Το προδικτατορικό Κέντρο και η ΕΔΑ, η μεταπολιτευτική Σοσιαλδημοκρατία, η 3η Σεπτεμβρίου2013. Μετά;

Νίκος Γκιώνης 29 Αυγ 2013

Για την οικονομία του κειμένου, η περιήγηση ξεκινά από τη δημιουργία της προδικτατορικής ΕΚ, δημιουργία αναγκαστική και χωρίς την παραμικρή συγκολλητική ύλη, πλην του γέροντος Γ. Παπανδρέου.

Κατά την άποψή μου, η ΕΚ ήταν ελλειποβαρέστερη προηγουμένων προσπαθειών στο χώρο του Κέντρου, π.χ., ΕΠΕΚ- Πλαστήρας και της πρώιμης Σοσιαλδημοκρατίας των Σβώλου, Τσιριμώκου, Πασαλίδη, Καρτάλη, κ.ά.

Η συνύπαρξη εντός αυτής πάσης φύσεως παραγόντων, από τους παλαιοδεξιούς Νόβα και Στεφανόπουλο, από τον ακροδεξιό βασιλόφρονα Π. Γαρουφαλιά, μέχρι τον αστό Γ. Μαύρο, τον σοσιαλδημοκράτη Ηλ. Τσιριμώκο και την ορμητική τάση του Α. Παπανδρέου, απαρχής δεν προμήνυε κάτι, έστω και λιγοστά ρηξικέλευθο σε σχέση με την απερχόμενη ΕΡΕ. Παρόλα αυτά, η παρουσία ανθρώπων όπως ο Λ. Ακρίτας κι ο Ευ. Παπανούτσος, οδήγησε στην πρώτη ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ενώ η εμφάνιση πολιτικοποιημένων επιστημόνων, όπως ο Α. Πεπελάσης, έδωσε μιαν ώθηση στην αγροτική οικονομία και στις προσπάθειες εξορθολογισμού της παραγωγής της υπαίθρου.

Όμως, στην προσπάθεια ίδρυσης ενός πολιτικού δικαίου κατά τα ευρωπαϊκά, γρήγορα η ΕΚ αυτοεγκλωβίστηκε στον διμέτωπό της, εξομοιώνοντας την ΕΡΕ του Πιπινέλη, με την ΕΔΑ του Ηλιού, του Πασαλίδη και του Στ. Ηλιόπουλου. Χάθηκαν έτσι οι φυσικές συμμαχίες προς μιαν έγκριτη ανάγνωση των αναγκών της χώρας και των πρώτων ουσιαστικών μεταπολεμικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Κι ακόμα, αρνούμενοι οι Κεντρώοι να συμπράξουν στην πρόταση Κ. Καραμανλή για την αναθεώρηση του τότε Συντάγματος, που περιόριζε δραστικά τις ανακτορικές προνομίες, απεμπόλησαν την έναρξη μιας κουλτούρας συναίνεσης, χρήσιμης και τότε για την αδύναμη δημοκρατία μας. Ποιος ξεχνά τις προειδοποιήσεις Ηλιού για τα μελλούμενα των συνταγματαρχών και την προκλητική κώφευση της ΕΚ;

Πάντως, αναπτυξιακά, η ΕΚ συνέχισε το πρόγραμμα Δημοσίων Έργων και ενεργειακής αυτοτέλειας των κυβερνήσεων Καραμανλή. Η πολιτική τάση υπό τον Α. Παπανδρέου , που εσφαλμένα έχει αποκληθεί Κεντροαριστερά, επένδυε λεκτικά σε προσεγμένες δημαγωγίες που αφορούσαν διακυβεύματα θεσμών και πολιτικής δημοκρατίας, βάζοντας την πρώτη σπορά για τον πρώιμο μεταπολιτευτικό λόγο του ΠΑΣΟΚ.

Και η ΕΔΑ, όμως, συνθλιμένη από το ΚΚΕεξ αφενός, και από τον Παπανδρεϊκό διμέτωπο αφετέρου, έχασε την ευκαιρία να κοινοποιήσει με σαφήνεια το πολιτικό στίγμα της σοσιαλδημοκρατικής της τάσης στο έμφοβο κοινό. Η βίαιη ανακοπή της ατελούς Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας του 1960 και η Μεταπολίτευση του 1974, αναδιέταξαν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική κονίστρα. Από την μια, η πρωτόλεια -προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας συνεκτικής αστικής λογικής από τον Κ. Καραμανλή και από την άλλη, ο αμφίθυμος ριζοσπαστικός λόγος του Α. Παπανδρέου και κάπου στη μέση το ΚΚΕ εσ., με τις αναζητήσεις του Κύρκου για τον δυτικό δρόμο προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, δηλαδή για τη σοσιαλδημοκρατία – κι ας αντέστρεφαν τα συνθετικά, ίσως φοβούμενοι μια κουτή ενοχοποίηση του ρεφορμισμού από την παλιά λενινιστική τους παράδοση. Ο κορπορατισμός του ΠΑΣΟΚ, όμως, δεν έδινε αρκετά περιθώρια. Ήταν κατ’ ουσίαν μια πολιτική πραγματικότητα αφενός, αλλά και μια συλλογική ή και ατομική φαντασιακή κατασκευή αφετέρου, όπου ο οπαδός μπορούσε να προσμένει, σχεδόν μεταφυσικά, την αυτοϊκανοποίηση των προσδοκιών του. Παρά τους τρανταγμούς και τις φωνές διαπρεπών (Καράγιωργας, Φλέμινγκ, Σημίτης, κ.ά), το κόμμα, αφού πρώτα χώραγε στην καθέδρα τον Πρόεδρο, μετά τους δεχόταν όλους.

Ωστόσο, αυτό καθαυτό το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση, ευτυχώς μεταλλάχθηκε σταδιακά προς τον ρεαλισμό και πάντως όχι αβασάνιστα, προσπαθώντας να βάλει τα πρώτα βάθρα σε τομείς όπως η Πρόνοια και η Υγεία και να αξιοποιήσει την οικονομική και πολιτική διπλωματία, μαζί και τα ωφελήματα που προέκυπταν από την πλήρη συμμετοχή στη Δύση, δια της ΕΟΚ. Στο μεταξύ, συνέχισε με επάρκεια τις όποιες προσπάθειες αστικού εκσυγχρονισμού είχαν ξεκινήσει την περίοδο 1974-1981. Δυστυχώς όμως, οφείλω να επαναλάβω κριτικά και όχι αφοριστικά, το χιλιοειπωμένο, πως δηλαδή η όσμωση των πολιτών συνολικά με το κράτος, έγινε ανορθόδοξα, παρακομματικά, πελατειακά, έτσι ώστε σύντομα αυτό να καταστεί αντιπαραγωγικός μηχανισμός και καταβόθρα ανεκμετάλλευτων δανεισμών, εις βάρος της όποιας προσπάθειας εκβιομηχάνισης, παραγωγικότητας, καινοτομίας – δηλαδή ένας μυθικός υβριδικός Λεβιάθαν κρατικού οικονομικού φιλελευθερισμού, για να νεολογίσουμε, που όμοιός του δεν υπήρχε σε καμιά πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης. Κι από κοντά τα παλιά αποστήματα των ελλειμμάτων της πολιτικής δημοκρατίας της εποχής του προδικτατορικού Κέντρου, που τώρα πια δεν υπήρχε, να επανέρχονται σαν μικροί δράκοι σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.

Ετούτη η συνοπτική αποτίμηση, ατελής, προσωπική και ίσως πρώιμη, οφείλει να αθροίσει περισσότερο ποιοτικά και την μακρόχρονη περίοδο Σημίτη, επίσης με τα νωπά συν και πλην. Ωστόσο, αν υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά, είναι πως αποτέλεσε την ουσιαστικότερη παρέμβαση στην κατεύθυνση μιας ανατρεπτικής πολιτικής που δεν εδράζεται στις ταυτολογίες των αυτονόητων, αλλά στις λογικές αναγνώσεις και επιλύσεις ζωτικών αναγκών της Ελλάδας.

Νάτες λοιπόν οι δύο όψεις του φεγγαριού. Στο χώρο της σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής, πάντως, οι αναζητήσεις του Κύρκου και του Παπαγιαννάκη πιο μετά, αρκετά ρηξικέλευθες, δεν ακολουθήθηκαν επαρκώς από την ηγετική ομάδα των επιγόνων τους, οι οποίοι κομματίζουν σαν τον παλιό καιρό, λες κι ετοιμάζονται για τον πολιτικό τους αυτοστραγγαλισμό.

Το ενδιαφέρον επετειακό φόρουμ του ΠΑΣΟΚ, παράλληλα στο καταστρεπτικό σχίσμα μνημονιακών – αντιμνημονιακών, πολιτικό και πολιτισμικό συνάμα, καλείται να ιχνηλατήσει τα αυριανά, με νηφαλιότητα και ίσως με μία αυτοκαταστροφική δημιουργικότητα, για να θυμηθούμε και τον σοφό Σουμπέτερ. Κανείς δεν ξέρει αν θα γίνει, κανείς δεν ξέρει αν θα πετύχει, αφού στο μεταξύ έχει γίνει. Η λογική πάντως της εξ ύψους βοήθειας, δίπλα-δίπλα με οραματικές και φαντασιακές επικλήσεις της Ιστορίας που καλεί Μεσσίες, απλώς δεν είναι λογική, τουλάχιστον όπως ο Βαρούχ Σπινόζα ορίζει στην ΗΘΙΚΗ, γράφοντας πως «Λογική δεν μπορεί παρά να είναι η επιθυμία συνοχής». Και τη συνοχή πρέπει να την πιάσουμε από τα κέρατα και δι’ αυτής να κατανοήσουμε ανάγκες, εμπειρίες, προοπτικές, καθώς και το εύρος των όποιων δυνατοτήτων.

Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως το ΠΑΣΟΚ, στη σημερινή κληροδοτημένη μορφή του, ίσως πρέπει να σταματήσει να υπάρχει, αναγόμενο σε κάτι άλλο, ιστορικά επικαιροποιημένο για την εποχή μας, δίχως μαγευτικές ωραιοποιήσεις αλλά και αφορισμούς. Όλες οι πολιτικές συλλογικότητες, άλλωστε, κουκίδες της ιστορικής διαχρονίας είναι και η μνήμη ως προς αυτές έχει να κάνει με ποσοτικές και ποιοτικές αποτιμήσεις – και με τίποτε άλλο.

Αλλά κι αυτή μου η σκέψη για το ΠΑΣΟΚ, ή για οτιδήποτε άλλο εν τω γεννάσθαι, μικρή αξία έχει, αφού η μεγάλη αφορά στον οδικό χάρτη συλλήψεως ποντικών από γάτες διαφόρων χρωμάτων, όπως λένε ότι έλεγε ο κινέζος Τενγκ.

Πάντως, κάμποσοι είμαστε εδώ για να δούμε, να κρίνουμε, να δράσουμε, να προτείνουμε ως απλοί πολίτες αφενός και ως εργαζόμενοι αφετέρου. Η αντοχή των σχοινιών της δημιουργικής αλλά πια θνήσκουσας μεταπολίτευσης, θα δώσει και τους τόνους των όποιων εγχειρημάτων, των συγχωνεύσεων, των γειτνιάσεων ή των αποκλεισμών. Γι’ αυτό η φετινή επέτειος του ΠΑΣΟΚ μπορεί να δείξει και κάτι άλλο, μπορεί όμως και όχι.