Νενικήκαμεν ή χαχάναμεν;

Μιχάλης Πολυδώρου 04 Οκτ 2013

«H Δημοκρατία εξάρθρωσε το 4ο Ράιχ», «Η Δημοκρατία σάρωσε το νεοναζισμό», «Η Δημοκρατία νίκησε». Μερικοί από τους πρωτοσέλιδους τίτλους για τις συλλήψεις των Χρυσαυγιτών. Αν η δημοκρατία σε ένα οργανωμένο κράτος χρειάζεται το αίμα ενός νεκρού για να κινητοποιηθεί και να συλλάβει μια συμμορία μπράβων, το ποινικό μητρώο των οποίων ήταν γνωστό εδώ και χρόνια -του Μιχαλολιάκου από τη δεκαετία του 70- τότε μάλλον θα τρίζουν τα κόκαλα των αρχαίων Αθηναίων, οι οποίοι δεν είχαν καν εισαγγελείς και διέθεταν στοιχειώδεις υπηρεσίες για την επιβολή ποινών.

Να πανηγυρίσουμε; Όχι, είναι ντροπή και δεν μπορούν να ξεπλύνουν την κρατική ανοχή και ολιγωρία τσιτάτα του τύπου «κάλλιο αργά παρά ποτέ». Ντροπή είναι και η επιχείρηση κομματική εκμετάλλευσης των τελευταίων γεγονότων. Στο μεν επιτελείο της Συγγρού, οι πεφωτισμένοι εγκέφαλοι προσπαθούν να «διαμοιράσουν τα ιμάτια της ακροδεξιάς», όπως εύστοχα έγραψε ένας πολιτικός συντάκτης. Στον δε ΣΥΡΙΖΑ, οι συλλήψεις ήρθαν να κουμπώσουν πάνω στο ναυάγιο των σχεδιασμών τους για την «κοινωνική εξέγερση» του Σεπτεμβρίου και – αν είναι δυνατόν- την ημέρα που πιάστηκε ο Μιχαλολιάκος συνεδρίασε η Πολιτική Γραμματεία για να εκτιμήσει την κατάσταση και να ζητήσει εκλογές!

Ο ένας εκπρόσωπος, ο Σκουρλέτης, σηκώνει το γάντι για να απαντήσει στις ανοησίες του Φαήλου Κρανιδιώτη, ο άλλος εκπρόσωπος, ο Κεδίκογλου, σπεύδει να την πέσει στο ΣΥΡΙΖΑ για δηλώσεις που έκανε συνταγματολόγος της Κουμουνδούρου. Από τη μύγα κομματικό ξύγκι. Και το καλύτερο; Άκουγα την Φωτεινή Πιπιλή στο ραδιόφωνο να επισημαίνει -νιώθοντας προφανώς αδικημένη- ότι αυτή ήταν η πρώτη που δέχθηκε επίθεση από τον Κασιδιάρη, πριν από την Κανέλλη και τη Δούρου. Ωραία, να την γράψουμε πρώτη στο «μνημείο πεσόντων»

Αδιόρθωτοι. Ούτε οι μεν ούτε οι δε έχουν καταλάβει ότι ακριβώς τέτοιοι πολιτικαντισμοί, αυτή η λαϊφσταϊλίστικη ανούσια αντιπαράθεση για την καρέκλα της εξουσίας, φούσκωσε το θυμό και στην συνέχεια τα μούσκουλα των ρομποκόπ της Χρυσής Αυγής. Διότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών που ψήφισαν Χρυσή Αυγή, δεν ψήφισαν ένα φασιστικό κόμμα λόγω ιδεολογικής ταύτισης ή συγγένειας, ούτε λόγω της οικονομικής κρίσης. Ψήφισαν χωροφύλακες, στρατονόμους. Όπως λένε όλες οι έρευνες, η κρίση εμπιστοσύνης στο κράτος πάτησε πάνω στην οικονομική κρίση και στο μεταναστευτικό – στον Άγιο Παντελεήμονα κλώσησε το αυγό η Χρυσή Αυγή για να βγει το φίδι.

Πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να υπάρξει, όχι όμως ξεκατίνιασμα, δεν πουλάει πλέον ούτε στην τηλεόραση. Μακριά από αριστερίστικες υπερευαισθησίες και δεξιο-εθνικίστικες κορώνες, οι πολιτικές δυνάμεις μπορούν να αντιπαρατεθούν για την ενίσχυση της δικαιοσύνης, της αστυνομίας και των ελεγκτικών μηχανισμών, για την αναβάθμιση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και βεβαίως για το μεταναστευτικό. Αν έχουν πάρει το μάθημα από την περιπέτεια της Χρυσής Αυγής, θα μπορέσουν να βρουν σημεία σύγκλισης.

Και κάτι πρέπει να γίνει με τα παιδιά που έκαναν πόστερ τον Κασιδιάρη, θεωρώντας τον superman που τα βάζει με το σύστημα… Πού φτάσαμε, οι παραδοσιακοί «αναρχικοϊ» των δικών μας καιρών, θεωρούνται πλέον συστημικοί! Τι να κάνουμε; Μεγάλη συζήτηση, την οποία πρέπει να ανοίξουμε, μακριά -επαναλαμβάνω- από αριστερίστικες υπερευαισθησίες και δεξιο-εθνικίστικες κορώνες. Άκουγα έναν πανεπιστημιακά καθηγητή να λέει ότι καλό είναι να μαθαίνουμε για τους «ενδόξους» αρχαίους προγόνους μας, αλλά καλύτερο θα ήταν να μαθαίνουμε τι είναι Δημοκρατία.

Είχα γνωρίσει έναν δεκαεπτάχρονο που ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Ούτε σφίχτης, ούτε πυροβολημένος. “Γιατί ανέβηκες τα σκαλιά;” τον ρώτησα. «Γιατί το σχολείο είναι αδιάφορο, γιατί δεν είμαι καλός στα γράμματά σας, γιατί κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για τα προσωπικά μου προβλήματα», απάντησε. Και οι ξένοι τι σας φταίνε; «Μα καλά, εσείς οι γονείς δεν ψάχνετε να βρείτε σχολεία χωρίς αλλοδαπούς;», απάντησε αφοπλιστικά και έπειτα σκέφθηκα πόσες φορές έχω πει κι εγώ στο γιο μου για το μαύρο γύφτο που αρπάζει παιδιά!

Πριν λοιπόν βροντοφωνάξουμε «Νενικήκαμεν!», ας σκεφθούμε γιατί «χαχάναμεν», που λέει μια τηλεοπτική διαφήμιση.