Στην αυλή της Μαρίν Λεπέν

Βασιλική Γεωργιάδου 31 Οκτ 2013

Διαβάσαμε για την πρώτη θέση της Μαρίν Λεπέν σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι οποίες αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω των δημοτικών εκλογών στη Γαλλία, που θα γίνουν την άνοιξη του 2014, αλλά και των Ευρωεκλογών του ερχόμενου Μαΐου. Το ενδιαφέρον των δημοσκοπικών δεδομένων δεν βρίσκεται μόνο στην πρωτιά του Εθνικού Μετώπου (FN) όσον αφορά την πρόθεση ψήφου των Γάλλων εκλογέων, αλλά προπάντων στα στοιχεία που καταδεικνύουν μια διευρυνόμενη διείσδυσή του σε ψηφοφόρους απ’ άκρου εις άκρον του κομματικού φάσματος: το FN ιδεολογικά θεωρείται πλέον ότι βρίσκεται εγγύτερα σε ένα ικανοποιητικό ποσοστό ψηφοφόρων του UMP αλλά και του Αριστερού Κόμματος του Ζ.-Λ. Μελανσόν, ενώ παράλληλα επεκτείνεται η απήχησή του σε νέους, σε εργάτες και σε χαμηλά μεσαία στρώματα, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις εκλογικής μεταστροφής ψηφοφόρων και από τα δεξιά και από τα αριστερά του κομματικού φάσματος, προς το FN.

Αν θελήσουμε να διερευνήσουμε τις πιθανές αιτίες αυτής της μεταστροφής θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός, ότι μία από τις κύριες ιδιότητες της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, υπήρξε εξ αρχής η προσαρμοστικότητά της σε επίπεδο ρητορικής, προγραμματικού προσανατολισμού και δράσης σε διακυβεύματα που δικαιώνουν το περιεχόμενο της πολιτικής διαμαρτυρίας, όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται σε κάθε χρονικό σημείο-καμπή της μεταπολεμικής εποχής.

Το πρώτο από αυτά τα σημεία ήταν αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν ο εκσυγχρονισμός στην οργάνωση και στις σχέσεις παραγωγής, κινητοποίησαν τα παλιά μικροαστικά στρώματα κατά των αλλαγών αυτών. Μια τέτοια κινητοποίηση εκφράστηκε στη Γαλλία στη δεκαετία του ’50, με την υποστήριξη των λαϊκιστών του Πιέρ Πουζάντ (μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο ίδιος ο Ζ.-Μ. Λεπέν) και στην Ιταλία με την πρόσκαιρη στροφή εκλογέων στο «Μέτωπο του απλού ανθρώπου» του Γκουλιέλμο Τζιανίνι. Πρόκειται για δύο λαϊκιστικά επεισόδια που δημιουργούν μια παράδοση στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, η οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συντηρείται μέχρι σήμερα.

Το δεύτερο χρονικό σημείο-καμπή ήρθε μερικές δεκαετίες μετά, όταν με την μετάβαση στον μεταβιομηχανισμό, οργανώθηκε μια νέα λαϊκιστική κινητοποίηση «των χαμένων»: εκείνων δηλαδή των παραγωγικών ομάδων των αυτοαπασχολουμένων, των υπαλληλικών στρωμάτων της αγοράς, των μικροεπιχειρηματιών, κ.λπ., που επωμίζονταν σημαντικό κόστος των αλλαγών για την ενίσχυση του κράτους-πρόνοιας, είχαν όμως μικρή συμμετοχή στα ωφελήματα από αυτήν την μεταβολή. Η δυσφορία και η πολιτική διαμαρτυρία τους εκφράστηκε σε χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά με την υποστήριξη νεόκοπων κομματικών σχηματισμών, όπως ήταν τα Κόμματα της Προόδου στη Δανία και τη Νορβηγία, τα οποία λειτούργησαν ως συλλέκτες και ενισχυτές αυτής της αντικρατικής και αντιφορολογικής διαμαρτυρίας, που επιπλέον διέθετε ένα κάποιο υπόβαθρο εθνικο-πολιτισμικής κλειστότητας, εξ ου και η κατηγοριοποίησή τους στον πόλο της άκρας δεξιάς.

Το τρίτο χρονικό σημείο-καμπή ταυτίζεται με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και την επίταση των διεργασιών της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης• αλλιώς, η κρίση ταυτοτήτων και τα αισθήματα ανασφάλειας που τη συνοδεύουν, δημιουργούν ιδεολογικο-πολιτικούς αναπροσανατολισμούς και νέες ευκαιρίες για την άκρα δεξιά που διεισδύει στο κοινό της Αριστεράς. Οι Γάλλοι στη δεκαετία του 1990 μίλησαν πρώτοι για το φαινόμενο του «εργατολεπενισμού», επισημαίνοντας τις επιτυχίες του Λεπέν στα δοκιμαζόμενα στην αγορά εργασίας «μπλε κολάρα». Ο εθνικο-λαϊκισμός της δεκαετίας του 1990 και του 2000, ευνόησε εξαιρετικά τα μορφώματα μιας ριζοσπαστικής άκρας δεξιάς, που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευλύγιστα στις ασκήσεις προσαρμογής που επέβαλε η εποχή. Οι ακροδεξιοί, από πολέμιοι έως τότε του κράτους, μετατράπηκαν σε υπέρμαχούς του και από οπαδοί μιας λελογισμένης εθνικο-πολιτισμικής κλειστότητας, έγιναν σκληροί οπαδοί της εθνικής προτεραιότητας και του «κοινωνικού κράτους των γηγενών». Η εναντίωση στη μετανάστευση και λίγο αργότερα η πολεμική, ειδικώς απέναντι σε μετανάστες Μουσουλμάνους και το Ισλάμ, έβαλε τη σφραγίδα της στην ευρωπαϊκή άκρα δεξιά, από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο ήταν ο μπροστάρης αυτού του ρεύματος, μαζί με συγγενή μορφώματα του χώρου από την Αυστρία, τις Σκανδιναβικές χώρες, την Ελβετία, την Ολλανδία, την Ιταλία, το Βέλγιο, που είδαν τη δύναμή τους να εκτινάσσεται σε ποσοστά και την επιρροή τους να αποκτά πολυσυλλεκτικά χαρακτηριστικά την πρώτη μετακομμουνιστική εποχή.

Σήμερα, το σκηνικό της χρηματοπιστωτικής κρίσης και η δυσκολία της ΕΕ να απαντήσει αποτελεσματικά σε αυτό, δημιουργούν ένα νέο παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας για την άκρα δεξιά. Η Μαρίν Λεπέν είναι η πρώτη που άδραξε την ευκαιρία: έβγαλε (για πόσο άραγε;) από το κεντρικό μοτίβο του κομματικού κάδρου την πολεμική στη μετανάστευση, όπως και την αντισημιτική προκατάληψη και πρόσθεσε σε αυτό την εικόνα μιας προβληματικής, αμήχανης, αργής και αναποτελεσματικής Ευρώπης. Το έδαφος στην κοινωνία ήταν ήδη γόνιμο και τα εκλογικά κέρδη πιθανώς να αποδειχθούν σίγουρα, εάν η αντιευρωπαϊκή στάση συμπληρωθεί από μια κατάλληλη λαϊκιστική ρητορική, που να δημιουργεί μέτωπα και να δικαιώνει προϋπάρχουσες σχάσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης.

Η ιδέα μιας πανευρωπαϊκής δικτύωσης βρίσκεται από καιρό στους πολιτικούς σχεδιασμούς της Μαρίν Λεπέν, στους οποίους βρήκε πρόθυμο σύμμαχο των X. Βίλντερς από το Ολλανδικό Κόμμα για την Ελευθερία, που έχει αναλάβει ένα ρόλο κεντρικού μεσολαβητή σε αυτό το εγχείρημα. Μέχρι στιγμής φαίνεται να ανταποκρίνονται θετικά στην πρόταση της πανευρωπαϊκής δικτύωσης οι Αυστριακοί του FPO και οι Ιταλοί της Λέγγας του Βορρά, ενώ δεν έχει απορρίψει την ιδέα το Vlaams Belang του Βελγίου, αλλά ούτε και οι Σουηδοί Δημοκράτες. Το UKIP του N. Farage έχει απαντήσει αρνητικά, όμως μια ενδεχόμενη δικτύωση των υπολοίπων πέντε ή και περισσοτέρων με την Λεπέν, θα αποσυσπείρωνε σοβαρά την ευρωσκεπτικιστική πολιτική ομάδα Europe of Freedom and Democracy στην οποία το UKIP είναι ο βασικός εταίρος, αλλά και η Λέγγα ο δεύτερος σημαντικότερος.

Οι Ευρωεκλογές είναι κατεξοχήν η πολιτική σκηνή των πρόθυμων-να-παίξουν-το-λαϊκιστικό-χαρτί κομμάτων και πολιτικών. Σε αυτό το πεδίο η μεταπολεμική ακροδεξιά είναι ιδιαιτέρως ικανή. Ωστόσο, οι ικανότητές της τελείωναν στα εθνικά της σύνορα: δεν είναι τυχαίο ότι παρά την σχεδόν 20ετή ισχυρή παρουσία της σε εθνικά κοινοβούλια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, η παρουσία αυτή δεν αποτυπώθηκε επαρκώς στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο εσωτερικό του οποίου οι δυνάμεις της παρέμεναν διάσπαρτες.

Η Λεπέν και ο Βίλντερς το έχουν πάρει στα ζεστά αυτή τη φορά. Αν το εγχείρημά τους φέρει αποτέλεσμα, θα έχουν πετύχει με έναν σμπάρο δυό τρυγόνια: και ενίσχυση του αντιευρωπαϊκού ρεύματος, αλλά και του ακροδεξιού πόλου. Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, ο χώρος ένθεν κακείθεν των κατεστημένων κομμάτων τού εν τη ευρεία εννοία Κέντρου, παραμένει αρκετά ισχυρός και οι προοπτικές περαιτέρω ισχυροποίησής του κάθε άλλο παρά είναι αρνητικές. Όσο οι απαντήσεις στα προβλήματα είναι ασαφείς και χωρίς άμεσο αντίκρυσμα και όσο το αίσθημα αβεβαιότητας διαρκεί, τόσο ο καταγγελτικός λόγος και οι απλοϊκές περιγραφές των λαϊκιστών θα βρίσκουν εύφορο έδαφος.