προοπτική της εναρμόνισης στη δομή της Διακήρυξης της Bologna θα διευκολύνει τις συνέργειες των ελληνικών πανεπιστημίων και την ανάπτυξη κοινών προγραμμάτων με τα άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, όπως π.χ. στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας των "Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων", εφόσον πλέον οι περισσότερες χώρες έχουν ήδη υιοθετήσει, ως επί το πλείστο, τριετείς κύκλους σπουδών.

Είναι προφανές ότι ένα αποτέλεσμα με κοινά ευρωπαϊκά πτυχία, μπορεί να είναι ο ευρωπαϊκός στόχος, μιας και θα διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο η κινητικότητα φοιτητών και διδασκόντων στο πλαίσιο των συνεργασιών αυτών, σε μια πορεία ισότιμης συμμετοχής των ελληνικών πανεπιστημίων στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Αντ’ αυτού στην Ελλάδα, όχι μόνο μέσω άρνησης, αλλά και δια της διολισθήσεως στην αντίθετη της Bologna πλευράς, μέσω λαϊκίστικων επιλογών, κυβερνήσεων και εμπλεκομένων από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αυξάνουμε τα πενταετή προγράμματα όλο και περισσότερων Τμημάτων, με τη σχετική τεκμηρίωση περί “πολυτεχνικών σχολών”. Τα Ιntegrated Μaster, όπως τα ονομάζουμε. Τα τμήματα λοιπόν ελληνικών ΑΕΙ, ιδιαιτέρως πολυτεχνικών αλλά θετικών σχολών, επιλέγουν να δίνουν απευθείας μεταπτυχιακό τίτλο στους αποφοίτους τους. Εκατό ένα (101) είναι συνολικά τα τμήματα των ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που στο μηχανογραφικό του 2025 θα παρέχουν στους/στις φοιτητές/τριες τους τη δυνατότητα να αποκτήσουν, με την αποφοίτησή τους, όχι απλά ένα πτυχίο, αλλά ταυτόχρονα και έναν ενιαίο και αδιάσπαστο μεταπτυχιακό τίτλο (Integrated Master, Master of Science).

Εξαιρετικής κοπής ελληνική πατέντα... Τα 101 προπτυχιακά τμήματα των 16 ΑΕΙ που σε κάνουν κατευθείαν κάτοχο Μεταπτυχιακού τίτλου. Παρακολουθώντας ένα προπτυχιακό τμήμα, 5ετούς διάρκειας, με την αποφοίτηση παίρνεις και Μεταπτυχιακό.

Δηλαδή στην Ελλάδα αντί να μειώσουμε τα προπτυχιακά έτη σπουδών σε τρία έτη και να ενισχύσουμε την αναγκαία Μεταπτυχιακή εξειδίκευση των δύο ετών, σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, "αποφασίσαμε" να αυξήσουμε τα έτη σπουδών από τέσσερα σε πέντε και να δίνουμε ενιαίο προπτυχιακό και μεταπτυχιακό τίτλο.

Το ελληνικό δαιμόνιο δημιουργεί ακόμη μια διεθνή πρωτοπορία. Το θέμα βεβαίως είναι ότι βρίσκει ενίσχυση από το σύνολο των κυβερνήσεων μας. Μόνον η τελευταίες κυβερνήσεις της Ν.Δ. αύξησαν τα προγράμματα αυτά από 63 σε 101. Έτσι όλες οι προηγούμενες προσπάθειες μεταρρυθμίσεων στα ΑΕΙ, στο θέμα αυτό, ήδη βρίσκονται απέναντι με ένα σημαντικό “κεκτημένο” από τους δρώντες παράγοντες. Κατάσταση που θα έχει να αντιμετωπίσει όποια πολιτική επιλέξει, κάποια στιγμή, την εναρμόνιση με βάση τη σχετική Συνθήκη.

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να δομήσουμε ξανά ένα πλαίσιο συζήτησης επί του θέματος, με δεδομένη την ήδη υπάρχουσα εθνική πραγματικότητα στα πανεπιστήμια, τις εξελίξεις στις ευρωπαϊκές χώρες και την αποτίμηση της πορείας εφαρμογής της Διακήρυξης της Bologna και κάποια στοιχεία αποτίμησης αυτής της εφαρμογής.

Θέλω να επισημάνω το βασικό πλαίσιο της συζήτησής μας, ότι επιχειρούμε να επιλέξουμε κάτι το καλύτερο υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και όχι να φρενάρουμε τα πάντα με επιχείρημα του τι θα θέλαμε να συμβεί, με βάση τις δικές μας ενοράσεις.

Ξέρω ότι η άρνηση του υποκειμενισμού σε μια συζήτηση είναι ουτοπία, αλλά στη δική μας συλλογιστική, υπό συνθήκες, και η ουτοπία έχει τη δημιουργική συμβολή της.

Το επιχείρημα ότι η προσαρμογή της χώρας στη Διακήρυξη της Bologna θα λύσει και θα διαχειριστεί κάθε νόσο, στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση, νοσεί όσο νοσεί και η άποψη της παντελούς αρνήσεως της Bolognaϊκής πραγματικότητας στον ευρωπαϊκό χώρο.

Να συμφωνήσουμε λοιπόν ότι οργανωμένα, πολιτεία, πανεπιστήμια και κοινωνία, θα συζητήσουμε για την καλύτερη δυνατή εναρμόνιση με τις Ευρωπαϊκές επιλογές, δημιουργώντας τις καλύτερες δυνατές εφαρμογές, με τις απαιτούμενες ευελιξίες αλλά και αποφασιστικότητα.

Η συζήτηση αυτή για να είναι δημιουργική πρέπει αν διαθέτει δυνατότητα εύρους και χρόνου προσαρμογής των ΑΕΙ με έναν συμπεφωνημένο οδικό χάρτη, με ευελιξία στην διαχείριση διαφορετικών γνωστικών πεδίων και σπουδών, ενώ την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να θέτει εν αμφιβόλω την βασική επιλογή της χώρας για την πρόσδεσή της στην ευρωπαϊκή προοπτική ολοκλήρωσης της ΕΕ.

Προφανώς και μπορεί να διαφωνεί κάποιος/α με αυτή την προοπτική, αλλά τότε δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή στη συζήτηση αυτή, έτσι όπως τη προδιαγράψαμε.

Γνωρίζω πως μια τέτοια συζήτηση δεν είναι εύκολη ούτε οι όποιες επιλογές θα είναι χωρίς κόστος. Αρκεί στο τέλος της ημέρας ο ισολογισμός για κάθε Τμήμα στα ΑΕΙ να έχει θετικό πρόσημο και για την ανταγωνιστικότητα του στο διεθνές περιβάλλον και για τη χώρα.

Λόγου χάρη τριετής κύκλος σπουδών χωρίς υποχρεωτικές παρακολουθήσεις και “σφιχτό” πρόγραμμα εξετάσεων είναι πράγματι συνταγή υποβάθμισης. Υποχρεωτικές παρακολουθήσεις σημαίνει πολλαπλάσιος προϋπολογισμός για υποδομές και ερευνητικό και διδακτικό προσωπικό.

Ένα άλλο θέμα είναι το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων και της άδειας άσκησης επαγγέλματος και όλα όσα ανάγονται σε αυτό το θέμα. Ο τρόπος εισόδου στα επαγγέλματα, στις διάφορες χώρες, διαφέρει σημαντικά με αυτόν στη χώρα μας και υπό αυτή την έννοια πρέπει να υπάρξει η αναγκαία προσαρμογή και των σχετικών επιμελητηρίων και επιστημονικών συλλόγων, που το κράτος τους έχει δώσει την αρμοδιότητα πιστοποίησης της δυνατότητας άσκηση επαγγέλματος. Σήμερα βλέπουμε ότι ήδη αναγνωρίζονται πτυχία και επαγγελματικά δικαιώματα τριετών σπουδών από το εξωτερικό στην Ελλάδα χωρίς να επιβάλλονται επιπλέον μαθήματα.

Εάν δεν αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα και αυτό, κάθε αλλαγή που γενικά θα παραπέμπει γενικά στην “ευρωπαϊκή εναρμόνιση” θα είναι μια αποτυχημένη γραφειοκρατική παρέμβαση με έωλα αποτελέσματα και υπονομευτική των στόχων αυτής καθαυτής της Συνθήκης.

Η συζήτηση λοιπόν αυτή, για τα επαγγελματικά δικαιώματα, πρέπει να γίνει ταυτόχρονα με το σχεδιασμό για την προσαρμογή και με ποιο τρόπο, στη συνθήκη της Μπολόνια. Ούτε έπεται ούτε προηγείται. Τη βάζουν μπροστά ή πίσω μόνο όσοι δεν θέλουν να γίνει επι τέλους στη χώρα μια γόνιμη και δημιουργική συζήτηση, αλλά ενδεχομένως να επιθυμούν μια τοξική αντιπαράθεση, για μικροκομματικούς λόγους, που ούτε την Ελλάδα βοηθά ούτε τα εκπαιδευτικά της πανεπιστημιακά ιδρύματα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της διεθνούς Ζήτησης και αγοράς.

Γιατί οι επιλογές ευέλικτης εναρμόνισης των ελληνικών ΑΕΙ με την δομή Bologna μόνον θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει;

Πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί προσαρμογή σε ευρωπαϊκή επιλογή, αυτή καθ’αυτή η προσαρμογή των σπουδών στη δομή Bologna μπορεί να είναι εθνικά επωφελής στρατηγική επιλογή η οποία θα αφορά στην ανάδειξη της χώρας μας σε κέντρο εκπαίδευσης και έρευνας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού.

Η προσαρμογή των ελληνικών πανεπιστημίων στη δομή Bologna μπορεί και πρέπει να αποτελέσει στοιχείο στρατηγικής επιλογής ισχυροποίησης της χώρας μας και των πανεπιστημίων της στην Ευρώπη και στον σύγχρονο κόσμο.

Προφανώς και κάποια εξειδικευμένα Τμήματα και συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία, μπορεί να κριθούν ότι υπάρχει λόγος να διαφέρουν από την κυρίαρχη αντίληψη της συνθήκης της Μπολόνια, διότι ενδεχομένως δεν απαιτείται ειδική μεταπτυχιακή εξειδίκευση, αλλά η πενταετής, που με το σύνολο των ακαδημαϊκών μονάδων τους (300 ECTS) δικαιολογούν την απονομή Integrated Master. Με τη σχετική τεκμηρίωση σε διεθνές επίπεδο και όχι με την γενίκευση περί “πολυτεχνικής σχολής”. Από αυτό όμως το σημείο, της δικαιολογημένης εξαίρεσης, μέχρι την στρέβλωση, με τα 101 Τμήματα, υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Υπό αυτή την έννοια πρέπει να γίνει και η σχετική συζήτηση που θα αφορά στην εξειδίκευση της προσαρμογής αυτής σε πεδία και γνωστικά αντικείμενα που αφορούν Τμήματα όπως αυτά των ιατρικών, οδοντιατρικών, πολυτεχνειακών, φαρμακευτικών κτηνιατρικών κλπ υπό την προϋπόθεση όμως της εναρμόνισης τους με τη διεθνή τάση και πρακτική, ιδιαιτέρως αυτή που αφορά στον ευρωπαϊκό χώρο.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ΔΕΝ είναι απλή αυτή η μετάβαση για τα ελληνικά ΑΕΙ και ότι τα προβλήματα είναι άνευ σημασίας. Υποστηρίζουμε όμως ότι οι υπαρκτές δυσκολίες, στην εφαρμογή της δομής Bologna στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως και οι αναγκαίες αλλαγές που αφορούν στα επαγγελματικά δικαιώματα, μπορούν και πρέπει να τεθούν σε ένα δημόσιο διάλογο, χωρίς του συνήθεις κυβερνητικούς αιφνιδιασμούς, προκειμένου η χώρα να προχωρήσει οργανωμένα και με το μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικών και πολιτικών συναινέσεων, ώστε να αντιμετωπίσει την 25ετή πρόκληση της Μη εφαρμογής και προσαρμογής μας στις απαιτήσεις της Συνθήκης της Bologna, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα των σπουδών, αλλά ως ευκαιρία αναμόρφωσης και εκσυγχρονισμού των προγραμμάτων σπουδών των Τμημάτων των ΑΕΙ και των μεθόδων διδασκαλίας και οργάνωσης της μάθησης, σύμφωνα με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές.

Πρόκειται περί μιας πολιτικής και εκπαιδευτικής επιλογής, ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει αντικείμενο επικοινωνιακών μεθοδεύσεων.

Αφορά το σύνολο και το μέλλον της κοινωνίας μας, αλλά ιδιαιτέρως τη θέση και προοπτική των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων, που έχουν ακόμη μια ευκαιρία να απομονώσουν τις όποιες προσπάθειες στρέβλωσης και απαξίωσης του έργου και της συμβολής τους στη κοινωνική εξέλιξη της χώρας.