Πολιτική αξιοπιστία

Χρίστος Αλεξόπουλος 15 Σεπ 2013

Ένα από τα μεγάλα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, οι οποίες έχουν δημοκρατικά χαρακτηριστικά, είναι η κρίση πολιτικής αξιοπιστίας. Και δεν φαίνεται, ότι θα ξεπερασθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, διότι τα αίτια αυτής της κρίσης έχουν δομικό χαρακτήρα και σχετίζονται τόσο με την σύνθετη σύγχρονη πραγματικότητα, όσο και με τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος όχι μόνο ως συλλογικού μορφώματος, αλλά και ως πολιτικού προσωπικού. Αυτή η κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους, εάν δεν αντιμετωπισθεί στο σωστό χρόνο και με βιώσιμο τρόπο. Προς το παρόν το πολιτικό σύστημα δεν δείχνει να κινείται με κατεύθυνση την επίλυση αυτών των προβλημάτων, ενώ οι κοινωνίες περιορίζονται σε μια παθητική αρνητική αξιολόγηση του πολιτικού προσωπικού και των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών. Ο χρόνος όμως τρέχει με μεγάλη ταχύτητα και δεν μπορεί να περιμένει. Όσο το πολιτικό σύστημα παραμένει ως έχει, τόσο απαξιώνεται και χάνει την δυναμική του και ταυτοχρόνως τον λόγο της δημοκρατικής του λειτουργίας, η οποία αποσκοπεί στην αποκατάσταση λειτουργικών ισορροπιών των κοινωνικών συστημάτων και στην ύπαρξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Ήδη διαπιστώνεται κενό ως προς τη διαχείριση της δυναμικής της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο. Η μέχρι τώρα αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, η οποία ξεκίνησε το 2008 ως χρηματοπιστωτική και εξελίχθηκε σε οικονομική κρίση χρέους σε πολλές χώρες, το αποδεικνύει. Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος οδηγεί και στην άμβλυνση της πολιτικής αξιοπιστίας.

Συγκεκριμένα διαπιστώνεται αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαχειρισθεί την παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα σε συνδυασμό με την αδυναμία του σύγχρονου ατόμου να επεξεργασθεί και να καταλάβει νοητικά την πολυπλοκότητα αυτής της πραγματικότητας σε χρόνο αντίστοιχο της ταχύτητας της εξέλιξης και των αναγκών της. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων με μη βιώσιμο τρόπο. Χρησιμοποιούνται εργαλεία του παρελθόντος, τα οποία δεν είναι κατάλληλα πλέον τόσο για τις σημερινές συνθήκες όσο και για τις μελλοντικές πολύ περισσότερο, εάν βεβαίως αποτελεί στόχευση με γενικευμένη ισχύ η συνύπαρξη με ειρήνη και κοινωνική δικαιοσύνη. Ειδάλλως δεν πρόκειται να σταματήσουν να ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα φαινόμενα όπως αυτό της Συρίας και του «ηθικού θέματος» εξαιτίας της χρήσης χημικών όπλων, το οποίο δημιουργείται για πλανητικής εμβέλειας δυνάμεις, οι οποίες μέχρι πριν λίγο βολεύονταν με την ύπαρξη δικτατόρων τύπου Άσαντ. Για την παραγωγή και εμπορία χημικών όπλων βεβαίως δεν υπάρχει πρόβλημα.

Την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαχειρισθεί την παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα έρχεται να συμπληρώσει και το έλλειμμα δημοκρατίας σε υπερεθνικό επίπεδο, όπου ισχύει ο «νόμος του ισχυρότερου». Σε ευρωπαϊκό επίπεδο την πολιτική αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης ουσιαστικά την επιβάλλει η ισχυρότερη χώρα, η οποία σύμφωνα και με την πολιτική της ηγεσία έχει ωφεληθεί από την νομισματική ένωση. Παρά ταύτα οδηγεί τις οικονομίες και κοινωνίες εταίρων στην καταστροφή. Αντί δε η προβληματική κατάσταση της κρίσης να οδηγεί στην πολιτική και οικονομική ένωση με ταχύτερους ρυθμούς, οι αποφάσεις του πολιτικού συστήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκαλούν την αύξηση του ευρωσκεπτικισμού.

Το ίδιο ισχύει και σε πλανητικό επίπεδο. Υπάρχει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος λειτουργεί «κατά το δοκούν». Οι ισχυρές οικονομικά και γεωπολιτικά χώρες κάνουν ό,τι θέλουν για την προώθηση των συμφερόντων τους, ενώ αδιαφορούν για τα προβλήματα, τα οποία δημιουργούν στις περιφερειακές κοινωνίες, τα οποία με τη σειρά τους έχουν πλανητικές επιπτώσεις. Ουδείς ενδιαφέρεται για τη φτώχεια στις χώρες, οι οποίες έχουν αποθέματα φυσικών πόρων και όμως λιμοκτονούν. Και όχι μόνο αυτό. Διογκούται το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από αυτές τις χώρες του Νότου προς τον ανεπτυγμένο Βορρά, με πολλές παρενέργειες σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Επίσης υπάρχει αναντιστοιχία πραγματικότητας και πολιτικών δεσμεύσεων σε σχέση με τα αποτελέσματα της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Αυτό οφείλεται από το ένα μέρος στην έλλειψη προσέγγισης σε βάθος και μακροπρόθεσμα της δυναμικής της εξέλιξης και από το άλλο στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος να παίξει στο επίπεδο της διακυβέρνησης το ρυθμιστικό του ρόλο σε σχέση με τα άλλα κοινωνικά συστήματα και ιδιαιτέρως το οικονομικό. Αυτό λειτουργεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτόνομα και επιβάλλει τους κανόνες του παιχνιδιού. Ιδιαιτέρως μετά την παγκοσμιοποίηση κεφαλαίου και εργασίας έχει αποκτήσει τέτοια δύναμη, ώστε να μπορεί να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό πέρα και πάνω από κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση. Αυτή η κατάσταση αποδυναμώνει το πολιτικό σύστημα και μειώνει την αξιοπιστία του στη συνείδηση των πολιτών.

Η κρίση της πολιτικής αξιοπιστίας όμως έχει και άλλα αίτια. Η έλλειψη μηχανισμού και διαδικασιών διαρκούς και δεσμευτικής ενημέρωσης και λογοδοσίας από πλευράς πολιτικού συστήματος από το ένα μέρος και άσκησης κριτικής και υποβολής προτάσεων από την κοινωνία πολιτών από το άλλο, οδηγεί στην απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική και την αίσθηση, ότι το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό λειτουργούν ανεξέλεγκτα και δεν εκφράζουν με τις αποφάσεις τους το κοινωνικό συμφέρον.

Παραλλήλως είναι αναχρονιστική και αναντίστοιχη με τις ανάγκες της πραγματικότητας η διαδικασία ανάδειξης του πολιτικού προσωπικού. Στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος κυρίαρχο κριτήριο τόσο στις εσωτερικές διαδικασίες των κομμάτων όσο και στην επιλογή των πολιτών είναι η αναγνωρισιμότητα. Έχουμε ένα παράδοξο. Οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να βασίζονται στη γνώση και στην μακροπρόθεσμη προοπτική τους. Όμως η πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις αυτής της λειτουργίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε σχέση με την αξιοπιστία.

Αυτό το πλέγμα των παραμέτρων, οι οποίες συνθέτουν την κρίση της πολιτικής αξιοπιστίας έρχεται να συμπληρώσει ο χώρος της πολιτικής επικοινωνίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την εικόνα και τον γενικευτικό πολιτικό λόγο. Στο πλαίσιο της ψηφιακής αποτύπωσης της πραγματικότητας, η ενημέρωση έχει αποσπασματικό χαρακτήρα (ό,τι μπορεί να αποτυπώσει ο τηλεοπτικός φακός και οι επιλογές του χειριστή του), ενώ ο λόγος παίζει δευτερεύοντα ρόλο και είναι πάντα γενικευτικός χωρίς σε βάθος ανάλυση. Ουσιαστικά παραποιείται η πραγματικότητα σε ό,τι αφορά την πολιτική διάσταση. Μεγαλύτερη σημασία αποκτά η εικόνα και ο τρόπος εκφοράς του πολιτικού λόγου και λιγότερη η ουσία του περιεχομένου του. Εξάλλου η πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη, που δεν γίνεται εύκολα κατανοητή από τον πολίτη στο σύντομο χρόνο, που του παρέχουν οι τηλεοπτικές εκπομπές.

Τέλος λείπει και ένα σύστημα κοινωνικών αξιών, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες των κοινωνιών, ώστε να λειτουργεί συνεκτικά μεταξύ πολιτικής και πολιτικού συστήματος από το ένα μέρος και πολιτών από το άλλο, ανεξαρτήτως της χώρας αναφοράς τους. Η ανθρωπότητα βρίσκεται αυτή την περίοδο σε μια μεταβατική φάση, στο πλαίσιο της οποίας διαμορφώνονται οι συνθήκες για την δημιουργία ενός συστήματος αξιών, το οποίο θα υπερβαίνει τα όρια της τοπικής κοινωνίας. Και αυτό δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Χρειάζεται χρόνο και ωρίμανση των συνθηκών για διαπολιτισμική προσέγγιση.

Στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε επί μέρους κοινωνία, εκτός από τους γενικά ισχύοντες παράγοντες διαμόρφωσης κλίματος πολιτικής αναξιοπιστίας, έχουμε και ορισμένες ιδιαιτερότητες. Η διαφθορά και το πελατειακό κράτος μετατρέπουν την πολιτική σε συναλλαγή, ενώ ο κομματισμός διαπερνά το συνδικαλιστικό κίνημα και το μεγαλύτερο μέρος των μη κυβερνητικών οργανισμών, οι οποίοι λειτουργούν ως κομματικές προεκτάσεις. Σε συνδυασμό δε με την έλλειψη αξιοκρατίας δημιουργείται η αίσθηση, ότι δεν λειτουργεί η δημόσια διοίκηση και οι διάφοροι θεσμοί. Η οικονομική κρίση συνετέλεσε μάλιστα στην ανάδειξη αυτής της προβληματικής κατάστασης, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται στο ελάχιστο η πολιτική αξιοπιστία. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται ούτε τα κόμματα ούτε και το πολιτικό προσωπικό.

Συμπληρωματικά σε αυτή την κατάσταση έρχεται να λειτουργήσει ο ηθικολογικός λόγος, τον οποίο αρθρώνουν κόμματα και πολιτικοί σε σχέση με το αντίπαλο πολιτικό προσωπικό. Οι ίδιοι αγωνίζονται με πάθος να φθείρουν αλλήλους ως προς την ικανότητα τους και την αξιοπιστία τους. Και αυτό το κάνουν αρθρώνοντας έναν φθηνό λαϊκίστικο πολιτικό λόγο, χωρίς να συζητούν για το περιεχόμενο των πολιτικών τους προτάσεων. Έτσι κι’ αλλιώς στερούνται στρατηγικού σχεδιασμού και μακροπρόθεσμων ρεαλιστικών και βιώσιμων προτάσεων. Μερικά παραδείγματα θα δώσουν τις διαστάσεις του προβλήματος με ανάγλυφο τρόπο. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης χαρακτήρισε την κυβέρνηση της Ελλάδας «αξιοθρήνητη συμμορία προθύμων υποταγμένων» (Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, 30.08.2013). Να μην αναφερθεί και ο χαρακτηρισμός των δημάρχων ως «βλαχοδημάρχων». Ο δε Υπουργός Υγείας απευθυνόμενος στους εργαζόμενους της Πολυκλινικής Αθηνών είπε «έπρεπε να σας απολύσουμε για να δείτε, τι εστί βερύκοκο». Δεν χρειάζονται και άλλα παραδείγματα.

Αναρωτιέται κανείς, εάν με αυτά τα δεδομένα ως προς την πολιτική αξιοπιστία, μπορεί να πραγματοποιηθεί η αναγκαία πολιτική επανεκκίνηση για ορισμένες χώρες ή η απαραίτητη μετεξέλιξη του μοντέλου πολιτικής οργάνωσης για όλες. Εάν αυτό δεν γίνει, δεν πρόκειται η δυναμική της εξέλιξης να ακολουθήσει ομαλή πορεία. Και το υπάρχον μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης έχει πιάσει τα όρια του.