THE SYRIZA EXPERIMENT? ή «παλιές συνταγές για νέες αποτυχίες»

Αθηνά Χαραλαμπόγλου 04 Δεκ 2014

Το 1987, οι G. Ross, St. Hoffman και S. Malzacher κυκλοφόρησαν (Cambridge: Polity Press) το βιβλίο “The Mitterrand Experiment”[Το πείραμα Mitterrand], ένα σύνολο άρθρων σχετικά με την πρώτη επταετία του F. Mitterrand, μέχρι την πρώτη “συγκατοίκηση” με την κυβέρνηση του J. Chirac. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες μελέτες πάνω στις πολιτικές της περιόδου, βασισμένο στη δουλειά διεθνώς αναγνωρισμένων ειδικών σε διαφορετικά πεδία.

Στο κεφάλαιο “The Evolution of Economic Policy under Mitterrand” [Η εξέλιξη της οικονομικής πολιτικής υπό το Mitterrand], ο Peter Hall αναλύει τη γαλλική οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων του P. Mauroy μέχρι και την κυβέρνηση του L. Fabius, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η στροφή της σοσιαλιστικής οικονομικής πολιτικής, από την προσπάθεια κεϋνσιανικού τύπου αναθέρμανσης της οικονομίας και ανάπτυξης προς πολιτικές  αυστηρής προσαρμογής. Είναι το κεφάλαιο που συνδέει τους λόγους της αποτυχίας εφαρμογής του γαλλικού σοσιαλιστικού προγράμματος με τις αιτίες για τις οποίες μια προσπάθεια εφαρμογής του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ (Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2014) θα οδηγούσε εξίσου σε αποτυχία.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα, στις δύο χώρες και στις συγκυρίες – ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του τον ιστορικό χρόνο, τις γύρω στις τρεις δεκαετίες που χωρίζουν την πρώτη επταετία του Mitterrand στη Γαλλία από την Ελλάδα όπου ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να ζητάει πρόωρες εκλογές, την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των οικονομικών κρίσεων της δεκαετίας του εβδομήντα (που επεκτάθηκε και στη δεκαετία του ογδόντα) με τη σημερινή.

Για να γίνουν αντιληπτές μερικές από τις διαφορές, που, η αλήθεια είναι ότι φαίνονται πιο ξεκάθαρα από τις ομοιότητες, είναι χρήσιμο να επικεντρώσει κανείς στην εθνική πολιτική σκηνή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που προσπαθεί να ελκύσει το KKE σε μία μελλοντική κυβερνητική συμμαχία ή τουλάχιστον σε μια ανεπίσημη έστω υποστήριξη, βρίσκει δυσκολίες προς αυτήν την κατεύθυνση, σε σύγκριση με το “κοινό πρόγραμμα της αριστεράς” στη Γαλλία της δεκαετίας του εβδομήντα και των αρχών της δεκαετίας του ογδόντα. Ούτε καταφέρνει να συγκεντρώσει, τουλάχιστον προς στιγμής, ικανά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, που να υποδεικνύουν μια αλλαγή στο κατακερματισμένο κομματικό σύστημα της χώρας, αλλά ούτε και να καταστήσει δυνατές συμμαχίες με άλλα κόμματα του πολιτικού χώρου αριστερά του κέντρου.

Αντίθετα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι τα παραπάνω δεδομένα υποδεικνύουν  μια τακτική, σύμφωνα με την οποία, η μεν δημιουργία μιας παρατεταμένης ανεπίσημης προεκλογικής περιόδου δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες πόλωσης που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στο ΣΥΡΙΖΑ να αυξήσει τη δημοτικότητά του ή ακόμη και να δημιουργήσει στο εκλογικό σώμα μια αίσθηση αναπόφευκτης αλλαγής, με τη δημιουργία μονοκομματικής κυβέρνησης. Επιπλέον, με βάση τα δεδομένα, θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια πιθανή αποτυχία δημιουργίας κυβέρνησης  ή ακόμη και μια πιθανή αποτυχία στην εφαρμογή του κυβερνητικού του προγράμματος.

Θα μπορούσε κανείς, επίσης, να επισημάνει, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, τις διαφορές μεταξύ του “Ερπετού” ή του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και της Οικονομικής και  Νομισματικής Ένωσης, του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ή της Συνθήκης για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, ή  απλά να αναφέρει το γεγονός της κοινής οικονομικής πολιτικής που στερεί από τα Κράτη-μέλη το άλλοτε ισχυρό μέσο της νομισματικής υποτίμησης.

Αυτές οι αναφορές γίνονται για να τονιστεί το παράδοξο της εκπληκτικής και ουσιαστικής ομοιότητας ανάμεσα στις “110 Προτάσεις για τη Γαλλία” (ιδιαίτερα στα σημεία που αναφέρονται στο κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα) και στους 4 Πυλώνες “για την αντιστροφή της κοινωνικής και οικονομικής αποδιάρθρωσης, την ανόρθωση της οικονομίας και την έξοδο από την κρίση” του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ (Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2014).

Όπως θα ήταν αναμενόμενο, οι συγκεκριμένες προτάσεις των δύο κειμένων είναι προσαρμοσμένες στην κάθε περίπτωση. Ωστόσο, το πνεύμα των προτεινόμενων μέτρων είναι το ίδιο: κεϋνσιανικού τύπου αναθέρμανση και αναδιανομή σε μια χώρα. Με συντομία, θα μπορούσε να επιβεβαιώσει κανείς ότι οι εν λόγω κυβερνήσεις του F. Mitterrand υποτίμησαν την οικονομική αλληλεξάρτηση και τις κυρίαρχες οικονομικές τάσεις, υπερτίμησαν την ικανότητά τους να επηρεάσουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και στηρίχτηκαν υπέρ του δέοντος στη βολουνταριστική συμπεριφορά των πολιτών. Σχηματικά, τα αποτελέσματα ήταν η απότομη και σχεδόν απεγνωσμένη υιοθέτηση αυστηρής, διορθωτικής οικονομικής πολιτικής, η έξοδος των κομμουνιστών από την κυβέρνηση, η αύξηση των ποσοστών του Front National [Εθνικού Μετώπου] στις Ευρωεκλογές του 1994 και, τελικά, η πρώτη Συγκατοίκηση.

Τηρουμένων των αναλογιών, η προσπάθεια εφαρμογής του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ θα είχε πιθανότατα αντίστοιχα αποτελέσματα, για τους ίδιους λόγους. Προς αυτήν την ίδια κατεύθυνση συνηγορεί το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι αυτή τη στιγμή, αδυνατεί να πείσει ικανό ποσοστό του εκλογικού σώματος, άλλα και άλλα κόμματα σχετικά με το ρεαλισμό της στρατηγικής του, όπως και διεθνείς πρωταγωνιστές, συμπεριλαμβανομένων πλειοψηφικών κομμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και οικονομικών παραγόντων.

Για να γίνουν κατανοητές οι αλλιώς απροσδόκητες προγραμματικές επιλογές του μεγαλύτερου αυτή τη στιγμή κόμματος της ελληνικής αριστεράς και ενός από τα δύο ελληνικά κόμματα που συγκεντρώνουν στις δημοσκοπήσεις ποσοστά περί και επιπλέον του 20% των εκλογέων, αξίζει τον κόπο μια σύντομη αναφορά στα βασικά χαρακτηριστικά του ευρύτερου πλαισίου.

Μέρος της πρόσφατης εκλογικής μεγέθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ σχετίζεται αναμφίβολα με τις απότομες και έντονες πολιτικές οικονομικής προσαρμογής, αποτέλεσμα της δημοσιονομικής κρίσης της χώρας. Οι εν λόγω πολιτικές θεωρούνται οι πρωταρχικές αιτίες της μείωσης κατά το 1/4 του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, της οικονομικής απομύζησης των πολιτών μέσω υπερφορολόγησης, της επίμονης διατήρησης της ανεργίας σε ποσοστά περί του 1/4 του ενεργού πληθυσμού, την προσλαμβάνουσα έλλειψη μεσοπρόθεσμης προοπτικής οικονομικής ανάκαμψης και ανάπτυξης, της γενικής κρίσης στους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης και των σοβαρών πληγμάτων που υπέστησαν τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Οι πολιτικές αυτές, όσο και τα αποτελέσματά τους, γίνονται αντιληπτές ως επιβεβλημένες από ισχυρότατες, εξωτερικές και ελάχιστα ορατές δυνάμεις, και η αποτελεσματικότητά τους αμφισβητείται σοβαρότατα.

Από την άλλη πλευρά, οι πολιτικές αιτίες αλλά και η ευθύνη της κρίσης αποδόθηκαν, άνισα  ωστόσο, στα δύο κυβερνητικά κόμματα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι παράγοντες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, δε φέρουν αμελητέα ευθύνη γι’ αυτή την υπεραπλουστευτική και λαϊκιστική αντίληψη. Και τα δύο κυβερνητικά κόμματα υπέστησαν αποσχίσεις, με το ΠΑΣΟΚ να βιώνει τη μεγαλύτερη εκλογική και κοινοβουλευτική φθορά στην ιστορία του. Το σοσιαλιστικό κόμμα ανέλαβε επιπλέον το πολιτικό κόστος της συμμετοχής του σε κυβέρνηση συνεργασίας μπρος στον κίνδυνο ακυβερνησίας, σε μια χώρα όπου οι κυβερνήσεις συνεργασίας υποδηλώνουν οξεία πολιτική κρίση και έχουν συντριπτικό πολιτικό κόστος, όπως υποδεικνύουν οι περιπτώσεις της ΔΗΜΑΡ και του ΛΑΟΣ.

Έτσι, ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος και η δημιουργία διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε “μνημονιακά” και “αντιμνημονιακά” κόμματα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όχι μόνο εξελίσσεται, αλλά και ενδυναμώνεται ιδεολογικά. Δημιουργεί, εξάλλου, τα περιθώρια για την εμφάνιση νέων διαχωριστικών γραμμών, με τη δημιουργία νέων προσωποπαγών κομμάτων ή ανανεωμένων σχημάτων στην πολιτική σκηνή, και ενσωματώνει έννοιες “παλιού” (αναφερόμενες σε κόμματα μόλις 40 ετών) και “νέου” στον πολιτικό λόγο. Επίμονες τάσεις στις δημοσκοπήσεις που δηλώνουν βαθιά και ευρεία δυσαρέσκεια δημιουργούν και τρέφουν προσδοκίες για πολιτική αλλαγή.

Αυτά αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά του ευρύτερου πλαισίου όπου ένα ανεδαφικό κυβερνητικό πρόγραμμα της αριστεράς προσπαθεί να κερδίσει πολιτικό έδαφος και εκλογική δύναμη μέσω της τακτικής ενός διαρκούς, ανεπίσημου, προεκλογικού κλίματος.

Ωστόσο, η τακτική αυτή είναι δίκοπο μαχαίρι. Δεν είναι μόνο η ρευστή διεθνής κατάσταση (οι τιμές του πετρελαίου και η νομισματική διακύμανση είναι μόνο δύο παραδείγματα) ή η συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου που τείνει να θέσει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εκτός χρόνου. Δεν είναι μόνο το εχθρικό διεθνές περιβάλλον, που γίνεται αντιληπτό μέσω των προτιμήσεων προς   συγκεκριμένες πολιτικές εκ μέρους των διεθνών θεσμών ελέγχου της πορείας της χώρας. Το πιο επικίνδυνο στοιχείο φαίνεται πως είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (που πρόσφατα αναδείχτηκε σε κυβερνητικό κόμμα λόγω της θέσης του στην αξιωματική αντιπολίτευση) εκμεταλλεύεται τα αληθινά και δίκαια αιτήματα των πολιτών για να γίνει η επόμενη κυβέρνηση. Ακόμα και αν ο αρχηγός του και οι εσωτερικές τάσεις του κόμματος πετύχουν το στόχο τους, κάτι τέτοιο φαίνεται επικίνδυνο όχι μόνο για την ελληνική αριστερά, καθώς κινδυνεύει να βρεθεί στην κυβέρνηση χωρίς πρόγραμμα, αλλά και για τη χώρα συνολικά (συμπεριλαμβανομένων και των κομμάτων της δεξιάς, καθώς θα κληθούν να αναλάβουν δυσβάστακτο πολιτικό κόστος) που θα διατρέξει για άλλη μια φορά τον κίνδυνο ακυβερνησίας.